Όταν ο γερμανός ιστορικός τέχνης Johann Joachim Winckelmann (1717-1768) σχολίασε πως η αρχαία ελληνική γλυπτική είναι διαποτισμένη από «ευγενική απλότητα και ήρεμη μεγαλοπρέπεια» αναφερόταν πρωτίστως στην κλασική περίοδο.
Ιδωμένη από τη σύγχρονη σκοπιά, ωστόσο, η περιγραφή αυτή φαίνεται να ταιριάζει πολύ περισσότερο στη γλυπτική της αρχαϊκής περιόδου.
Μια πολύ σημαντική και κρίσιμη φάση για την εξέλιξη της αρχαίας ελληνικής δημιουργικής έκφρασης στεγάζεται στις αίθουσες των αρχαϊκών γλυπτών, 7-13, του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου.
«Η Ελλάδα, κατά πώς φαίνεται, δεν εξελίχθηκε αργά και μεθοδικά», είπε κάποτε ο βρετανός ιστορικός Norman Davies. «[Η Ελλάδα] πήρε φωτιά». Έτσι, αν στην πρώιμη εποχή του Σιδήρου δόθηκε το έναυσμα, στην αρχαϊκή περίοδο πυροδοτήθηκε αυτή η εξέλιξη για να οδηγήσει στην έκρηξη δημιουργικότητας της κλασικής περιόδου.
Σημαντικές εξελίξεις
Η αρχαϊκή περίοδος, που συμβατικά χρονολογείται από το 600 π.Χ. έως το 480 π.Χ., περικλείει τεράστιας σημασίας κοινωνικές, πολιτισμικές και πολιτικές εξελίξεις, με άλλα λόγια τη διαδικασία που οδήγησε σε εκείνο το φαινόμενο που σήμερα αναγνωρίζουμε και θαυμάζουμε ως τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό.
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, το δωρικό και το ιωνικό αρχιτεκτονικό ύφος τελειοποιούνται, το δίκτυο των ισχυρών πόλεων-κρατών και των σημαντικότερων ιερών αποκρυσταλλώνεται, συμβαίνουν οι πολιτικές αλλαγές που επιφέρουν τη γέννηση της αθηναϊκής δημοκρατίας, εκτελούνται τα πρώτα μεγάλα έργα μηχανικής, η ελληνική ποίηση ακμάζει και μπαίνουν τα θεμέλια της αρχαιοελληνικής επιστημονικής και φιλοσοφικής σκέψης.
Την ίδια στιγμή, τα ποικίλα και διάσπαρτα τμήματα του αρχαίου ελληνικού κόσμου δείχνουν μια αυξανόμενη τάση για παράλληλη ανάπτυξη. Με άλλα λόγια, παρατηρείται μια ενδυνάμωση της αίσθησης της ελληνικότητας.
Την αρχαϊκή περίοδο, επίσης, είναι που η Αθήνα μεταμορφώνεται από μία μεταξύ διαφόρων σημαντικών πόλεων στο επίκεντρο των γραμμάτων και των τεχνών. Προς τα τέλη της περιόδου, η περσική εισβολή αποκρούεται από μια συλλογική ελληνική επιχείρηση, εδραιώνοντας τη θέση της Αθήνας και της Σπάρτης ως κυρίαρχων πολιτικών δυνάμεων.
Τα πρώτα γλυπτά
Η αίθουσα 7 περιέχει δείγματα της προ-αρχαϊκής και πρώιμης αρχαϊκής γλυπτικής από διάφορα μέρη της Ελλάδας, μεταξύ των οποίων η Δήλος και η Βοιωτία. Στην αίθουσα αυτή βλέπουμε ορισμένα από τα πρώτα γνωστά μνημειώδη γλυπτά της αρχαίας Ελλάδας.
Στην αριστερή πλευρά, βρίσκεται το γυναικείο άγαλμα από τη Δήλο, το οποίο πιθανότατα αναπαριστά την Άρτεμη και χρονολογείται στο 650 π.Χ. Σύμφωνα με την επιγραφή στο πλαϊνό του μέρος, ήταν αφιερωμένο σε μια κυρία ονόματι Νικάνδρη. Χαρακτηριστικό της αιγαιακής δαιδαλικής τεχνοτροπίας, είναι ένα από τα αρχαιότερα γλυπτά σε φυσικό μέγεθος της αρχαίας ελληνικής τέχνης. Στην αίθουσα 7, επίσης, παρατηρήστε τα ανάγλυφα από το ναό της Αθηνάς στις Μυκήνες, και το εντυπωσιακό γυναικείο άγαλμα που αναπαριστά ίσως την Ήρα. Από το 630 π.Χ., τα έργα αυτά συγκροτούν ένα από τα αρχαιότερα γνωστά σύνολα αρχαίας ελληνικής γλυπτικής.
