Η μυκηναϊκή ακρόπολη του Γλα, τόσο κοντά στην εθνική οδό Αθηνών–Λαμίας αλλά και τόσο διακριτικά αποτραβηγμένη από αυτήν, προβάλλει ως νησίδα, στο μέσον του βορειοανατολικού μυχού της Κωπαΐδας. Η σύνδεσή της με το επίτευγμα της αποξήρανσης της λίμνης και η κεντροβαρική θέση της, που παρείχε εποπτεία της πεδιάδας προς όλες τις κατευθύνσεις και πρόσβαση στις θαλάσσιες επικοινωνίες μέσω του βόρειου Ευβοϊκού κόλπου, καθιστούν σημαντικό τον ρόλο που διαδραμάτιζε στο πολιτικό περιβάλλον της ανακτορικής βόρειας Κωπαΐδας, ως οικονομοτεχνικό κέντρο λειτουργίας των αποστραγγιστικών έργων και ως σταθμός συγκέντρωσης των αυξημένων αγροτικών προϊόντων της περιοχής.
Στην οχυρωμένη έκταση, που φτάνει τα 200 στρέμματα και καθίσταται δεκαπλάσια της Τίρυνθας και της Αθήνας και επταπλάσια των Μυκηνών, είχαν αποκαλυφθεί μέχρι και τη δεκαετία του 1990 κτηριακά κατάλοιπα που καταλάμβαναν μόλις το 30% της συνολικής επιφάνειας της ακρόπολης. Η εικόνα αυτή άρχισε να διαφοροποιείται και η κάτοψη του χώρου να εμπλουτίζεται τα τελευταία χρόνια με την αποκάλυψη νέων και εκτεταμένων οικοδομικών καταλοίπων με ιδιόρρυθμο για τη μυκηναϊκή αρχιτεκτονική σχεδιασμό. Αν και μεγάλο μέρος της ακρόπολης μένει ακόμα να διερευνηθεί, φαίνεται ότι ο Γλας είχε διαφορετική οργάνωση από τις μέχρι σήμερα γνωστές μυκηναϊκές ακροπόλεις.
Το αρχαίο όνομα της θέσης παραμένει άγνωστο. Καμία μαρτυρία των αρχαίων περιηγητών και γεωγράφων δεν έχει φτάσει στις μέρες μας. Κατά καιρούς έχουν διατυπωθεί αρκετές θεωρίες με επικρατέστερη αυτή που ταυτίζει τον Γλα με την ομηρική πόλη της Άρνης, έδρα του μυθικού βασιλιά Ακάμαντα, η ύπαρξη της οποίας, ωστόσο, δεν επιβεβαιώνεται από τις πηγές ή τα αρχαιολογικά δεδομένα. Η ονομασία Γλας, κατά πολύ μεταγενέστερη, αποτελεί μάλλον παραφθορά της αλβανικής λέξης Κουλάς–Γουλάς που σημαίνει πύργος–κάστρο.
Η σύνδεση της ακρόπολης του Γλα με το επίτευγμα της αποξήρανσης της λίμνης Κωπαΐδας, ενός από τα πιο εντυπωσιακά και μεγαλόπνοα τεχνικά έργα της ελληνικής προϊστορίας, κέντρισε το ενδιαφέρον των ερευνητών ήδη από τον 19ο αιώνα. Η θέση του Γλα σε μικρή απόσταση από τις μεγάλες καταβόθρες, προς τις οποίες συνέκλιναν τα αποστραγγιστικά έργα, αλλά και η πιθανή ύπαρξη καταβοθρών στον ίδιο τον βράχο της ακρόπολης, καταδεικνύουν τον κομβικό ρόλο που διαδραμάτισε ο Γλας στην αποτελεσματική οργάνωση και λειτουργία του μυκηναϊκού αποστραγγιστικού συστήματος στην Κωπαΐδα.
Ωστόσο, η θέση που κατείχε η ισχυρά οχυρωμένη εγκατάσταση του Γλα στην ανακτορική πολιτική ιεραρχία της περιοχής κατά τους μυκηναϊκούς χρόνους, καθώς και η σχέση της με τον Ορχομενό, παραμένουν ασαφείς. Σύμφωνα μάλιστα με πρόσφατες ερμηνείες, ο ανακτορικός χαρακτήρας της βόρειας Βοιωτίας παρουσιάζει έντονες διαφοροποιήσεις σε σύγκριση με τα άλλα μυκηναϊκά ανάκτορα, ιδιαιτέρως αυτό της Θήβας. Επιπλέον, στις γειτονικές στον Γλα παραλίμνιες θέσεις Άγιος Ιωάννης και Αγία Μαρίνα αποκαλύφθηκαν πρόσφατα οχυρωμένοι οικισμοί, οι οποίοι, τουλάχιστον στην τελευταία φάση τους, κατοικούνται και εγκαταλείπονται συγχρόνως με τον Γλα. Αυτά τα νέα αρχαιολογικά δεδομένα δημιουργούν πρόσθετους προβληματισμούς ως προς τις κοινωνικοπολιτικές ιεραρχικές σχέσεις που αναπτύχθηκαν στο βορειοανατολικό κωπαϊδικό πεδίο.
