Το Ιερό της Ελευσίνας υπήρξε ένα από πιο σημαντικά αρχαία λατρευτικά κέντρα της αρχαιότητας. Σε αυτό λατρευόταν η Δήμητρα, θεά της φύσης, της γεωργίας και της αγροτικής ζωής, μαζί με την Κόρη της, την Περσεφόνη.
Η σύνδεση της Ελευσίνας με τις δυο θεές οφείλεται στον μύθο της αρπαγής της Περσεφόνης από τον Πλούτωνα και την αναζήτησή της από τη μητέρα της. Ο μύθος αυτός, χιλιοειπωμένος από ραψωδούς και δραματουργούς, αποτέλεσε έναν από τους πιο αγαπημένους του αρχαίου κόσμου και πηγή έμπνευσης για πολλούς καλλιτέχνες σε διάφορες εποχές.
Η λεπτομερής αφήγηση του μύθου έγινε για πρώτη φορά σε ένα μακροσκελές επικό ποίημα με 500 περίπου στίχους, το οποίο είναι γνωστό ως Ομηρικός Ύμνος προς τη Δήμητρα. Παρά το γεγονός ότι ούτε ο δημιουργός του ύμνου μάς είναι γνωστός, ούτε και ο χρόνος της σύνθεσής του, για τους περισσότερους μελετητές θεωρείται ως η επίσημη εξιστόρηση των ελευσινιακών παραδόσεων που καταγράφηκαν έμμετρα γύρω στα τέλη του 7ου αιώνα π.Χ., ίσως γύρω στο 600 π.Χ.
Το περιεχόμενο του μύθου μάς αποκαλύπτεται από τον πρώτο κιόλας στίχο: «Τη Δήμητρα την καλλίκομη και σεβαστή θεά αρχίζω να υμνώ, αυτή μα και την κόρη της, την Περσεφόνη, την κοπέλα με τα λυγερά πόδια που την άρπαξε ο Αϊδωνεύς».
Ο Αϊδωνεύς, που ταυτίζεται με τον Πλούτωνα, τον θεό του Κάτω Κόσμου και αδελφό του Δία, βλέποντας την πανέμορφη Περσεφόνη να παίζει αμέριμνη σε ένα λιβάδι, συντροφιά με τις κόρες του Ωκεανού, εντυπωσιασμένος από την ομορφιά και την αθωότητά της, την ώρα που εκείνη σκύβει για να κόψει ένα λουλούδι, σκίζει τη γη επάνω στο χρυσό του άρμα με τα αθάνατα άλογα, την αρπάζει, ενώ εκείνη αντιστέκεται με θρήνους και οδυρμούς, και την οδηγεί στο βασίλειό του.
Η μητέρα της, η Δήμητρα, που άκουσε τις φωνές της, περίλυπη περιπλανιέται στη γη για εννέα ημέρες και την αναζητά. Ήταν τόσο πικραμένη που «ούτε την αμβροσία ήθελε ούτε το γλυκό ποτό, το νέκταρ, το έβαλε στο στόμα της και ούτε λουτρό επήρε».
Τη δέκατη ημέρα, μόλις έμαθε την αλήθεια από τον Ήλιο, θυμωμένη με τον Δία, εγκαταλείπει τον Όλυμπο και περιδιαβαίνει τις πόλεις και τα χωράφια των ανθρώπων.
Μεταμφιεσμένη σε γριά γυναίκα έφτασε στην πόλη της Ελευσίνας. Στο πηγάδι που κάθισε να ξαποστάσει συναντά τις κόρες του άρχοντα της πόλης, του Κελεού, οι οποίες τη μεταφέρουν στο παλάτι και την περιποιούνται. Για να την κάνουν να ευθυμήσει, της προσφέρουν κόκκινο κρασί, το οποίο εκείνη αρνείται να πιει και παρακαλεί να της φτιάξουν ένα ποτό από κριθάλευρο ανακατεμένο με νερό και λεπτό φλισκούνι, τον «κυκεώνα», με το οποίο σταματάει τη νηστεία της.
