«Το ακριβές σημείο της μάχης; Τι να σας πω, κάπου εδώ γύρω». Ο Πέτρος, υπάλληλος του βενζινάδικου «Θερμοπύλες », δείχνει αόριστα, με το γεμάτο γράσα χέρι του, κάπου πίσω από ένα χαμηλό κτίσμα, όπου προσφέρονται φαγητά… διόλου ανάλογα της σπαρτιατικής διατροφής. Μάλλον θα του κάνουν συχνά την ίδια ερώτηση, ιδίως μετά την ταινία «300». «Εντάξει, σε όλους λέω τα ίδια:Δεν υπάρχει και τίποτε σπουδαίο για να δεις. Είναι μόνον το μνημείο του Λεωνίδα κι ο λόφος… Γι΄ αυτό φεύγουν απογοητευμένοι». Η αλήθεια είναι ότι η εμπειρία της επίσκεψης στις Θερμοπύλες, όπου το καλοκαίρι του 480 π.Χ. ένα μικρό στρατιωτικό σώμα από τη Σπάρτη κατέκτησε τη δόξα, με τους οπλίτες του να πέφτουν μέχρις ενός σε μια προσπάθεια να εμποδίσουν τους πέρσες εισβολείς να περάσουν από τα στενά και να κατευθυνθούν προς Νότον, μπορεί να αποδειχθεί απογοητευτική. Εκτός και αν διακατέχεται κανείς από επική διάθεση και διαθέτει πολλή φαντασία.
Το μέρος κατ΄ αρχάς έχει αλλάξει σε εκπληκτικό βαθμό από την αρχαιότητα. Δεν υπάρχει πλέον εκείνο το στενό πέρασμα ανάμεσα στη θάλασσα και στα βουνά το οποίο καθιστούσε τη θέση στρατηγικής σημασίας, επιτρέποντας στον βασιλιά των Σπαρτιατών Λεωνίδα και στο ένδοξο στράτευμά του με τις κόκκινες χλαμύδες να ανακόψουν τελικά την πορεία των ορδών του εχθρού, προκαλώντας το πρώτο- και θανατηφόρο- «μποτιλιάρισμα» στην Ιστορία. Τώρα, από τις υπώρειες του όρους Καλλίδρομο ως τα νερά του Μαλλιακού κόλπου εκτείνεται, σε βάθος μεγαλύτερο των πέντε χιλιομέτρων, μια μεγάλη πεδιάδα που δημιουργήθηκε από τις αποθέσεις των ποταμών στη διάρκεια αιώνων. Έτσι όπως είναι τώρα το σκηνικό, η όλη ιστορία της μάχης μοιάζει ακατανόητη. Επιπλέον το αρχαίο τοπίο διασχίζεται τώρα από την Εθνική οδό Αθηνών- Θεσσαλονίκης και ο θόρυβος των φορτηγών πνίγει τον μακρινό απόηχο από τα βήματα του στρατού του Μεγάλου Βασιλέως.
Η ταινία «300», παρά τις κακές κριτικές που δέχθηκε για την εχθρική προς τους Πέρσες οπτική της, που άγγιζε τον ρατσισμό και την ομοφοβία, αλλά και για τις παρεκτροπές της από την ιστορική πραγματικότητα όσον αφορά τους αρχαίους Έλληνες, ενίσχυσε το ενδιαφέρον για τις Θερμοπύλες. Έτσι όλο και περισσότεροι τουρίστες, ξένοι αλλά και Έλληνες (η ταινία γνώρισε αποθεωτική υποδοχή στις αίθουσες), σταματούν εδώ για μια γρήγορη επίσκεψη. Οι ελλείψεις όσον αφορά την πληροφόρηση αναμένεται μάλιστα να καλυφθούν σύντομα με τη δημιουργία ενός μικρού μουσείου το οποίο προβλέπεται να ανοίξει απέναντι από το μνημείο του Λεωνίδα, πίσω από τον λόφο Κολωνό (έχει σχεδόν ολοκληρωθεί).