Κατά τον αείμνηστο ανασκαφέα του Γλα, ακαδημαϊκό Σπ. Ιακωβίδη, το αδιαμφισβήτητο ανακτορικό κέντρο της περιοχής ήταν ο Ορχομενός. Ηπειρωτική και κατεξοχήν παραλίμνια δύναμη, ιδρυμένος στα νοτιοανατολικά κράσπεδα του Ακοντίου όρους και στις δυτικές παρυφές της λίμνης Κωπαΐδας, υπήρξε στραμμένος περισσότερο προς την κεντρική Ελλάδα και βασιζόταν όχι τόσο στις υπερπόντιες σχέσεις, όπως η Θήβα, αλλά στην τιθάσευση του μοναδικού φυσικού πόρου που είχε δίπλα του, με στόχο την αυτάρκεια σε σιτηρά και τον προσπορισμό επιπλέον προσόδων. Η γεωγραφική θέση του στη βορειοδυτική γωνία του κωπαϊδικού πεδίου τού παρείχε τη δυνατότητα να ελέγχει τον άνω ρου του Κηφισού και του Μέλανα ποταμού ενώ παράλληλα διασφάλιζε την αποτροπή υπερχειλίσεων και καταστροφών. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι στη συλλογική μνήμη των αρχαίων ο Ορχομενός διέθετε παροιμιώδη πλούτο (Ιλιάδα Ι 381) που είχε συνδεθεί με την καλλιέργεια και την εκμετάλλευση της αποστραγγισμένης λίμνης (Στράβωνας 9.2.40).
Αν και στις πινακίδες του θηβαϊκού αρχείου η απουσία αναφοράς στον Ορχομενό προβληματίζει, ενδέχεται να είναι δηλωτική του ότι αυτός βρίσκεται εκτός της επιρροής του θηβαϊκού κράτους, η οποία εκτεινόταν στη νότια, δυτική και ανατολική Βοιωτία. Ο Ορχομενός φαίνεται πως ήλεγχε τη βόρεια λεκάνη της Κωπαΐδας, δεν αποκλείεται μάλιστα να κυριαρχούσε και στην πεδιάδα του Βοιωτικού Κηφισού, όπως υποδεικνύουν οι πρόσφατες έρευνες στη θέση Προσήλιο κοντά στη Χαιρώνεια, άποψη που ενισχύεται από τις περιγραφές του ομηρικού κατάλογου των πλοίων (Ιλιάδα Β 511) όπου ο Ορχομενός διαχωρίζεται από την υπόλοιπη Βοιωτία.
Παράλληλα, οι πρόσφατα συντηρημένες τοιχογραφίες τεκμηριώνουν και προβάλλουν δυναμικά την ιδεολογία της τοπικής ελίτ (αριστοκρατικά κυνήγια), με ένα «εκκωφαντικά σημαντικό» εύρημα, το πολύκωπο πλοίο που, ενώ παραπέμπει σε θάλασσα, υπονοεί ταυτόχρονα την εξωστρέφεια και την ισχύ του μεσογειακού, ωστόσο γονιδιακά παραλίμνιου, Ορχομενού.
Η μακραίωνη όμως κατοίκηση της περιοχής του Ορχομενού, με τις συνεχείς αναμοχλεύσεις των αρχαιολογικών στρωμάτων, σε συνδυασμό με την αποσπασματικότητα των δημοσιεύσεων, στέρησαν τη δυνατότητα του συστηματικού και απρόσκοπτου εντοπισμού των χαρακτηριστικών εκείνων που προσιδιάζουν σε ηγεμονικό κέντρο, όπως ένα στιβαρό ανακτορικό συγκρότημα με πολυδύναμα τμήματα και παραρτήματα σε πλήρη κάτοψη, καθώς και πολλαπλά αρχεία. Έτσι, βαρύνουσα σημασία για την αναγνώριση του ηγεμονικού του ρόλου αποκτά κατά κύριο λόγο η ανέγερση, κατά τον 13ο αιώνα π.Χ., του θολωτού τάφου του Μινύου. Η μνημειακότητα της κατασκευής, η ισοδομική τεχνική, η ανάγλυφη διακόσμηση και ιδίως η χωροθέτησή του στην περιοχή της πατρογονικής νεκρόπολης εκλαμβάνονται ως μέσο ελέγχου και προβολής της εξουσίας της τοπικής ελίτ, κοινωνική και πολιτική απεικόνιση της κρατικής δυναμικής αλλά και οικειοποίηση της συλλογικής μνήμης της κοινότητας. Σε αυτό το πλαίσιο ο Γλας, παρά τον σπάνιο αρχιτεκτονικό σχεδιασμό του, το μέγεθος και την έκταση των εγκαταστάσεών του, φαίνεται να κατείχε στο κωπαϊδικό πεδίο τη δεύτερη αξιολογότερη θέση μετά τον Ορχομενό, λειτουργώντας ως δορυφόρος και εντολοδόχος του.