Στη συνέχεια, για να ανταποδώσει τη φιλοξενία γίνεται τροφός του βασιλικού βρέφους, του Δημοφώντα, και αποφασίζει να κάνει το βρέφος αθάνατο περνώντας το επάνω από τη φωτιά για να κάψει τα θνητά του στοιχεία. Θα προκαλέσει όμως την έντονη αντίδραση της μητέρας του, της βασίλισσας Μετάνειρας, που δεν γνωρίζει τον σκοπό της, και έτσι θα αναγκαστεί να αποκαλύψει τη θεϊκή της ταυτότητα με τα εξής λόγια: «Εγώ, λοιπόν, είμαι η τιμημένη Δήμητρα, αυτή που προσφέρει τροφή και χαρά σε αθανάτους και θνητούς». Ως θεά Δήμητρα δίνει εντολή στον βασιλιά και στους Ελευσίνιους να της κτίσουν ναό και βωμό «έξω από την πόλη σας και τα ψηλά της τείχη, στον λόφο που υψώνεται επάνω από το Καλλίχορον φρέαρ». Σε αυτόν τον ναό, που αμέσως θα κατασκευάσει ο Κελεός, θα κλειστεί, αποφασισμένη να μην αφήσει τη γη να βλαστήσει μέχρι να ξαναδεί την αγαπημένη της κόρη. Ο Δίας, ο βασιλιάς θεών και ανθρώπων, προστάζει τον Πλούτωνα να αφήσει την Περσεφόνη να ανέβει στον Επάνω Κόσμο. Αυτός όμως της προσφέρει να φάει ρόδι, σύμβολο γάμου. Έτσι η Κόρη θα ζει τους οκτώ μήνες του χρόνου μαζί με τη μητέρα της στη γη και τους υπόλοιπους με τον σύζυγό της στο βασίλειο του Άδη.
Έπειτα από αυτό, πριν φύγει για τον Όλυμπο, χαρούμενη πλέον, η θεά Δήμητρα ξανακάνει τη γη να φυτρώσει και διδάσκει στους Ελευσίνιους την καλλιέργειά της για να τη διδάξουν, με τη σειρά τους, σε ολόκληρο τον κόσμο.
Τους μαθαίνει, επίσης, να την τιμούν με λατρευτικές τελετές που είναι μυστηριακές και στις οποίες οι συμμετέχοντες θα γίνονται ευτυχισμένοι και ολοκληρωμένοι με τον όρο, όμως, να μην αποκαλύψουν ποτέ το περιεχόμενό τους.
Αυτή η λατρεία έγινε γνωστή ως Μυστήρια της θεάς Δήμητρας και καθώς οι τελετουργίες γίνονταν στην Ελευσίνα ονομάστηκαν Ελευσίνια Μυστήρια. Μία τοπική, λοιπόν, λατρεία, περιορισμένη αρχικά στα μέλη μιας οικογένειας ή ενός γένους, σταδιακά εξαπλώθηκε πέρα από τα στενά αυτά όρια. Η προσάρτηση της πόλης της Ελευσίνας στο ισχυρό κράτος της Αθήνας, κατά τους ιστορικούς χρόνους, οδήγησε στην εξέλιξη της λατρείας σε έναν πανελλήνιο θρησκευτικό θεσμό με ενοποιητική δύναμη και ισχυρή επιρροή, ο οποίος στους ρωμαϊκούς χρόνους απέκτησε καθολικό κύρος.
Οι λατρευτικές τελετές πραγματοποιούνταν σε δύο περιόδους. Την άνοιξη, τον μήνα Μάρτιο, τον αρχαίο μήνα Ανθεστηριώνα, γινόταν στην Αθήνα η προκαταρκτική μύηση που περιλάμβανε καθαρμό στον Ιλισό ποταμό. Πρόκειται για τα Μικρά, όπως τα έλεγαν, τα εν Άγραις Μυστήρια. Τον Σεπτέμβριο, τον αρχαίο μήνα Βοηδρομιώνα, γίνονταν τα Μεγάλα Μυστήρια που διαρκούσαν εννέα ημέρες, σε ανάμνηση της περιπλάνησης της θεάς Δήμητρας για την αναζήτηση της κόρης της, Περσεφόνης.