Τη φυσική πύλη εισόδου προς την καρδιά της Ελλάδας δηλώνει σαφώς το δεύτερο συνθετικό της λέξης «Θερμοπύλες». Ταυτόχρονα όμως ο πληθυντικός αριθμός υποδεικνύει και την ύπαρξη τριών διαδοχικών σημείων, όπου βρίσκονταν ισάριθμα στενά περάσματα, κάνοντας την πρόσβαση δυσκολότερη. Ο Λεωνίδας λοιπόν αποφάσισε να υπερασπιστεί το δεύτερο πέρασμα-πύλη, το κεντρικό, που είχε πλάτος περίπου 20 μέτρων, εκμεταλλευόμενος και την ύπαρξη ενός παλαιού τείχους που είχαν κτίσει οι Φωκαείς και που ο ίδιος ενίσχυσε. Όσον αφορά εξάλλου το πρώτο συνθετικό της λέξης, «θερμό-», αυτό προκύπτει από τις πηγές θερμού νερού που υπήρχαν τότε και τώρα στην περιοχή.
Προχωρώντας από το βενζινάδικο προς το βουνό, κάτω από τον ανελέητο ήλιο (μήπως τους 300 που πολέμησαν μέσα στο κατακαλόκαιρο δεν τους σκότωσαν οι Πέρσες αλλά ο ήλιος;) φθάνουμε σε ένα δασάκι, όπου ένας μικρός καταρράκτης καταλήγει σε μικρή δεξαμενή χαρίζοντας μια ειδυλλιακή αίσθηση δροσιάς. Αντί για νύμφες, όμως, στο νερό βρίσκεται ένας Έλληνας με μικροσκοπικό μαγιό, ο οποίος ωστόσο δεν παύει να ιδρώνει. Το νερό, βλέπετε, είναι ζεστό! Αν βουτήξεις το χέρι σου μέσα, νιώθεις δυσάρεστα. Αλλά το χειρότερο είναι ότι αναδύει μια δυσοσμία από θειάφι που πνίγει τον τόπο, λες και πρόκειται για μίασμα που βγαίνει από τα έγκατα του Άδη. Δίπλα, στο μικρό ασβεστωμένο σπιτάκι από όπου μπαίνει κανείς στη δεξαμενή, ένας άνθρωπος καθισμένος στον ίσκιο κάνει αέρα.
– «Ναι, εδώ είναι οι Θερμοπύλες. Τι ακριβώς ψάχνετε;» – «Ξέρω εγώ; Τους Σπαρτιάτες, τη μάχη, την ανδρεία…» Ο φύλακας μουρμουρίζει κάτι στα ελληνικά- κατανοητή γίνεται μόνον η λέξη «μ… άκα»- και ο επισκέπτης ξεκινά να βρει την άκρη μόνος του. Ακολουθώντας την πορεία των θειούχων υδάτων, με το πανδαιμόνιο των τζιτζικιών να θυμίζει τη στρατιά του Ξέρξη ενόσω ακονίζει τα όπλα της, φθάνουμε στην πυκνόφυτη πλαγιά του βουνού, γεμάτη πουρνάρια, κυπαρίσσια και πεύκα. Το μέρος είναι απομονωμένο αλλά και πολύ δημοφιλές, κρίνοντας από τα σημάδια από ρόδες, τα κουτιά μπίρας και τα χαρτομάντιλα. Ισως είναι τοπική παράδοση να έρχονται εδώ ζευγαράκια για να παίξουν τους οπλίτες και τις εταίρες. Η συσκευασία ενός προφυλακτικού μάρκας «Τrojan» («Τρώες») αποδεικνύει ότι υπάρχουν άνθρωποι με αληθινά επική αντίληψη περί ζωής!