Στην αίθουσα 8 μας περιμένουν άλλα εντυπωσιακά δείγματα τέχνης του 600 π.Χ. Εδώ, κυριαρχούν στο χώρο δύο κούροι, ύψους που ξεπερνά τα 3 μ., από το Σούνιο, καμωμένοι από μάρμαρο της Νάξου. Απέναντί τους βρίσκεται το κεφάλι ενός κούρου του Διπύλου, ο οποίος θεωρείται ένας από τους καλύτερους αθηναίους γλύπτες της περιόδου.
Ο κούρος, που θα παρέμενε ο κυρίαρχος τύπος ανδρικού γλυπτού για περισσότερο από έναν αιώνα, είναι στην ουσία μια απεικόνιση ενός γυμνού νεαρού άνδρα, με το αριστερό του πόδι ελαφρώς προτεταμένο και τα δυο του χέρια κοντά στον κορμό του. Μαζί με την κόρη, τον γυναικείο του αντίποδα, ο αγαλματικός αυτός τύπος ορίζει λίγο πολύ την αρχαϊκή τέχνη και μας επιτρέπει να παρακολουθήσουμε τις αλλαγές που έλαβαν χώρα στο πλαίσιο αυτής.
Τα αγάλματα αυτά ήσαν συνήθως αναθήματα σε ιερά, μπορούσαν όμως να είναι και επιτύμβια. Δεν είναι βέβαιο εάν αναπαριστούσαν θεούς, ήρωες, θνητούς, ή και τα τρία.
Μεγάλα βήματα
Κοιτάζοντας τα αγάλματα αυτής της αίθουσας, παρατηρήστε πως ήδη έχουν σημειώσει μεγάλα βήματα προς την κατεύθυνση του νατουραλισμού, παρουσιάζοντας μια βελτιωμένη κατανόηση της ανθρώπινης ανατομίας. Παρατηρήστε όμως επίσης πως η στάση τους παραμένει στατική, άκαμπτη και στυλιζαρισμένη, και πόσες ανατομικές λεπτομέρειες όπως τα πλευρά, οι κοιλιακοί μύες, τα αφτιά και τα μαλλιά αντιμετωπίζονται κυρίως ως επιφανειακά διακοσμητικά στοιχεία, κι όχι ως οργανική πραγματικότητα. Σημειώστε επίσης τη μυστηριώδη έκφραση που έμεινε γνωστή ως το «αρχαϊκό μειδίαμα».
Συνεχίζουμε στις αίθουσες 9 και 10, που περιέχουν αγάλματα και αρχιτεκτονική γλυπτική του 6ου αι. π.Χ. από την Αθήνα, τη Βοιωτία, την Αττική και τα νησιά.
Υπάρχει μια εμφανής διεύρυνση της ποικιλίας των μοτίβων, αλλά και μια αυξανόμενη δυναμικότητα στη στάση. Ίχνη χρώματος σώζονται σε αρκετά έργα, όπως στο θραύσμα επιτύμβιας στήλης από την Ανάβυσσο. Εδώ, παρότι σώζονται μόνο τμήματα των δύο κεφαλιών, βλέπουμε καθαρά την παράσταση μιας μητέρας που κρατάει στην αγκαλιά της ένα παιδί.
Επιστρέφοντας, μέσω της αίθουσας 8, μπαίνουμε στην αίθουσα 11. Στο χώρο δεσπόζουν ένας κούρος και μία κόρη που βρέθηκαν στην αρχαία νεκρόπολη Μυρρινούντος (σημερινή Μερέντα) Αττικής. Η κόρη (550-540 π.Χ.), από παριανό μάρμαρο, λεγόταν Φρασίκλεια, γεγονός που γνωρίζουμε από την επιγραφή της βάσης της. Επίσης, από την επιγραφή, γνωρίζουμε ότι η μοίρα της ήταν να μείνει για πάντα κόρη, καθώς πέθανε ανύπαντρη. Η επιγραφή μας πληροφορεί και για το όνομα του γλύπτη, που ήταν ο Αριστίων από την Πάρο. Προσέξτε τις λεπτομέρειες του ενδύματός της, που υποδηλώνουν υφαντό ή κεντημένο ρούχο. Προσέξτε επίσης πώς ο γλύπτης διαγράφει τις καμπύλες της σιλουέτας της μέσα από το ένδυμά της.
Τέλος, μπαίνουμε στην αίθουσα 13. Εδώ βλέπουμε τα όψιμα αρχαϊκά έργα, τέλη 4ου-αρχές 5ου αι. π.Χ., στην ακμή του λεγόμενου «αυστηρού ρυθμού» και τη μετάβαση προς την κλασική τέχνη.
Απόδοση στα ελληνικά του κειμένου του Heinrich Hall, Athens News, 16/10/2009