Κατ’ αντιστοιχία με το φιλόδοξο οικοδομικό πρόγραμμα ανέγερσης μνημειακών θολωτών τάφων (μεταξύ των οποίων και του Ατρέα) και της επισκευής και επέκτασης της κυκλώπειας οχύρωσης που εγκαινιάστηκε στις Μυκήνες τον 13ο αιώνα, στη βόρεια Κωπαΐδα πραγματοποιήθηκαν την ίδια περίοδο ευρύτατης κλίμακας έργα που περιλαμβάνουν, εκτός από τον θολωτό τάφο του Μινύου, το τεχνικό έργο αποστράγγισης της λίμνης και την ίδρυση του Γλα καθώς και σειρά εγκαταστάσεων στις παρυφές της λίμνης και ιδιαιτέρως στον βορειοανατολικό μυχό της, με σημαντικότερες τον Άγιο Ιωάννη και την Αγία Μαρίνα. Οι θέσεις αυτές ερευνήθηκαν ανασκαφικά στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος «The Mycenaean Northeastern Kopais Research Programme 2016–2018 (MYNEKO)» υπό τη διεύθυνση της δρος Ε. Κουντούρη και του καθηγητή του Πανεπιστημίου του Maryland, Michael Lane, και με τη συνεργασία της Εφορείας Αρχαιοτήτων Βοιωτίας.
Και οι δύο θέσεις αποτελούν χαμηλά βραχώδη εξάρματα που εν είδει γλωσσοειδών χερσονήσων εισχωρούν στην Κωπαΐδα διακόπτοντας την ομαλή ισόπεδη επιφάνειά της. Η ισχυρή οχύρωσή τους και η κομβική θέση τους πλησίον των μεγαλύτερων καταβοθρών, η απόφραξη των οποίων θα μπορούσε να προκαλέσει κρίσιμη αστοχία στο αποστραγγιστικό έργο, επέτρεπαν τον ασφαλή έλεγχο των τεχνικών έργων, ενώ εξασφάλιζαν τη δυνατότητα της άμεσης πρόσβασης στους θαλάσσιους εμπορικούς δρόμους μέσω της οροσειράς του Κεφαλαρίου και του επίνειου της Λάρυμνας. Η στρωματογραφία και τα ευρήματα από τις πρόσφατες ανασκαφές στον Άγιο Ιωάννη και την Αγία Μαρίνα, που τοποθετούν την ίδρυσή τους στη Μέση Εποχή του Χαλκού και την επανοίκησή τους στον 13ο αιώνα, καθιστούν πιθανό το σενάριο οι κάτοικοι αυτών των εγκαταστάσεων να είχαν επιτύχει τη δημιουργία καλλιεργήσιμου χώρου στις παρυφές της λίμνης, υπόθεση που, αν επιβεβαιωθεί, ενισχύει την άποψη ορισμένων ερευνητών για το μεσοελλαδικό υπόβαθρο των αποστραγγιστικών έργων.
Τα εντυπωσιακά ερείπια της ακρόπολης του Γλα, που στέκονταν αγέρωχα στο πέρασμα του χρόνου, προκάλεσαν από νωρίς το ενδιαφέρον των περιηγητών και των πρώτων επιστημόνων που κατέφθασαν στην περιοχή κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, με αφορμή κυρίως τα τεχνικά έργα για την αποξήρανση της λίμνης.
Η πρώτη αναφορά στην ακρόπολη αποδίδεται στον Άγγλο περιηγητή Edward Dodwell (1819). Το 1881 επισκέπτεται την περιοχή ο Ερρίκος Σλήμαν, ξεκινώντας από τον Ορχομενό, όπου ερεύνησε τον θολωτό τάφο του Μινύου, ωστόσο δεν προχώρησε σε ανασκαφές στον Γλα, αναλογιζόμενος προφανώς και τις δυσκολίες ενός τέτοιου εγχειρήματος. Έτσι, ο Γερμανός αρχαιολόγος Ferdinand Noack καθίσταται ο πρώτος που εξερεύνησε συστηματικά τη θέση, αποτυπώνοντας το 1893 και το 1894 τα ορατά ερείπια και εκπονώντας το πρώτο τοπογραφικό σχέδιο του υψώματος και των εγκαταστάσεών του, που χρησίμευσε ως βάση όλων των σχετικών δημοσιεύσεων κατά τα επόμενα 60 χρόνια. Την ίδια χρονιά ο Γάλλος αρχαιολόγος André de Ridder, εκ παραλλήλου με την έρευνα στο Ασκληπιείο του Ορχομενού, ανέσκαψε τμήμα του «δίδυμου μελάθρου», καθώς και το επίμηκες δυτικό συγκρότημα του κεντρικού περιβόλου, το οποίο θεώρησε κατοικία της φρουράς, μελέτησε το τείχος και τις πύλες, ενώ χρονολόγησε το σύνολο των αρχιτεκτονικών καταλοίπων στους τελευταίους μυκηναϊκούς χρόνους. Στον ίδιο χρονικό ορίζοντα τα τεχνικά έργα τα οποία υλοποιήθηκαν από τη Γαλλική και την Αγγλική Εταιρεία, που είχαν αναλάβει την αποξήρανση της Κωπαΐδας το 1883 και το 1889 αντίστοιχα, ενδυνάμωσαν το ενδιαφέρον της επιστημονικής κοινότητας για το επίτευγμα της αποξήρανσης της λίμνης, ένα