Ακολουθούσαν ένα συγκεκριμένο τελετουργικό που συνοπτικά περιλάμβανε τα εξής:
Την παραμονή μεταφέρονταν από την Ελευσίνα στην Αθήνα τα Ιερά Αντικείμενα με τον Ιεροφάντη και τον Δαδούχο επικεφαλής μιας πομπής εφήβων. Αυτά φυλάσσονταν στο «Εν άστει Ελευσίνιον», ένα μικρό ιερό της Δήμητρας στη βόρεια κλιτύ της Ακρόπολης.
Την επόμενη ημέρα γινόταν η πρόρρηση της έναρξης των Μυστηρίων, η οποία ονομαζόταν Αγυρμός (δηλαδή συγκέντρωση των υποψηφίων μυστών). Ο Ιεροκήρυξ καλούσε όσους επιθυμούσαν να συμμετάσχουν, αποκλείοντας μόνο όσους είχαν βάψει τα χέρια τους με αίμα και όσους δεν κατανοούσαν την ελληνική γλώσσα.
Η δεύτερη ημέρα ονομαζόταν «Άλαδε Έλασις» από την προτροπή του Κήρυκα «Άλαδε μύσται». Αυτοί που βρίσκονταν στη διαδικασία της μύησης κατευθύνονταν στη θάλασσα του Φαλήρου, όπου έκαναν καθαρτήριο λουτρό εξαγνισμού και θυσίαζαν χοιρίδια στη θεά Δήμητρα.
Ακολουθούσε η πομπή των μυστών, οι οποίοι στεφανωμένοι συνόδευαν τον Ίακχο και τα «Ιερά Αντικείμενα» κατά την επιστροφή τους από την Αθήνα στην Ελευσίνα, διασχίζοντας την Ιερά Οδό και καλύπτοντας μια απόσταση περίπου 22 χιλιομέτρων.
Στη διαδρομή έκαναν στάσεις σε ιερά που συναντούσαν, όπως το ιερό της Αφροδίτης Αφαίας, στο σημερινό Χαϊδάρι, καθώς και στους Ρειτούς, τις δυο λίμνες, μία μεγάλη και μία μικρή, αφιερωμένες στη Δήμητρα και την Περσεφόνη αντίστοιχα. Η πομπή προσέγγιζε την Ελευσίνα καθώς νύχτωνε και οι υποψήφιοι μύστες, κρατώντας ο καθένας από μία δάδα αναμμένη, εισέρχονταν στο Ιερό. Οι μελετητές υποθέτουν ότι η νύχτα περνούσε με χορούς γύρω από το «Καλλίχορον φρέαρ».
Και φτάνουμε στην 21η Βοηδρομιώνος, τη σπουδαιότερη ημέρα των Μυστηρίων. Κατά την παράδοση, ο Κήρυκας εμφανιζόταν στα Μεγάλα Προπύλαια και φώναζε: «εκάς, εκάς οι βέβηλοι» (μακριά οι βέβηλοι).
Ακολουθούσε η διαδικασία της μύησης στον χώρο του ναού της Δήμητρας, στο λεγόμενο Τελεστήριο, που περιλάμβανε τα «δρώμενα» (πιθανά μία αναπαράσταση των παθών της θεάς), τα «δεικνύμενα» (τα ιερά αντικείμενα που αποκάλυπτε ο Ιεροφάντης) και τα «λεγόμενα» (κάποιο είδος κατήχησης ή διδασκαλίας).
Η επόμενη νύκτα ήταν αφιερωμένη στην Εποπτεία, την ανώτατη βαθμίδα μυήσεως. Οι τελετές ολοκληρώνονταν με την ανατολή της επόμενης ημέρας, της 23ης Βοηδρομιώνος, που είχε την ονομασία «πλημοχόη» και ήταν αφιερωμένη στην λατρεία των χθόνιων δυνάμεων και των νεκρών.
Με το τέλος των Μυστηρίων, οι μυημένοι έχοντας ζήσει μία μοναδική εμπειρία που ενεργοποιούσε το σώμα, την ψυχή και το πνεύμα τους, αντιλαμβάνονταν το αέναο σχήμα της εναλλαγής της ζωής με τον θάνατο, συμφιλιώνονταν με την ιδέα του και δημιουργούσαν ελπίδες για τη μεταθανάτια τύχη τους.