Σ την περιοχή των πηγών δεν υπάρχει τίποτε να δεις. Ούτε ίχνος από το τείχος των Φωκαέων, που μάλλον βρίσκεται πιο ανατολικά. Προχωρώντας προς τα εκεί φθάνουμε σε ένα πλατύ ξέφωτο με θάμνους, για το οποίο κάποιοι συμπαθητικοί τροχονόμοι (υπάρχει ένας σταθμός της Τροχαίας μέσα στα πεύκα, κοντά στο κτίριο των θερμών πηγών) αποφαίνονται, αφού το έχουν συζητήσει μεταξύ τους, ότι είναι το κύριο θέατρο της μάχης.
Οι αξιωματικοί σπεύδουν προς διάσωση του μοναχικού ταξιδιώτη ο οποίος, μιμούμενος τον κόμη Αλμασι (τον ήρωα της ταινίας «Ο άγγλος ασθενής») τριγυρίζει ώρες τώρα μέσα στη σκόνη διαβάζοντας Ηρόδοτο και κοιτάζοντας χάρτες, χωρίς καπέλο μέσα στο λιοπύρι. Οι αστυνομικοί τον συμβουλεύουν να φορέσει καπέλο, να πίνει πολλά υγρά και να πάρει έναν υπνάκο και αποχωρούν με τα όπλα στη ζώνη, ενώ ο επισκέπτης διαβάζει μεγαλόφωνα την ιλιγγιώδη περιγραφή του τεράστιου και γραφικού στρατού του Ξέρξη, ο οποίος, σύμφωνα με τον ιστορικό, άδειασε ολόκληρη την Ασία για να συγκεντρώσει «δύο εκατομμύρια τριακόσιες δέκα επτά χιλιάδες άνδρες, χώρια οι δούλοι».
Η αλήθεια είναι ότι το νούμερο είναι τεράστιο και σήμερα δεν γίνεται απολύτως αποδεκτό. Από την άλλη όμως είναι αδιαμφισβήτητο ότι ο Ξέρξης ήταν επικεφαλής ενός στρατού πέρα από κάθε όριο. Απέναντι σε αυτούς και «με στόχο να μην μπορέσουν οι βάρβαροι να μπουν στην Ελλάδα», ώστε να υπάρξει χρόνος για τη συγκέντρωση ενός μεγαλύτερου στρατού, ο Λεωνίδας παρέταξε τους 300 Σπαρτιάτες του (τον βασικό πυρήνα των δυνάμεών του) και επίσης τα άλλα ελληνικά στρατεύματα που ήταν υπό τις διαταγές του: Κάπου 5.000 οπλίτες.
Oι Σπαρτιάτες ήταν ασφαλώς η αφρόκρεμα των δυνάμεων που αντιπαρέταξε η Ελλάδα στον εισβολέα εκείνες τις κρίσιμες στιγμές. Εκπαιδευμένοι στρατιωτικά από τα πέντε τους χρόνια με μεθόδους που μπροστά τους οι πεζοναύτες θυμίζουν παιδική χαρά, το να πηγαίνουν στον πόλεμο ήταν σαν εκδρομή, συγκριτικά με την καθημερινή τους ζωή. Ασκημένοι με τρόπο βάναυσο στην πειθαρχία, σκληροί στο έπακρο, αληθινές φονικές μηχανές όταν έμπαιναν στη μάχη στοιχημένοι, με τις βαριές ασπίδες που είχαν ενίσχυση από χαλκό μπροστά τους και με ορθωμένες τις μακριές λόγχες τους (τα σπαθιά τους αντιθέτως ήταν κοντά, αλλά κανείς δεν τολμούσε να πει τίποτε για αυτό), παρουσίαζαν ένα τρομακτικό θέαμα. Έκαναν επίθεση υπό τον ανατριχιαστικό ήχο των αυλών και τους άρεσε να απαγγέλλουν πολεμική ποίηση του ποιητή Τυρταίου. Στη μάχη σώμα με σώμα έσπρωχναν μαζικά με τις ασπίδες (ο ωθισμός των οπλιτών) και κλάδευαν τον εχθρό σαν άλλοι Ηρακλείδες. Ηταν εν τέλει η πιο παράξενη επιλογή ως σύμβολα της ελευθερίας της Ελλάδας και του αγώνα για την επιβίωση της δημοκρατίας, από την άλλη όμως είχαν ένα αδιαμφισβήτητο προσόν: Ήταν γενναίοι. Ενώ περίμεναν την πρώτη επίθεση των Περσών, χτένιζαν τα μαλλιά τους. Και στις Θερμοπύλες ήταν η πιο μεγάλη τους ώρα.