από τα πιο εντυπωσιακά και μεγαλόπνοα έργα της ελληνικής προϊστορίας, το οποίο απηχείται σε μύθους και παραδόσεις που επιβίωσαν έως τους ιστορικούς χρόνους. Με αφορμή τα κατάλοιπα των αποστραγγιστικών έργων που έφερναν στο φως τα εκτεταμένα τεχνικά έργα για την κατασκευή δικτύου αποστραγγιστικών τάφρων σε όλη την έκταση του κωπαϊδικού πεδίου, οι Καμπάνης, Curtius, Philippson, Noack και άλλοι επιδόθηκαν σε συστηματική καταγραφή των επιφανειακών καταλοίπων και κατέδειξαν τη σημασία τους. Ωστόσο, κατά το πρώτο ήμισυ του 20ού αιώνα, με εξαίρεση τις έρευνες των A. Kenney και S. Lauffer στη διάρκεια του μεσοπολέμου, το επιστημονικό ενδιαφέρον για το ευρύτερο κωπαϊδικό πεδίο υποχώρησε και η θέση Γλας έπεσε στην αφάνεια έως το 1955, όταν ο Ιωάννης Θρεψιάδης πήρε την ανασκαφική σκυτάλη για λογαριασμό της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας. Η συστηματική έρευνα του Θρεψιάδη, που διήρκεσε από το 1955 έως το 1961, προσανατολίστηκε στους χώρους στους οποίους είχε στραφεί ο de Ridder, καθώς και σε άλλα σημεία της ακρόπολης, όπως στις πύλες, τον κεντρικό περίβολο με τις εισόδους του και αρκετά από τα κτήρια στο εσωτερικό του. Ο πρόωρος θάνατος του Θρεψιάδη το 1962 επέφερε την παύση της ανασκαφής και την αποθήκευση των ευρημάτων στο Μουσείο Θηβών, την οριστική δημοσίευση των οποίων οφείλουμε στη γραφίδα του καθηγητή Σπύρου Ιακωβίδη. Το 1972, παράλληλα με άλλες έρευνες, ο Σπύρος Ιακωβίδης μελέτησε το παλαιότερο ανασκαφικό υλικό του Γλα, ενώ το 1978 η εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία τού εμπιστεύτηκε την ανασκαφή, μελέτη και δημοσίευση του Γλα. Τα αποτελέσματα υπήρξαν ραγδαία και εντυπωσιακά, με τις μονογραφίες του Ιακωβίδη να σφραγίζουν την αρχαιολογική ταυτότητα της μυκηναϊκής ακρόπολης με τα ιδιότυπα μορφολογικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά. Το 1989 δημοσιεύτηκε στη σειρά των δημοσιευμάτων της Αρχαιολογικής Εταιρείας ο τόμος Γλας Ι, ο οποίος περιλαμβάνει την παλαιά ανασκαφή του Θρεψιάδη. Συγχρόνως, διεξήχθη ανασκαφική έρευνα, κατά τα έτη 1981–1983 και 1990–1991, η οποία επικεντρώθηκε στη διερεύνηση των κτηρίων της ανατολικής πτέρυγας του νότιου περιβόλου, στα οποία οι προηγούμενοι ανασκαφείς είχαν προβεί μόνο σε ερευνητικές τομές. Ως επιστέγασμα, το 1998 δημοσιεύτηκε η μονογραφία Γλας ΙΙ, όπου με τάξη, λεπτομέρεια και απόλυτη σαφήνεια, εκτέθηκαν η μέθοδος και η εξέλιξη της ανασκαφής του Ιακωβίδη, η μελέτη των ευρημάτων, η χρονολόγηση της εγκατάστασης και ο προσδιορισμός του προορισμού του Γλα, η κατασκευή και η λειτουργία του οποίου συνδέθηκαν άρρηκτα με τα μυκηναϊκά αποστραγγιστικά έργα της λίμνης.
Κατά τα έτη 2010–2011, διενεργήθηκαν γεωφυσικές διασκοπήσεις σε τμήματα της οχυρωμένης έκτασης με επιστημονικό υπεύθυνο τον αναπληρωτή καθηγητή του Dickinson College, Χριστοφίλη Μαγγίδη.
Το 2018, έπειτα από παύση μιας εικοσιπενταετίας, ξεκίνησε νέο πενταετές ανασκαφικό πρόγραμμα στη μυκηναϊκή ακρόπολη του Γλα από την εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία, υπό τη διεύθυνση της δρος Έλενας Κουντούρη. Το πρόγραμμα, στο οποίο συμμετέχουν ως συνεργάτες οι αρχαιολόγοι Ευτ. Ράλλη, Κ. Θεοδωρίδης, Α. Κούκου, Σ. Σπυροπούλου και ο πολιτικός μηχανικός Ν. Νινής, διενεργείται με τη στενή συνεργασία της Εφορείας Αρχαιοτήτων Βοιωτίας, η οποία συνδράμει ποικιλοτρόπως στη διεξαγωγή της έρευνας, με την υποστήριξη του Δήμου Ορχομενού και της Ενορίας Παναγίας Σκριπούς, ενώ χρηματοδοτείται από την Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας, το Ίδρυμα Παύλου και Αλεξάνδρας Κανελλόπουλου και το Ίδρυμα Ψύχα.
