Στο διάστημα 4 έως 21 Σεπτεμβρίου 2020 διενεργήθηκε η συστηματική υποβρύχια αρχαιολογική έρευνα της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων στο ιστορικό ναυάγιο «Μέντωρ» στα Κύθηρα, υπό τη διεύθυνση του αρχαιολόγου, δρος Δημήτρη Κουρκουμέλη. Κατά τη φετινή υποβρύχια ανασκαφική έρευνα, συνεχίστηκε η διερεύνηση και ανασκαφή της τομής που είχε ήδη αρχίσει το 2019, στο δυτικό όριο του σωζόμενου σκαριού του πλοίου. Στον χώρο της τομής εντοπίστηκαν πολλά ξύλα, τόσο από το πέτσωμα του πλοίου, όσο και τμήματα νομέων. Τα τμήματα αυτά ήταν διάσπαρτα και χωρίς συγκεκριμένη διάταξη, που μαρτυρούν τη γενικότερη καταστροφή που συντελέστηκε στο χώρο του ναυαγίου κατά τη βύθισή του, όσο και κατά τις μετέπειτα διεργασίες ναυαγιαιρεσίας. Η εικόνα της καταστροφής του πλοίου ήταν ιδιαίτερα έντονη, καθώς τμήματα των νομέων βρέθηκαν να έχουν παγιδευτεί κάτω από βράχια, ενδεικτικό και της σφοδρότητας του κυματισμού που προκαλούν στην περιοχή κυρίως οι νότιοι άνεμοι και οι οποίοι επηρεάζουν τον πυθμένα σε μεγάλο βάθος.
Στο χώρο της τομής εντοπίστηκε, όπως και κατά την προηγούμενη ανασκαφική περίοδο το 2019, σημαντικός αριθμός ξύλινων και μεταλλικών αντικειμένων που σχετίζονται κατά κύριο λόγο με τον εξαρτισμό του ενός εκ των δύο ιστών του πλοίου. Ξύλινοι διαμπερείς κύλινδροι που χρησίμευαν για την κύλιση της κεραίας του κεντρικού ιστίου στον ιστό, ξύλινοι κύλινδροι που απέτρεπαν την περιτύλιξη των σχοινιών, ξύλινες δέστρες για την πρόσδεση των σχοινιών, τροχαλίες διαφόρων μεγεθών, μονές ή διπλές, ορισμένες από τις οποίες σώζουν ακόμα τμήματα των σχοινιών πρόσδεσής τους (από το χώρο του ναυαγίου έχουν ανελκυστεί μέχρι σήμερα 35 τροχαλίες ακέραιες ή τμήματά τους, από τις 120 περίπου συνολικά που απαιτούνται για τον εξαρτισμό ενός πλοίου των διαστάσεων του Μέντορα). Γενικά, από τα αποτελέσματα της έρευνας επιβεβαιώνεται ότι ο χώρος που ανασκάφθηκε συμπίπτει με τη θέση του ενός εκ των δύο ιστών του πλοίου (ο Μέντωρ ήταν ένα δικάταρτο μπρίκι) και κατά πάσα πιθανότητα του πρυμναίου, αφού ορισμένα από τα ξύλινα εξαρτήματα συνδέονται με τον εξαρτισμό της κεραίας της πρύμνης του πλοίου. Ακόμα κατά τη φετινή έρευνα, δόθηκε η ευκαιρία να ανελκυστούν και να φωτογραφηθούν τρισδιάστατα δύο τμήματα νομέων του πλοίου. Οι νομείς αυτοί δεν ήταν στη θέση τους και είχαν μετακινηθεί κατά τη θραύση του πλοίου, μετά, δε, τη φωτογράφιση επανατοποθετήθηκαν στην τομή.
Ιδιαίτερα ενδιαφέροντα ήταν, επίσης, και τα άλλα κινητά ευρήματα που ανελκύστηκαν. Εντοπίστηκαν για πρώτη φορά τμήματα δερμάτων υποδημάτων, πόρπες υποδημάτων και ζωνών και άλλα μικροαντικείμενα, όπως ένα μικρό νόμισμα/μάρκα που χρησιμοποιούνταν κυρίως σε χαρτοπαίγνια. Είναι γνωστό από τις μαρτυρίες, τόσο του πληρώματος, όσο και των επιβαινόντων, ότι κατά τη διάρκεια του ατυχήματος απώλεσαν το σύνολο των προσωπικών τους αντικειμένων, συμπεριλαμβανομένων και των ενδυμάτων τους. Η μαρτυρία αυτή επιβεβαιώνεται από τα φετινά ευρήματα της ανασκαφής. Πέραν των ανωτέρων ανελκύστηκαν επίσης και διάφορα άλλα μικροαντικείμενα, όπως δύο πιόνια σκακιού (τα προηγούμενα χρόνια είχαν βρεθεί και άλλα έξι πιόνια σκακιού, πιθανώς από το ίδιο σύνολο), νομίσματα και θραύσματα μαγειρικών και άλλων σκευών.
Στην υποβρύχια έρευνα του 2020 συνολικά συμμετείχαν 18 άτομα διαφόρων ειδικοτήτων και επιστημονικών εξειδικεύσεων, όπως αρχαιολόγοι, θαλάσσιοι βιολόγοι, εκπαιδευτές καταδύσεων, τοπογράφοι/μηχανικοί, συντηρητές αρχαιοτήτων, τεχνικοί βυθού και συγκεκριμένα οι: Ανδρέας Σωτηρίου, Θεοτόκης Θεοδούλου, Σταυρούλα Βραχιονίδου, Αλέξανδρος Τούρτας, Πάνος Αθανασόπουλος, Κώστας Τοκμακίδης, Κίμων Παπαδημητρίου, Γιάννης Ίσσαρης, Βασίλης Τσιαΐρης, Ελπίδα Καραδήμου, Άρης Μιχαήλ, Χρύσα Φουσέκη, Ειρήνη Μάλλιου, Σπύρος Μουρέας, Άγγελος Μαγγλής, Αντώνης Μπουτάτης, Μανουήλ Κουρκουμέλης.