Ύστερα από δύο ημερών άκαρπες μετωπικές επιθέσεις με τεράστιες απώλειες, οι Πέρσες με τη βοήθεια του απαραίτητου προδότη Εφιάλτη ανακάλυψαν ένα μονοπάτι στο βουνό (την ατραπό Ανωπαία), που τους επέτρεψε να περάσουν στα μετόπισθεν των Ελλήνων. Τότε ο Λεωνίδας, βλέποντας ότι είχαν όλα χαθεί, επέτρεψε στο υπόλοιπο στράτευμα να φύγει και πήρε την απόφαση να μείνουν αυτός και οι Σπαρτιάτες του για να πολεμήσουν μέχρι θανάτου. Ο Ηρόδοτος προσυπογράφει την εκδοχή ότι η τιμή εμπόδιζε τους Σπαρτιάτες να εγκαταλείψουν τη θέση την οποία είχαν πάει να υπερασπιστούν.
Η μάχη, στην οποία υπήρξαν κάποιοι πιο γενναίοι μεταξύ των γενναίων (όπως ο Διηνέκης που απάντησε ότι δεν τον πείραζε που τα περσικά βέλη έκρυβαν τον ήλιο γιατί έτσι θα πολεμούσαν στη σκιά), ανέδειξε και κάποιους δειλούς. Πιο γνωστός, ο Αριστόδημος, επέστρεψε στην πόλη του όπου τον φώναζαν «ο δειλός», πράγμα βαρύ, ειδικά αν ζούσες εκείνη την εποχή στη Σπάρτη. Ξέπλυνε την ντροπή του όμως στη μάχη των Πλαταιών (σήμερα μια άνυδρη, ξερή πεδιάδα γεμάτη γαϊδουράγκαθα) στην οποία, αντί να δείξει ξανά δειλία, όρμησε σαν τρελός εναντίον των Περσών οι οποίοι τον σκότωσαν προς μεγάλη ικανοποίηση όλων, πιθανώς και δική του.
Στο σημερινό πλάτωμα των Θερμοπυλών που διασχίζει η Εθνική οδός, στην αρχαιότητα υπήρχε θάλασσα. Στην απέναντι πλευρά του δρόμου βρίσκεται το μνημείο του 1955 σε μνήμη της μάχης, στο οποίο κυριαρχεί το γιγάντιο μπρούτζινο άγαλμα του Λεωνίδα σε μια αέναη γιγαντομαχία με τους φρικαλέους πυλώνες υψηλής τάσης πίσω του. Για να το πλησιάσουμε, πρέπει να διασχίσουμε τον αυτοκινητόδρομο με ταχύτητα ανέμου και με τεταμένη την προσοχή, αφού η κυκλοφορία των οχημάτων είναι έντονη και στα δύο ρεύματα. Φθάνουμε έτσι μπροστά στον τεράστιο Σπαρτιάτη με ταχυπαλμία, με αισθήματα δέους, αλλά και οργισμένοι από την τρομακτική ελληνική συνήθεια να οδηγούν και στην ακριανή λωρίδα.
Ο Λεωνίδας υπομένει στωικά την κάψα με το ακόντιό του να σημαδεύει το βουνό, ενώ τα μάτια του κρύβονται κάτω από την περικεφαλαία με το ψηλό λοφίο. Στο βάθρο βρίσκεται η λακωνική επιγραφή «Μολών Λαβέ», η θρυλική απάντηση που έδωσε στον απεσταλμένο του Ξέρξη ο οποίος του ζητούσε να παραδώσει τα όπλα (η ίδια σήμερα κοσμεί το έμβλημα του 1ου Σώματος Στρατού).