Στο πλαίσιο του νέου ανασκαφικού προγράμματος η έρευνα ξεκίνησε από τη βορειοδυτική κορυφή και το νοτιοδυτικό τμήμα της ακρόπολης, στις θεωρούμενες καίριες θέσεις όπου είχαν επισημανθεί κτηριακά κατάλοιπα από τον F. Noack, ενώ σταδιακά επεκτάθηκε προς τα νότια και τα νοτιοανατολικά έως την περιοχή της νότιας πύλης. Στο φως ήρθαν νέα, σημαντικά αρχιτεκτονικά κατάλοιπα και κινητά ευρήματα που χρονολογούνται στην περίοδο ακμής του μυκηναϊκού πολιτισμού (περ. 1250 π.Χ.). Αποκαλύφθηκαν πέντε νέα οικοδομικά συγκροτήματα (που συμβατικά ονομάστηκαν «Κτήριο ΜΝ», «Ν κατά Noack», «Ο», «Ρ» και «Q»), μεμονωμένα ή σε συστάδες, μεγάλων διαστάσεων, που χαρακτηρίζονται από συμμετρία και αξονική διάταξη και συμπληρώνουν σημαντικά την κάτοψη της ακρόπολης. Σε μια πρώτη προσέγγιση, τα νέα κτηριακά κατάλοιπα φαίνεται πως ανήκουν σε δομές που επαναλαμβάνουν τα ιδιότυπα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά ήδη εντοπισμένα στα κτήρια του κεντρικού περιβόλου, τα οποία έχουν ερμηνευτεί από τους ανασκαφείς τους ως οικίες αξιωματούχων και οργανωμένοι αποθηκευτικοί χώροι. Επιπλέον, ανήκουν με μικρές αποκλίσεις σε κοινό χρονολογικό ορίζοντα, μάλλον στα μέσα του 13ου αιώνα π.Χ. Για άγνωστους ακόμη λόγους, όλα τα νέα (και τα παλαιότερα ανεσκαμμένα) κτήρια εγκαταλείφθηκαν συγχρόνως κατά το τέλος του 13ου αιώνα π.Χ.
Στα ευρήματα από τους χώρους αυτούς περιλαμβάνονται, εκτός από αγγεία αντιπροσωπευτικά της Μυκηναϊκής περιόδου, θραύσματα τοιχογραφιών, μολύβδινα αγγεία και τμήματα από ανθρωπόμορφα μυκηναϊκά ειδώλια, καταδεικνύοντας την ύπαρξη της γνώριμης, κοινής πολιτισμικής και καλλιτεχνικής παράδοσης των χρόνων της ευρύτατης μυκηναϊκής εξάπλωσης.
Σημαντικό μέρος της διεπιστημονικής έρευνας που διεξάγεται στον Γλα αποτελούν οι εργαστηριακές αναλύσεις του δομικού υλικού των κτηρίων και των ζωοαρχαιολογικών και αρχαιοβοτανικών δεδομένων, με στόχο την ανασύσταση της καθημερινής ζωής, της χωροοργάνωσης του οικισμού και της οικονομικής οντότητάς του. Παράλληλα, με στόχο την εξαντλητική μελέτη και τεκμηρίωση της εγκατάστασης του Γλα αλλά και τη δρομολόγηση έργων προστασίας και ανάδειξής του, έχει ξεκινήσει η παραγωγή εξειδικευμένων μελετών και τρισδιάστατων σχεδιαστικών και φωτογραφικών αποτυπώσεων για την καταγραφή της παθολογίας του ίδιου του βράχου, της οχύρωσης και των λοιπών μνημείων της ακρόπολης, αλλά και την προστασία, αποκατάσταση και ανάδειξη των μνημείων του. Σε αυτό το πλαίσιο έχει ήδη ολοκληρωθεί η γεωλογική και η γεωτεχνική διερεύνηση της ακρόπολης ως προς την ευστάθεια και την αντοχή του βραχώδους υποβάθρου, την αξιολόγηση υδρογεωλογικών και σεισμολογικών στοιχείων και την εν γένει γεωμορφολογία του λόφου. Από την έρευνα αυτή διαπιστώθηκε η παρουσία σπηλαίων και διευρυμένων ρωγμών στα περιμετρικά πρανή του λόφου, η ύπαρξη σπηλαίου στο νότιο τμήμα της ακρόπολης και καταβόθρας στο δυτικό τμήμα της, γεγονός που ενισχύει τη σύνδεση του Γλα με τα ευρύτερα αποστραγγιστικά έργα στην περιοχή. Τέλος, έχει δρομολογηθεί η εκπόνηση μελετών με στόχο την προστασία των οικοδομικών καταλοίπων και την εξασφάλιση της ευστάθειας των κατασκευών, παράλληλα με την ανάδειξη της οικοδομικής και μορφολογικής αξίας του μνημείου, το οποίο αποτελεί σπάνιο και εξαιρετικό δείγμα μυκηναϊκής οχύρωσης.