Τα Ελευσίνια Μυστήρια, έπειτα από μια μακρόχρονη και λαμπρή πορεία ανά τους αιώνες, καταργήθηκαν οριστικά στα χριστιανικά χρόνια, ο μύθος τους όμως παραμένει αναλλοίωτος έως τις μέρες μας.
Οι φιλολογικές πηγές, σε συνδυασμό με τις πληροφορίες που μας δίνουν τα αρχαιολογικά κατάλοιπα από τον χώρο του Ιερού, υποδεικνύουν την έναρξη της λατρείας στους ύστερους γεωμετρικούς χρόνους.
Τον 8ο αιώνα π.Χ. η Ελλάδα ερημώνεται από έναν μεγάλο λιμό. Το μαντείο των Δελφών τότε προστάζει τους Αθηναίους να προσφέρουν θυσίες στη θεά Δήμητρα, στο όνομα όλων των Ελλήνων. Αυτός ήταν ο μόνος τρόπος να εξευμενίσουν τη θεά για να κάνει πάλι τη γη εύφορη και καρποφόρα.
Ο χρησμός, σύμφωνα με τον Γ. Μυλωνά και τον Ι. Τραυλό, δόθηκε κατά την 5η Ολυμπιάδα (760 π.Χ.). Τότε θεωρούν ότι η λατρεία της Δήμητρας γίνεται πανελλήνια. Ίσως όμως να επανεμφανίζεται στην Ελευσίνα μια λατρεία που είχε εγκαταλειφθεί στους YE III χρόνους.
Την πρώτη επιβεβαιωμένη μαρτυρία για μια λατρεία στο πρόσωπο της θεάς αποτελεί η πυρά Α, που εντοπίστηκε στη νότια είσοδο του πολυγωνικού ανδήρου του μυκηναϊκού Μεγάρου Β, στην περιοχή του Τελεστηρίου. Στο εσωτερικό της πυράς αυτής, πέρα από τέφρες, ήρθε στο φως ένας μεγάλος αριθμός πτηνόσχημων ειδωλίων και πλήθος αγγείων, από τα οποία τα πρωιμότερα χρονολογούνται στην Ύστερη Γεωμετρική εποχή. Στην πλειοψηφία τους τα ειδώλια παριστάνουν γυναικείες μορφές, ορισμένες καθιστές και άλλες όρθιες. Ίσως οι πρώτες θυσίες στον χώρο αυτό να σχετίζονται με τον χρησμό που αναφέρεται από τις αρχαίες πηγές. Οι έμπυρες ιεροτελεστίες με προσφορές ειδωλίων, θα διατηρηθούν στην περιοχή του Τελεστηρίου, έως το τέλος του 7ου αιώνα π.Χ. Τα υστερότερα ειδώλια που βρέθηκαν στην πυρά Α είναι δαιδαλικές γυναικείες προτομές, που ίσως εικονίζουν τη Δήμητρα.
Στα χρόνια του Σόλωνα οικοδομείται το πρώτο Τελεστήριο, ενώ η μεγάλη δημοτικότητα που αποκτά η λατρεία της θεάς στο δεύτερο μισό του 6ου αιώνα π.Χ., στα χρόνια του Πεισίστρατου, έχει ως αποτέλεσμα την κατασκευή ενός νέου και μεγαλύτερου Τελεστηρίου, καθώς και ενός εντυπωσιακού οχυρωματικού περιβόλου που εξασφάλιζε την προστασία του Ιερού και διατηρούσε τη μυστικότητα των λατρευτικών τελετών.
