Ολοκληρώθηκε η έβδομη ανασκαφική περίοδος στον Άγιο Σωζόμενο, που διήρκεσε από τις 2 Σεπτεμβρίου μέχρι 4 Οκτωβρίου 2019, κάτω από τη διεύθυνση της δρος Δ. Πηλείδου, Εφόρου Αρχαιοτήτων. Σύμφωνα με την ανακοίνωση του Τμήματος Αρχαιοτήτων Κύπρου, η ανασκαφή είχε ως στόχο τη διερεύνηση της κάτοψης του οχυρού στη θέση Νικολήδες και του συμπλέγματος κτηρίων στη θέση Τζίρπουλος. Η ανασκαφή εναλασσόταν στους δύο χώρους σύμφωνα με το πρόγραμμα βολών της Εθνικής Φρουράς.
Φέτος οι εργασίες επικεντρώθηκαν στο σημείο πρόσβασης προς τον πύργο, που αποτελείτο από την κλίμακα από πελεκητές πέτρες και την προσκείμενη ράμπα, επίσης από πελεκητές πέτρες διαφόρων μεγεθών (περίπου 1×0,50 μ.), με στόχο να προσδιοριστεί η επέκταση προς τα νότια. Παρόλο που μόνο μερικά σκαλοπάτια έχουν διατηρηθεί στη θέση τους όπως και η πέτρινη κτιστή βάση που τα στήριζε, η κλίμακα μάλλον θα οδηγούσε μέχρι το ψηλότερο σημείο του πύργου. Στην ανατολική πλευρά βρέθηκε το γύψινο δάπεδο πάνω από τον φυσικό βράχο. Ένα αυλάκι με επιχρισμένες πλευρές διαπερνούσε το δάπεδο με κατεύθυνση από ανατολή προς δύση (προς την πλαγιά). Σε δύο σημεία, το αυλάκι ήταν γεφυρωμένο με επίπεδους λίθους. Δύο ακόμα παράλληλα αυλάκια εντοπίστηκαν στα βόρεια και νότια του πρώτου, τα οποία ωστόσο δεν έχουν διατηρηθεί δυστυχώς σε καλή κατάσταση. Και αυτά φαίνεται να γεφυρώθηκαν σε μερικά σημεία με πέτρες ή με κονίαμα και πιθανόν να λειτουργούσαν ως μικροί οχετοί για τα όμβρια. Στη δυτική πλευρά της ανασκαφής δίπλα από το πρώτο αυλάκι, υπήρχε διαμόρφωση στο βράχο, ορθογώνιας περίπου κάτοψης, με έναν τετραγωνισμένο επίπεδο λίθο τοποθετημένο στο κέντρο (0,42×0,40×0,18 μ.). Στα νότια αυτής της διαμόρφωσης υπήρχε εστία από πηλό και σημάδια καύσης. Τα μόνα ευρήματα από το χώρο ήταν μερικά όστρακα Λευκής Ακόσμητης κεραμικής με εναποθέσεις ερυθρού χρώματος στο εσωτερικό τους.
Όπως είχε διαπιστωθεί κατά την προηγούμενη ανασκαφική περίοδο, το οχυρό είχε διαμορφωθεί με την προσθήκη του ισχυρού πύργου ο οποίος εφαπτόταν στο αμυντικό τείχος. Το παλαιότερο τείχος ήταν κατασκευασμένο με στρώσεις από μικρού μεγέθους ακατέργαστες πέτρες τοποθετημένες σε σειρές, που εναλλάσονταν με σειρές από μικρές ορθογώνιες πελεκημένες πέτρες. Το τείχος που κτίστηκε για να στηρίζει τον πύργο, στη δεύτερη φάση, ήταν από ογκώδεις πέτρες και το εξωτερικό ήταν επενδυμένο με μεγάλες πελεκητές ορθογώνιες πέτρες. Η έρευνα επικεντρώθηκε στο σημείο όπου τα δύο, το παλιό και το νεότερο, θα τέμνονταν με κάποιον τρόπο, αφού δεν ήταν σε ευθεία γραμμή. Δυστυχώς η περιοχή αυτή διαταράχθηκε σε μεγάλο βαθμό από κατασκευαστικές εργασίες εκσκαφέα με αποτέλεσμα να χαθεί για πάντα η ευκαιρία να μάθουμε πώς έγινε η σύνδεση των δύο φάσεων του οχυρού. Όπως και στις προηγούμενες ανασκαφικές περιόδους στο οχυρό, η παντελής έλλειψη αντικειμένων και η λιγοστή κεραμική που αποτελείται από πολύ μικρά όστρακα κυρίως μικρών αγγείων είναι χαρακτηριστική και χρήζει ερμηνείας. Μετά τις βροχές του χειμώνα βρέθηκε, ωστόσο, μια ορειχάλκινη αιχμή βέλους, σε σημείο εκτός των ορυγμάτων ανασκαφής.