Είναι γνωστό ότι το κωπαϊδικό πεδίο περιλάμβανε, ήδη από την αρχαιότητα, ένα πυκνό υδρογραφικό δίκτυο με σημαντικότερους τους ποταμούς Βοιωτικό Κηφισό και Μέλανα. Η φυσική αποστράγγιση αυτού του πεδίου βασιζόταν στις καταβόθρες, ιδιαίτερα αυτές που ανοίγονταν στον βορειοανατολικό μυχό της λεκάνης, τις οποίες τροφοδοτούσε η πλεονάζουσα ποσότητα νερού. Τα εκτεταμένα υδραυλικά έργα που κατασκευάστηκαν κατά τους μυκηναϊκούς χρόνους εκμεταλλεύτηκαν ακριβώς αυτόν τον φυσικό μηχανισμό, προκειμένου να αποξηρανθεί το βόρειο τμήμα της λίμνης Κωπαΐδας και να αποδοθεί στην καλλιέργεια, σκεπτικό το οποίο υιοθετήθηκε άλλωστε και στο πλαίσιο των αποστραγγιστικών έργων στην περιοχή κατά τον 19ο αιώνα.
Με στόχο την ανίχνευση και την τεκμηρίωση των καταλοίπων των μυκηναϊκών αποστραγγιστικών έργων πραγματοποιήθηκε, με χρηματοδότηση του INSTAP, επιφανειακή, γεωφυσική και ανασκαφική έρευνα μεταξύ των ετών 2011 και 2014 από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Βοιωτίας και υπό τη διεύθυνση της δρος Ε. Κουντούρη σε συνεργασία με τον Τομέα Υδατικών Πόρων και Περιβάλλοντος του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου και το Ινστιτούτο Γεωγραφίας του Πανεπιστημίου του Mainz. To πρόγραμμα εστίασε στη στρωματογραφική έρευνα με την ανασκαφική διερεύνηση τομών κατά μήκος της πορείας του αποστραγγιστικού έργου, ξεκινώντας από τη θέση «Άντερας» και την ψηφιακή τεκμηρίωση των καταλοίπων.
Το εντυπωσιακότερο στοιχείο του μυκηναϊκού τεχνικού έργου αποτέλεσε η κατασκευή στιβαρής αποστραγγιστικής διώρυγας σε μήκος τουλάχιστον 25 χλμ., που λειτουργούσε ως ανάχωμα και φράγμα ανάσχεσης και συγκράτησης των νερών, στο υψηλότερο χείλος της λεκάνης, αφήνοντας στην άλλη πλευρά της εδάφη στεγνά για γεωργική εκμετάλλευση. Το συνολικό πλάτος της κατασκευής, συμπεριλαμβανομένων και των δύο κυκλώπειων τοίχων που όριζαν τη βόρεια και τη νότια μακρά πλευρά της, ανέρχεται στα 30 μ. Ο πυρήνας (γέμισμα) του τεχνητού αναχώματος αποτελούνταν από την άργιλο των αποθέσεων της λίμνης, που χαρακτηρίζεται από πλαστικότητα και στεγανότητα, συγκροτώντας έτσι συμπαγές στρώμα, συνολικού πάχους 2 μ., καθαρό από παρουσία κεραμικής μέχρι και την κοίτη θεμελίωσης των πλευρικών αναλημμάτων.
Το ανάχωμα, οι διαστάσεις του οποίου καθορίζονταν κατά τόπους από τη γεωμορφολογία της περιοχής, είχε κατεύθυνση από τον Ορχομενό προς τις βόρειες παρυφές της λίμνης και ειδικότερα προς τον λόφο της Αγίας Μαρίνας. Τόσο ο εντοπισμός καταλοίπων του κατά τις εργασίες διαπλάτυνσης της επαρχιακής οδού Κάστρου–Ορχομενού όσο και οι στρωματογραφικές τομές που διενεργήθηκαν σε διάφορες θέσεις επιβεβαιώνουν πλήρως αυτήν την πορεία.
Terminus ante quem της κατασκευής του αναχώματος συνιστά ο εντοπισμός νεκροταφείου Μεσοελλαδικών χρόνων, σε χαμηλότερο επίπεδο από αυτό της κοίτης θεμελίωσής του, στη θέση «Στροβίκι», ενώ η έρευνα αδιατάρακτων επιχώσεων με κεραμική προσδιορίζει με σαφήνεια την κατασκευή και τη χρήση τμημάτων του κατά την Υστεροελλαδική ΙΙΙΒ περίοδο. Είναι αδιαμφισβήτητο, πάντως, ότι όταν το μυκηναϊκό αποστραγγιστικό σύστημα λειτούργησε, ο βράχος του Γλα έγινε προσιτός από την αποξηραμένη εύφορη πεδιάδα γύρω του. Η επικοινωνία με την πεδιάδα και το τεχνητό κανάλι της συνδυασμένης κοίτης των ποταμών Μέλανα και Βοιωτικού Κηφισού, που διερχόταν βορειότερα της ακρόπολης κατά 1 περίπου χλμ., γινόταν με υπερυψωμένους δρόμους ενισχυμένους με λίθινα αναλήμματα. Ο τελευταίος από αυτούς, ορατός στους ιστορικούς ορθοφωτοχάρτες της περιόδου 1945, καταστράφηκε από την Εταιρεία της Κωπαΐδας το 1958.