Το Πεισιστράτειο τείχος, όπως είναι γνωστό, κατασκευάστηκε ακολουθώντας σε κάποια τμήματα τη γραμμή του προγενέστερου τείχους, το οποίο περιοριζόταν στην ανατολική περιοχή του Ιερού, ενώ επεκτάθηκε τόσο στο βορειοδυτικό όσο και στο νοτιοδυτικό τμήμα του. Η σημασία του στην οικοδομική τεχνολογία είναι μεγάλη, καθώς αποτελεί ένα από τα ελάχιστα σωζόμενα παραδείγματα οχυρωματικών κατασκευών από ωμοπλίνθους. Το κατώτερο τμήμα του, ύψους περίπου 1,2 μ., ήταν κατασκευασμένο κατά το πολυγωνικό σύστημα τοιχοποιίας με μεγάλους λίθους από ελευσινιακό γκρίζο ασβεστόλιθο («λιθολόγημα»). Η ανωδομή του ήταν κτισμένη με τετράγωνες πλίνθους από λάσπη και άχυρο, στεγνωμένες στον ήλιο (ωμόπλινθοι). Στο ψηλότερο τμήμα του υπήρχε η πάροδος, ο διάδρομος όπου περιπολούσαν οι φρουρές. Σε κανονικά διαστήματα ήταν ενισχυμένο με ψηλούς πύργους συμπαγείς στη βάση, κατασκευασμένους με το ίδιο σύστημα δόμησης.
Μετά το τέλος των Περσικών Πολέμων, ο Περικλής και στη συνέχεια ο Λυκούργος αναλαμβάνουν να πραγματοποιήσουν μια σειρά από οικοδομικά έργα με σκοπό να τονίσουν τη δόξα και την αίγλη του σημαντικότερου θρησκευτικού κέντρου της εποχής τους. Το Τελεστήριο αποκτά ένα ιδιαίτερα επιμελημένο σχέδιο και το τείχος του Ιερού επεκτείνεται για να περιβάλει τα νέα κτήρια.
Το Λυκούργειο τείχος που οικοδομήθηκε τον 4ο αιώνα π.Χ. για να επεκτείνει το Ιερό προς τα νότια, ήταν κατασκευασμένο με το λεγόμενο ισοδομικό σύστημα τοιχοδομίας, όπως και το προγενέστερο Περίκλειο τείχος, το οποίο μιμείται, με τεφροκύανους ελευσινιακούς ασβεστόλιθους στο κατώτερο τμήμα και κιτρινέρυθρους πωρόλιθους με επίπεδη όψη στην ανωδομή. Τόσο η διχρωμία των λίθων όσο και οι φωτοσκιάσεις που δημιουργούνται από τους διαφορετικούς τρόπους κατεργασίας, καταδεικνύουν την προσπάθεια των αρχαίων δημιουργών να συνδυάσουν τη λειτουργικότητα των οχυρωματικών έργων με την αισθητική.
Είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό πως όλοι οι σπουδαίοι ηγέτες του κράτους της Αθήνας υποστήριξαν τη σχέση της με το ελευσινιακό Ιερό για λόγους οικονομίας και πολιτικής και χρησιμοποίησαν στη διπλωματία τους το κύρος των Ελευσινίων Μυστηρίων.
Η εποχή της Ρωμαιοκρατίας είναι η περίοδος ανάδειξης του Ιερού ως θρησκευτικού και πολιτικού κέντρου οικουμενικής σημασίας.
Οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες που μυήθηκαν στα Ελευσίνια Μυστήρια έδειξαν έμπρακτα την εύνοιά τους προς το Ιερό. Στα χρόνια του Αδριανού, του Αντωνίνου του Ευσεβούς και του Μάρκου Αυρηλίου, οικοδομήθηκαν τα πιο εντυπωσιακά και μνημειώδη κτήρια, όπως τα Μεγάλα Προπύλαια, οι θριαμβικές αψίδες, ο ναός της Προπυλαίας Αρτέμιδος, η Κρήνη και οργανώθηκε η είσοδος του Ιερού με την κατασκευή της εντυπωσιακής πλακόστρωτης Αυλής.
Με την επικράτηση του Χριστιανισμού και την έκδοση του διατάγματος του αυτοκράτορα Θεοδόσιου Α’, το 392 μ.Χ., σταματά η άσκηση της λατρείας της Δήμητρας και το Ιερό κλείνει οριστικά. Το τελειωτικό χτύπημα επιφέρουν οι ορδές του Αλάριχου, το 395 μ.Χ., που ισοπεδώνουν το Ιερό και φονεύουν τον τελευταίο Ιεροφάντη.
