Περί τα πέντε χρόνια θα απαιτηθούν προκειμένου να ολοκληρωθεί η ράβδωση κιόνων στον πρόναο του Παρθενώνα στα σημεία όπου προστέθηκε νέο μάρμαρο. Αν όμως το ίδιο έργο γινόταν το 2006, όπως είχε εγκριθεί αρχικώς από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο, ο χρόνος θα ήταν μόνο έξι μήνες! Διότι τότε ο γερανός αποσυναρμολόγησης ήταν τοποθετημένος μέσα στο μνημείο, κάτι που θα διευκόλυνε την εργασία στους κίονες, η ράβδωση των οποίων θα γινόταν με μηχανικό τρόπο. Ενώ τώρα ο γερανός έχει μετακινηθεί στη δυτική πλευρά του ναού, όπου εκτελούνται άλλες επείγουσες εργασίες, άρα η αποσυναρμολόγηση απορρίπεται και η λάξευση θα γίνει επί τόπου με το χέρι.
Αυτά τα απίστευτα ακούστηκαν προχθές στο Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο όπου συζητήθηκε το θέμα. Αλλά δεν ήταν τα μόνα: εκτός από χρόνο χρειάζεται και χρήμα, καθώς τα κονδύλια που είχαν υπολογισθεί από το Γ΄ ΚΠΣ χάθηκαν διότι το έργο δεν υλοποιήθηκε εντός του προγραμματισμένου χρονικού διαστήματος. Τώρα λοιπόν χρειάζονται αφενός τα χέρια έμπειρων μαρμαροτεχνιτών, οι οποίοι, σημειωτέον, είναι ελάχιστοι και απασχολημένοι σε άλλα προγράμματα αναστήλωσης των μνημείων της Ακρόπολης, αφετέρου η ένταξη του έργου στο ΕΣΠΑ έτσι ώστε να υπάρξει χρηματοδότηση.
Τι συνέβη λοιπόν; Στον πρόναο, όπου έγινε πλήρης αναστήλωση δύο κιόνων και μερική τριών, είχε αποφασισθεί αρχικώς να παραμείνουν αλάξευτα τα συμπληρώματα από νέο μάρμαρο ώστε να διαχωρίζονται από τα αυθεντικά. Ωστόσο, με την ολοκλήρωση του έργου, το 2004, φάνηκε έντονα η αισθητική δυσαρμονία από την έλλειψη ραβδώσεων, οπότε και αποφασίστηκε η λάξευσή τους.
«Πρόκειται για την τελευταία πράξη ενός προγράμματος που είχε εκπονηθεί πριν από 20 χρόνια» είπε χαρακτηριστικά μιλώντας στο Συμβούλιο ο καθηγητής κ. Χαράλαμπος Μπούρας, πρόεδρος της Επιτροπής Συντήρησης Μνημείων Ακροπόλεως. Γιατί όμως δεν έγινε το έργο το 2006; Γιατί επιστράφηκε με αναπομπή στο ΚΑΣ από τον τότε υπουργό Πολιτισμού κ. Βουλγαράκη. Και γιατί στη συνέχεια ουδέποτε έφθασε προς νέα συζητήση στο Συμβούλιο. Αγνωσται αι βουλαί των υπηρεσιών του υπουργείου, θα έλεγε κανείς.
Πηγή: Το Βήμα, Μ. Θερμού, 23/7/09