Αν και απαιτείται περαιτέρω έρευνα και μελέτη του μεγαλεπήβολου αυτού τεχνικού εγχειρήματος των προϊστορικών χρόνων, τα μέχρι σήμερα ευρήματα παρέχουν ωστόσο μία εικόνα της κλίμακας του έργου και του συντονισμού που θα απαιτούσαν οι πολυπληθείς ομάδες προσωπικού για την εκσκαφή, πολύ δε περισσότερο τον εκβραχισμό, τη μεταφορά και την ανύψωση μεγάλων ογκολίθων για την κατασκευή των τοίχων αντιστήριξης. Aνάλογα έργα μπορούν μόνο να σχεδιασθούν κεντρικά και να πραγματοποιηθούν από συγκεντρωτική εξουσία που με αυτόν τον τρόπο επιβάλλει τη δύναμή της και ταυτόχρονα οικειοποιείται την έγγειο ιδιοκτησία. Επιπλέον, η διαμόρφωση και η συντήρηση καλλιεργήσιμων γαιών, η άρδευση και η διαχείριση υδάτων, η κατασκευή και η συντήρηση οδών και γεφυρών που παρέχουν πρόσβαση στους αγρούς, η χωροταξική οργάνωση, η οριοθέτηση αγροτικών εκτάσεων και η προστασία αγροτικών πόρων αποτελούν βασικές παραμέτρους συστηματικής εντατικοποίησης και δυνατοτήτων επέκτασης της αγροτικής παραγωγής για την τροφοδοσία μιας συγκεντρωτικής οικονομίας. Από πολύ νωρίς η έρευνα αντιλήφθηκε ότι για τον σχεδιασμό και την υλοποίηση του έργου καίριος θα υπήρξε ο ρόλος τόσο του Ορχομενού όσο και της οχυρωμένης εγκατάστασης στον Γλα.
Η ακρόπολη του Γλα είναι χτισμένη επάνω σε χαμηλό ασβεστολιθικό βραχώδες ύψωμα, στο βορειοανατολικό άκρο της λεκάνης της Κωπαΐδας, σε ύψος που κυμαίνεται από 9,50 έως 38 μέτρα. Η επιφάνεια της οχυρωμένης έκτασης, που φτάνει τα 200.000 τ.μ., είναι γενικά επίπεδη και παρουσιάζει τρία χαμηλά εξάρματα στο ανατολικό, το βόρειο και το νότιο τμήμα της, ενώ χωρίζεται σε δύο άνισα τμήματα με λοξό διατείχισμα που συνδέει το ΝΑ Δίπυλο με το βόρειο τείχος. Το μεγαλύτερο δυτικό τμήμα περιλαμβάνει τα 9/10 της οχυρωμένης έκτασης και το μικρότερο ανατολικό περικλείει ένα άνδηρο στο ανατολικό άκρο του υψώματος, το οποίο είναι προσβάσιμο μόνο διά της ανατολικής εισόδου της διπλής πύλης.
Σε διάφορα σημεία του περιβόλου της ακρόπολης έχει διαπιστωθεί, στο πλαίσιο γεωλογικών μελετών, η ύπαρξη σπηλαίων, με σημαντικότερο αυτό που χαρτογραφήθηκε πλησίον του ΝΑ Διπύλου, σε βάθος 10 μ. περίπου, το οποίο αποτελείται από τρεις χώρους που επικοινωνούν μεταξύ τους με στενούς διαδρόμους.
Ο βράχος κατοικήθηκε για πρώτη φορά στη Nεολιθική περίοδο, όταν η πεδιάδα ήταν λίμνη και ο ίδιος νησίδα. Κατοικήθηκε εκ νέου κατά τον 13ο αιώνα π.Χ. όταν οχυρώθηκε με ισχυρό τείχος, ενώ, για άγνωστους ακόμη λόγους, εγκαταλείφθηκε κατά το τέλος του ίδιου αιώνα, και οι κάτοικοι, φεύγοντας, φαίνεται πως πήραν μαζί τους σχεδόν όλη την οικοσκευή τους, ακολουθώντας τη μοίρα των άλλων μυκηναϊκών ανακτορικών μονάδων. Έκτοτε, η ακρόπολη δεν κατοικήθηκε ξανά συστηματικά. Λιγοστές είναι οι ενδείξεις περιορισμένης χρήσης του χώρου κατά τους ελληνιστικούς και τους βυζαντινούς χρόνους, οπότε και οικοδομήθηκε μικρός ναός στο βόρειο τμήμα του κεντρικού ανδήρου της ακρόπολης. Κατά την Τουρκοκρατία χρησιμοποιήθηκε ως βοσκότοπος και καταφύγιο των κατοίκων της περιοχής.