Η ζωή στην Ελευσίνα φαίνεται ότι δεν σταμάτησε μετά την παρακμή και το αναγκαστικό κλείσιμο του αρχαίου Ιερού με τα διατάγματα των βυζαντινών αυτοκρατόρων. Γνωρίζουμε ότι κατά τους βυζαντινούς χρόνους υπήρχε κατοίκηση στην περιοχή, κατόπιν ένας φράγκικος πύργος που υπήρχε ως το 1953 στον αρχαιολογικό χώρο μάς δείχνει ότι και οι Φράγκοι πέρασαν από την Ελευσίνα, ενώ γνωρίζουμε και για το πέρασμα των Βενετών, οι οποίοι, μάλιστα, είδαν το μεγάλο άγαλμα Κόρης που έστεκε μονάχο στο ελευσινιακό τοπίο και θέλησαν να το πάρουν, αλλά τελικά δεν τα κατάφεραν.
Αργότερα, το άγαλμα αυτό το βλέπουμε στα σχέδια του Βρετανού George Wheler, ο οποίος το 1676 επισκέφθηκε την περιοχή του Ιερού. Ο ίδιος περιγράφει και απεικονίζει την εγκαταλελειμμένη και έρημη περιοχή γύρω από αυτό.
Το 1801 ένας άλλος Βρετανός περιηγητής, ο E.D. Clarke, φτάνει στην Ελευσίνα και αποφασίζει να πάρει μαζί του το άγαλμα της Κόρης. Πρόκειται για τη μία από τις δύο κολοσικές Καρυάτιδες που κοσμούσαν τα Μικρά Προπύλαια των ρωμαϊκών χρόνων. Ήταν τρεις φορές περίπου το μέγεθος του ανθρώπου, σωζόταν μέχρι τη μέση, είχε το πρόσωπο φθαρμένο από τις λεηλασίες κι έφερε επάνω στο κεφάλι ένα κυλινδρικό κουτί, μια «κίστη», διακοσμημένη με στάχυα, ρόδακες και τελετουργικά αγγεία, τους λεγόμενους «κέρνους». Για τους χωρικούς της Ελευσίνας ήταν η «αγία Δήμητρα» που προστάτευε τη γη τους και τους έδινε καλή σοδειά.
Τελικά τα κατάφερε και το έκλεψε. Στον δρόμο της επιστροφής, σ’ ένα παράξενο παιχνίδι της τύχης, το πλοίο, στο οποίο ήταν φορτωμένο το άγαλμα, βούλιαξε λίγο έξω από τις ακτές της Αγγλίας. Το άγαλμα ανασύρθηκε και την 1η Ιουλίου 1803 τοποθετήθηκε στο πιο προβεβλημένο σημείο της Δημόσιας Βιβλιοθήκης στο Μουσείο Fitzwilliam του Cambridge, ενώ η «αδελφή» της (δεύτερη Καρυάτιδα) εκτίθεται έως και σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ελευσίνας.
Οι πρώτες επιστημονικές έρευνες στο ελευσινιακό Ιερό πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας από την αρχαιόφιλη εταιρεία των Dilettanti (Society of Dilettanti), η οποία έστειλε μία αποστολή στην Ανατολική Μεσόγειο με επικεφαλής τον Sir William Gell και τους αρχιτέκτονες John Peter Grandy και Francis Redford. Τα μέλη της αποστολής που έφτασαν στην Ελευσίνα το 1812 κατάφεραν να εντοπίσουν το Τελεστήριο και να σχεδιάσουν την κάτοψή του, η οποία όμως, αποδείχτηκε λανθασμένη, καθώς τα σπίτια του χωριού της Ελευσίνας που είχαν οικοδομηθεί επάνω σε αυτό τους εμπόδισαν να έχουν μία σωστή εικόνα του χώρου. Πραγματοποίησαν, επίσης, καθαρισμό του ναού της Προπυλαίας Αρτέμιδος και του Πατρός Ποσειδώνος καθώς και των Μεγάλων Προπυλαίων, και ήταν οι πρώτοι που εντόπισαν την ομοιότητα της κάτοψής τους με εκείνη των Προπυλαίων της Αθήνας. Τέλος, σχεδίασαν πολλά από τα αρχιτεκτονικά μέλη των Μικρών Προπυλαίων. Το σύνολο της ερευνητικής εργασίας τους εκδόθηκε το 1817 σε ένα ιδιαίτερα σημαντικό βιβλίο με τίτλο The Unedited Antiquities of Attica.
Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας, το ενδιαφέρον για το Ιερό της Ελευσίνας αναθερμάνθηκε και το 1860 ο Γάλλος αρχαιολόγος Fr. Lenormant, με την άδεια της ελληνικής κυβέρνησης, πραγματοποιεί μικρής έκτασης και διάρκειας αρχαιολογικές έρευνες στην περιοχή των Μικρών Προπυλαίων.
Οι συστηματικές ανασκαφές ξεκίνησαν το 1882 από την «Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία» με διευθυντή τον αρχαιολόγο Δημήτριο Φίλιο. Οι εκθέσεις της ανασκαφικής του έρευνας από το 1882 έως το 1894 έδωσαν τα πρώτα τεκμηριωμένα στοιχεία για την οικοδομική εξέλιξη του Ιερού. Από τα πρώτα χρόνια συνεργάστηκε με τον Wilhelm Dörpfeld, στη δεξιοσύνη του οποίου οφείλονται τα αρχιτεκτονικά σχέδια που συνοδεύουν τις ετήσιες, κατά βάση, αναφορές του Δ. Φίλιου.
Οι ανασκαφικές εργασίες συνεχίστηκαν στον χώρο μεταξύ των ετών 1895 και 1907 από τον καθηγητή Ανδρέα Σκιά, ο οποίος ερεύνησε ιδιαίτερα την αυλή του Ιερού, το νότιο τμήμα του, το νεκροταφείο των γεωμετρικών χρόνων και τα προϊστορικά κατάλοιπα στα νότια του περιβόλου.
Η δεύτερη περίοδος των ανασκαφών αρχίζει το 1917 με διευθυντή τον Κωνσταντίνο Κουρουνιώτη. Έως το 1930 έγιναν μικρής έκτασης ανασκαφές, λόγω έλλειψης χρημάτων. Το ίδιο έτος το ίδρυμα Rockfeller χρηματοδοτεί την έρευνα και ο K. Κουρουνιώτης πραγματοποιεί εκτεταμένες ανασκαφές που έφεραν στο φως τα κατάλοιπα του Τελεστηρίου και των περιβόλων του και αποκάλυψαν την οικοδομική ιστορία του Ιερού από το 1500 π.Χ. έως τον 5ο αιώνα μ.Χ.
Τα νέα στοιχεία που προέκυψαν κατά τη δεύτερη αυτή ανασκαφική περίοδο όχι μόνο επιβεβαίωσαν την άγνωστη έως τότε προϊστορική φάση του Ιερού αλλά έδωσαν τη δυνατότητα στους ανασκαφείς να διορθώσουν και να συμπληρώσουν τα προηγούμενα συμπεράσματα σχετικά με την τοπογραφία του Ιερού κατά τους ιστορικούς χρόνους.
Συνεργάτες του Κ. Κουρουνιώτη υπήρξαν ο αρχιτέκτονας Ιωάννης Τραυλός, ο Έφορος αρχαιοτήτων Ιωάννης Θρεψιάδης και, για ένα μικρό διάστημα, ο καθηγητής αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης Ιωάννης Μπακαλάκης.
Από το 1945, μετά τον θάνατο του Κ. Κουρουνιώτη, η «Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία» εμπιστεύτηκε τις ανασκαφές στους καθηγητές Αναστάσιο Ορλάνδο και Γεώργιο Μυλωνά, καθώς και στον Ιωάννη Τραυλό.
Ο Γ. Μυλωνάς συνέχισε να ασχολείται με την Ελευσίνα έως τον θάνατό του το 1988. Ήταν ο αρχαιολόγος που έφερε στο φως το λεγόμενο «Δυτικό Νεκροταφείο» της Ελευσίνας με τον μεγάλο αριθμό τάφων που χρονολογούνται στα προϊστορικά χρόνια, μεταξύ των οποίων και μία συστάδα τάφων που ταυτίστηκε από τον ανασκαφέα με τον τάφο των «Επτά επί Θήβας».