Παρ’ όλες τις μεγάλες καταστροφές που επιτελέσθησαν από σύγχρονες ενέργειες και την απουσία ευρημάτων, η αρχιτεκτονική και το σχέδιο του οχυρού δεν παύουν να είναι εντυπωσιακά. Είναι φανερό ότι ο στόχος δεν ήταν μόνο η άμυνα, η οποία προφανώς είχε μεγάλη σημασία, αλλά και η μνημειακή του υπόσταση. Επομένως οπωσδήποτε θα είχε αντίκτυπο στις τοπικές κοινωνίες ως ένα ισχυρότατο ορατό οχυρό. Επιπλέον η κάτοψη, η κατασκευή και η προσθήκη του πύργου υποδεικνύουν σημαντικές γνώσεις της πολεμικής/αμυντικής τακτικής και αρχιτεκτονικής, που δεν γνωρίζουμε κατά πόσον ήταν προϊόν τοπικού σχεδιασμού και εκτέλεσης ή αν ακολουθούσε πρότυπα από περιοχές εκτός Κύπρου, με παράδοση στον τομέα. Σημαντικό ερώτημα που προκύπτει είναι ποιος ήταν ο επικείμενος κίνδυνος ή εχθρός, από τον οποίο έπρεπε να προστατευθούν. Η συνέχιση της έρευνας και η μελέτη των ευρημάτων, σε συνάρτηση με αυτή του οχυρού στο γειτονικό Barsak αλλά και των θέσεων Αμπέλια και Τζίρπουλος πιθανόν να διαφωτίσει τα ερωτήματα αυτά και να εμπλουτίσει τις γνώσεις μας για τον κοινωνικό και πολιτικό ιστό των κοινωνιών της Ύστερης Εποχής του Χαλκού.
Κατά τις ημέρες που δεν ήταν δυνατό να διεξαχθούν ανασκαφές στο οχυρό (Νικολήδες) λόγω των ασκήσεων της Εθνικής Φρουράς, συνεχίστηκαν οι ανασκαφές στο κτηριακό σύμπλεγμα στη θέση Τζίρπουλος. Στόχος ήταν η συμπλήρωση του κτηριακού συμπλέγματος που βρέθηκε το 2016, δηλαδή της ΒΔ πλευράς με την ΝΑ, ούτως ώστε να διαπιστωθεί αν πρόκειται για ενιαίο σύμπλεγμα ή ξεχωριστά παρόμοια κτήρια. Ένας νέος τοίχος (802) παράλληλος του 403 βρέθηκε στη ΒΔ πλευρά σχηματίζοντας ένα στενό δωμάτιο ή διάδρομο, πολύ χαρακτηριστικό του αρχιτεκτονικού ιστού. Στο εσωτερικό βρέθηκαν πήλινη λεκάνη, πίθος, αποθηκευτικό αγγείο και κάρβουνα. Ανευρέθηκε επίσης η συνέχεια του τοίχου 403, ο οποίος ουσιαστικά συνεχίζει με τον 401 και ενώνεται σε γωνία με τον 400, δημιουργώντας ακόμα ένα δωμάτιο. Ο τοίχος 403 διακόπτεται από το μεσαιωνικό αυλάκι που βρέθηκε ήδη το 2016, το οποίο διασχίζει το χώρο από ΒΔ σε ΝΑ. Το αυλάκι, επενδυμένο με γύψο, διακόπτεται από λίθινη πέτρα που τοποθετήθηκε όρθια στην ανατολική πλευρά του. Από κάτω, εκεί όπου η γύψινη βάση του αυλακιού δεν διατηρήθηκε, διαφάνηκαν τα ίχνη του αρχαίου τοίχου (403), ενώ το ίδιο κανάλι προκάλεσε και την καταστροφή μέρους του τοίχου 802. Στα νότια του μεσαιωνικού καναλιού διατηρήθηκε μέρος του δαπέδου από γύψινο κονίαμα με ένα πέτρινο τριβείο στη θέση του, όπως και μια πέτρινη σφαίρα σφενδόνης. Στη βόρεια πλευρά βρέθηκε εστία κυκλικού σχήματος από πηλό, γύρω από την οποία βρέθηκε μαγειρική κεραμική με σημάδια καύσης, μια αναποδογυρισμένη λεκάνη και πολλά θραύσματα πίθων, στάχτες, κάρβουνα και ένα λίθινο τριβείο. Μια μικρή χάλκινη χάντρα επικαλυμμένη με ασήμι βρέθηκε στο χώμα που περιμαζεύτηκε από την εστία για το νεροκόσκινο.