Το κυκλώπειο τείχος της ακρόπολης του Γλα αποτελεί το κατεξοχήν χαρακτηριστικό της γνώρισμα και τοπόσημο της περιοχής διαχρονικά. Αν και κατακρημνισμένο στο μεγαλύτερο τμήμα του, το τείχος παραμένει αιώνιος μάρτυρας της ιστορίας του οχυρού που έλκει το ενδιαφέρον των επιστημόνων αλλά και των επισκεπτών.
Το τείχος, με πάχος που κυμαίνεται από 5,40 έως 5,80 μ., είναι θεμελιωμένο στο φρύδι του βράχου, σώζεται σε όλο του το μήκος και διακόπτεται από τέσσερις πύλες, εκ των οποίων μία διπλή και τρεις μονές, προστατευμένες όλες με πυλώνες. Φαίνεται πως είναι οικοδομημένο σε μία οικοδομική φάση, ενώ δεν παρατηρούνται επισκευές και συμπληρώσεις. Είναι κατασκευασμένο με την κυκλώπεια τεχνική, αποτελείται δηλαδή από ασβεστολιθικούς ογκόλιθους στην εσωτερική και εξωτερική παρειά του, αδρά επεξεργασμένους, ενώ το ενδιάμεσο γέμισμα είναι συμπαγές και αποτελείται από ακατέργαστους λίθους μεγάλου και μεσαίου μεγέθους με καλή συναρμογή μεταξύ τους και με χρήση πηλοκονιάματος.
Η οχύρωση του Γλα παρουσιάζει, σε όλο της το μήκος, μία κατασκευαστική ιδιαιτερότητα, που απαντά, επίσης, στο τείχος της ακρόπολης της Τίρυνθας: η πρόσοψή της διακόπτεται, ανά τακτά διαστήματα, από οδοντώσεις, κατακόρυφες δηλαδή προεξοχές πλάτους έως 0,40 μ., που τονίζονται οπτικά με τη χρήση ορθογώνιων ογκόλιθων στις γωνίες δίνοντας στην οχύρωση «πριονωτή» εμφάνιση. Σε μερικές περιπτώσεις οι οδοντώσεις φαίνεται να διασχίζουν το πάχος του τείχους, δημιουργώντας εσωτερικό αρμό, ενώ σε άλλες το γέμισμα της οχύρωσης είναι συνεχές και ενιαίο. Αν και δεν έχει εξακριβωθεί ο ρόλος αυτών των οδοντώσεων, εικάζεται ότι έχουν καθαρά πρακτικό λόγο ύπαρξης, ενδεχομένως για να διευκολυνθεί η οικοδόμηση του τείχους κατά μήκος της καμπύλης του βράχου, με την κατάτμηση της κατασκευής σε διαδοχικά τμήματα.
Οι πύλες της οχύρωσης (Βόρεια, Δυτική, Νότια, ΝΑ Δίπυλο) διαμορφώνονται ως ανοίγματα στο τείχος πλαισιωμένα από δύο πυργοειδείς κατασκευές, που αποτελούν τις ισχυρά ενισχυμένες απολήξεις του τείχους εκατέρωθεν των πυλών. Στις πύλες οδηγούσαν αναβάθρες με κλίση που υπαγορευόταν κατά περίπτωση από το ύψος του βράχου και στηρίζονταν σε αναλημματικούς τοίχους ή απευθείας στον φυσικό βράχο.
Η μυκηναϊκή ακρόπολη του Γλα δεν διαθέτει ακόμα τις υποδομές ενός οργανωμένου αρχαιολογικού χώρου, με προκαθορισμένες διαδρομές επισκεπτών, δεδομένου ότι η ανασκαφική έρευνα βρίσκεται σε εξέλιξη. Για τη χάραξη οργανωμένης περιήγησης στον χώρο θα εκπονηθούν εξειδικευμένες μελέτες. Ωστόσο, στην παρούσα φάση, η ακρόπολη είναι επισκέψιμη και μπορεί να εισέλθει κανείς στο εσωτερικό της από τις τέσσερις πύλες του τείχους. Σημειώνεται ότι με εξαίρεση τη Βόρεια Πύλη, η πρόσβαση μέσω των υπόλοιπων πυλών είναι σχετικά δύσκολη λόγω της απότομης κλίσης του βράχου και της μεγάλης υψομετρικής διαφοράς. Η σειρά με την οποία περιγράφονται στη συνέχεια τα μνημεία είναι ενδεικτική και η παρουσίαση ξεκινάει από τη Δυτική Πύλη. Σε περίπτωση που ο επισκέπτης επιθυμεί να επισκεφθεί μόνο τον Κεντρικό Περίβολο (παλαιά ανασκαφή) η πιο ομαλή και σύντομη πρόσβαση είναι μέσω της Νότιας και της Βόρειας Πύλης.