Κατά τη δεκαετία του 1990 οι έρευνες εντός του αρχαιολογικού χώρου συνεχίστηκαν από τον Μιχάλη Κοσμόπουλο, ενώ ακολούθησαν εκείνες από τις κατά καιρούς αρμόδιες για τον χώρο Εφορείες Αρχαιοτήτων του Υπουργείου Πολιτισμού. Σήμερα, ο αρχαιολογικός χώρος και το Μουσείο της Ελευσίνας υπάγονται στην αρμοδιότητα της Εφορείας Αρχαιοτήτων Δυτικής Αττικής.
Οι εκτεταμένες ανασκαφές στον αρχαιολογικό χώρο έθεσαν, από τα πρώτα κιόλας χρόνια, την άμεση ανάγκη φύλαξης του πολύ μεγάλου αριθμού των σημαντικών ευρημάτων που ήλθαν στο φως, καθώς και της έκθεσής τους. Αρχικά, ως χώρος αποθήκευσης χρησιμοποιήθηκε η εκκλησία του Αγίου Ζαχαρία, που βρίσκεται σε κοντινή απόσταση εκτός του αρχαιολογικού χώρου, καθώς και κάποια από τα σπίτια του χωριού της Ελευσίνας που είχαν παραμείνει στην περιοχή του αρχαιολογικού χώρου.
Το πρώτο κτήριο που οικοδομήθηκε για να στεγαστούν και να εκτεθούν τα ευρήματα του Ιερού, σε σχέδιο του αρχιτέκτονα Ιωάννη Μούσση, θεμελιώθηκε το 1889 στο νότιο άκρο του λόφου της αρχαίας ακρόπολης και παραδόθηκε στα μέσα του 1890. Πρόκειται για το «Αρχαιολογικό Μουσείο Ελευσίνας», ένα από τα παλαιότερα μουσεία στον ελλαδικό χώρο, ένα λιθόκτιστο, ισόγειο κτήριο που αποτελείται από πέντε αίθουσες σε παρατακτική κάτοψη. Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 προστίθεται μία έκτη αίθουσα στο δυτικό τμήμα του και πραγματοποιείται η πρώτη ανακατάταξη του εκθεσιακού του περιεχομένου.
Στα χρόνια της γερμανικής κατοχής λαμβάνονται μέτρα για την προστασία των εκθεμάτων που στεγάζει, τα σημαντικότερα από τα οποία μεταφέρονται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, στην Αθήνα. Τα ογκώδη παραμένουν στις αίθουσες προστατευμένα με σάκους από χώμα, ενώ τα μικρότερα συσκευάζονται και κρύβονται στο εσωτερικό μιας αρχαίας δεξαμενής που βρίσκεται στον περιβάλλοντα χώρο. Με το τέλος του πολέμου γίνεται η αποκατάσταση των φθορών του κτηρίου και η επανέκθεση των αντικειμένων. Ακολούθησαν διάφορες αλλαγές και προσθήκες στο εσωτερικό του, με κυριότερη την παρουσίαση της κεραμικής που προερχόταν από τις ανασκαφές στο «Δυτικό Νεκροταφείο», καθώς και των μεγάλων γύψινων προπλασμάτων του Ιερού (μακέτες) που κατασκεύασε ο αρχιτέκτονας Ιωάννης Τραυλός.
Η τελευταία επέμβαση πραγματοποιήθηκε μετά τον καταστροφικό σεισμό του 1999 που έπληξε και το μουσείο. Εκτός από την αποκατάσταση των ζημιών, έγινε μερική ανακαίνιση στο κτήριο, εγκαταστάθηκε σύστημα κλιματισμού καθώς και νέος φωτισμός.
Σήμερα, ο οργανωμένος αρχαιολογικός χώρος εκτείνεται στα πρανή του λόφου της αρχαίας ακρόπολης, επάνω στην οποία δεσπόζει η μικρή εκκλησία της Παναγίας της Μεσοσπορίτισσας.
Τα μνημεία του Ιερού Δήμητρας και Κόρης χρονολογούνται σε διάφορες φάσεις λειτουργίας του. Τα καλύτερα σωζόμενα ανήκουν στα εντυπωσιακά οικοδομήματα που κατασκεύασαν Ρωμαίοι αυτοκράτορες, όλοι τους μυημένοι στα Ελευσίνια Μυστήρια, την εποχή της τελευταίας ανάπτυξης και ακμής του Ιερού.