Τ ο καλύτερο σημείο για να θαυμάσει κανείς το κολοσσιαίο άγαλμα μέσα στο λιοπύρι είναι από κάτω προς τα επάνω, λόγω κάποιας σκιάς που δημιουργεί γύρω του, όμως οι τουρίστες σού ζητούν να φύγεις για να φωτογραφηθούν… Ενας ισπανός τουρίστας μάλιστα κάνει σαρκαστικά σχόλια σχετικά με την ανατομία του γυμνού Λεωνίδα. Ο μπρούτζος μοιάζει να τρέμει από την προσβολή, αλλά μάλλον φταίει το φορτηγό που περνάει. Στα αριστερά του μνημείου, το οποίο έχει στηθεί για τον βασιλιά και τους Σπαρτιάτες του, βρίσκεται ένα πολύ πιο διακριτικό, του 1997, αφιερωμένο στους Θεσπιείς, τους «δεύτερους» της μάχης των Θερμοπυλών. Σε μικρή απόσταση όμως ένα παγκάκι και μία βρυσούλα, βολικά τοποθετημένα και τα δυο κάτω από μια συκιά, μας βοηθούν να συνέλθουμε. Αλλά η δική μας «μάχη» συνεχίζεται. Πρέπει να συνεχίσουμε, να επιστρέψουμε στην άλλη πλευρά του αυτοκινητοδρόμου(!) και να ανεβούμε στο τελευταίο σημείο του δράματος των Θερμοπυλών: Στον μικρό λόφο που ονομάζεται Κολωνός.
Οι ανασκαφές του μεγάλου αρχαιολόγου Σπυρίδωνος Μαρινάτου στις Θερμοπύλες το 1939 επέτρεψαν την ταύτιση της θέσης της τελικής πτώσης των Σπαρτιατών με τον λόφο Κολωνό, όπου βρέθηκε μεγάλος αριθμός από αιχμές βελών. Αυτά τα βέλη επαλήθευσαν την αφήγηση του Ηρόδοτου- και τη μετέπειτα λαϊκή απεικόνιση- με τους τελευταίους οπλίτες να πολιορκούνται από παντού, πνιγμένοι σε μια βροχή από εκτοξευόμενα βέλη. Στην κορυφή αυτού του μικρού λόφου, δίπλα στη σύγχρονη πλάκα που βρίσκεται στο έδαφος, με το περίφημο επιτάφιο επίγραμμα του Σιμωνίδη του Κείου «Ω ξειν αγγέλειν Λακεδαιμονίοις ότι τήδε κείμεθα τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι», το βάρος των έντονων συναισθημάτων που γεννούν οι Θερμοπύλες συμπυκνώνεται και ξεχύνεται τελικά, κατακλύζοντας τον επισκέπτη.
Μπορεί να φταίει η ζέστη, η κούραση ή ο πολύς Ηρόδοτος, όμως οι εικόνες της μάχης, το πανδαιμόνιο, η μυρωδιά των ιδρωμένων σωμάτων, του φόβου και του αίματος μοιάζουν να αναβλύζουν από τις φλογισμένες πέτρες, ακόμη και από το χώμα. Και ανακαλύπτουμε ότι ακόμη βρίσκονται εδώ εκείνοι οι σπαρτιάτες οπλίτες, περιβεβλημένοι με «θάρρος που το όπλιζε η οργή», να υπομένουν, ενώ κοιτάζουν καταπρόσωπο τον θάνατο. Σφίγγουν στα δόντια τους το πείσμα σαν ξινό φρούτο, όπως θα έλεγε και ο Γιάννης Ρίτσος. Αιώνιοι, ακαταμάχητοι ακόμη και στην ήττα, γραπωμένοι σε αυτό το κομμάτι της Ιστορίας, σε αυτό το ασήμαντο κομμάτι Ελλάδας, το οποίο λαμπρύνει η ανδρεία, σπαρμένη σε κάθε του γωνιά.
Πηγή: Το Βήμα, Jacinto Αntόn, 14/8/09