Ένας μακρύς τοίχος (811), που αποτελεί τη συνέχεια του τοίχου 203, ενώνει το κτήριο που βρέθηκε στις προηγούμενες ανασκαφικές περιόδους με αυτά της φετινής, δηλαδή τη ΒΔ πλευρά του κτηρίου. Το δάπεδο από πατημένο χώμα στα βόρεια του τοίχου 811 με σημεία καύσης, κάρβουνο, ένα θραύσμα λύχνου και σκουριά μαρτυρούν την εργαστηριακή και οικιακή χρήση του κτηρίου. Στη νότια πλευρά του ίδιου τοίχου βρέθηκαν θραύσματα αποθηκευτικών αγγείων και πίθων με ανάγλυφες κυματιστές ταινίες, μαγειρικά αγγεία και λεκάνες πάνω στο δάπεδο, όπως και ένα κυκλικό πήλινο αντικείμενο, ίσως μέρος τροχού κεραμικής.
Οι τοίχοι 803 και 804 είναι παράλληλοι και επαναλαμβάνουν το αρχιτεκτονικό σχέδιο του υπόλοιπου κτηρίου που βρέθηκε το 2016 με μακριά στενά δωμάτια ή διαδρόμους. Στα ψηλότερα στρώματα, κάτω από εναποθέσεις διάβρωσης από αργιλώδες χώμα, στρώμα από χώμα και κονίαμα αντιπροσωπεύει χαλάσματα της οροφής και των τοίχων. Από κάτω, βρέθηκε στρώμα από πέτρες χωρίς συνοχή που αντιπροσωπεύει το κάτω μέρος των τοίχων και στη συνέχεια το δάπεδο από κονίαμα, το οποίο συνεχίζει προς το πέτρινο κανάλι που βρέθηκε το 2016. Το δάπεδο από κονίαμα ανήκει στην πρώιμη φάση, όπως υποδεικνύει ο τοίχος 803 που είναι κτισμένος από πάνω. Εντός της περιοχής μεταξύ των τοίχων 803 και 804, βρέθηκαν δύο νέοι τοίχοι (814, 815) που πρέπει επίσης να ανήκουν στην πρώιμη φάση. Στα νότια αυτών των ευρημάτων, περισυλλέχθηκαν λίθινα τριβεία, θραύσματα πίθων, μαγειρικών σκευών, κάρβουνο και σημάδια καύσης. Μερικά όστρακα Λευκόχριστης κεραμικής Ι και όστρακα Μυκηναϊκής κεραμικής βρέθηκαν πάνω από το δάπεδο. Μια μικρή κοιλότητα στο δάπεδο περιείχε ώχρα, μικρά οστά ζώου και θραύσματα Λευκόχριστης κεραμικής. Στη βόρεια πλευρά του τοίχου 804 βρέθηκε άλλο δάπεδο με άψητους πηλούς και άψητα θραύσματα αγγείων, επιβεβαιώνοντας την εργαστηριακή και οικιακή χρήση των κτηρίων και στη δεύτερη φάση, όπως διαπιστώθηκε και το 2016.
Οι ανασκαφείς ελπίζουν ότι η συνέχιση της έρευνας θα συμπληρώσει το αρχιτεκτονικό σχέδιο και θα τεκμηριώσει κατά πόσον το σχέδιο της νεότερης φάσης ακολουθεί το ίδιο σχέδιο με την παλιότερη, όπως διαπιστώθηκε στη ΝΑ πλευρά και κατά πόσον τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα που βρέθηκαν φέτος στη ΒΔ πλευρά ανήκουν στο ίδιο ή σε ξεχωριστό σύμπλεγμα με παρόμοια κάτοψη.