Οι Κεγχρεές, σύμφωνα με τον περιηγητή Παυσανία (2ος αι. μ.Χ.), πήραν το όνομά τους από τον μυθολογικό Κεγχρία, γιο του Ποσειδώνα και της κόρης του Αχελώου Πειρήνης. Ωστόσο, η πραγματική προέλευση της ονομασίας χάνεται στα βάθη της προϊστορίας, χωρίς να αποκλείεται κάποια σχέση με τον μυθικό βασιλιά της γειτονικής Σαλαμίνας Κεγχρέα.
Μετά το Λέχαιο στον Κορινθιακό, οι Κεγχρεές αποτελούσαν το δεύτερο σημαντικότερο λιμάνι της «αμφιθαλάσσου» Κορίνθου στον Σαρωνικό κόλπο. Λίγα είναι γνωστά για τη χρήση του λιμανιού κατά τα αρχαϊκά και κλασικά χρόνια, όταν η Κόρινθος χρησιμοποιούσε στον Σαρωνικό και τον όρμο του Σχοινούντα, όπου απέληγε ο Δίολκος. Άλλωστε, η ναυτική υπερδύναμη των Αθηνών ελάχιστα επέτρεπε τη δραστηριοποίηση της ανταγωνίστριας Κορίνθου στις ανατολικές θάλασσες.
Οι Κεγχρεές φαίνεται να ακμάζουν κατά τα ελληνιστικά και ιδιαίτερα κατά τα ρωμαϊκά και υστερορωμαϊκά χρόνια (1ος-6ος αι. μ.Χ.), προστατευόμενες πίσω από τα δύο μεγάλα οχυρωματικά έργα του Ισθμού, γνωστά και ως διίσθμια τείχη, το ελληνιστικό (3ος αι. π.Χ.) και αργότερα το Εξαμίλιο (4ος αι. μ.Χ.). Τα χρόνια αυτά εξελίσσονται σε ένα από τα σημαντικότερα λιμενικά κέντρα της νοτιοανατολικής Ευρώπης και πλαισιώνονται από έναν εύρωστο οικισμό. Ο διάσημος γεωγράφος Στράβων (1ος αι. μ.Χ.) αναφέρει τις Κεγχρεές ως «κώμη και λιμένα», όπου κατέπλεαν όσοι ταξίδευαν από τη Μικρά Ασία, την Κύπρο, τη Συρία, την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο. Κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο η ημισεληνοειδής ακτή περικλειόταν από δύο μεγάλων διαστάσεων τεχνητούς μόλους ή κυματοθραύστες, που δημιουργούσαν ένα ασφαλές καταφύγιο για τα ελλιμενιζόμενα πλοία.
Σημαντική ιστορική προσωπικότητα της οποίας το όνομα συνδέθηκε με τις Κεγχρεές είναι ο απόστολος Παύλος, που, αφού σύστησε μια πρώτη χριστιανική κοινότητα στην περιοχή, απέστειλε την «Προς Ρωμαίους Επιστολή» στη Ρώμη με τη διάκονο των Κεγχρεών, Φοίβη. Από αυτό το λιμάνι εξέπλευσε για την Έφεσο το 51 μ.Χ., μετά τη διδασκαλία του Ευαγγελίου στους Κορίνθιους.
Οι Κεγχρεές επιβίωσαν από τους μεγάλους σεισμούς της Ύστερης Αρχαιότητας αλλά οι καθιζήσεις του υπεδάφους προκάλεσαν την καταβύθιση, σε βάθος μέχρι και 2 μέτρων, των κτισμάτων που βρίσκονταν κατά μήκος της παραλίας και σταδιακά επέφεραν την παρακμή του λιμανιού. Ο οικισμός συνέχισε να υπάρχει ακμαίος μέχρι και τον 7ο αιώνα μ.Χ. Στη συνέχεια κι αυτός παρακμάζει, ενώ μια σύντομη αναλαμπή του παρατηρείται κατά τα μεσοβυζαντινά χρόνια.
Οι ανασκαφές που διεξήχθησαν μεταξύ των ετών 1962-1969 από την Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών αποκάλυψαν πυκνή δόμηση στις βάσεις των δύο μόλων. Στον νότιο μόλο ανασκάφηκαν αποθηκευτικοί χώροι, μια παλαιοχριστιανική βασιλική και ένα νυμφαίο με σιντριβάνι που αρχικά θεωρήθηκε από τους ανασκαφείς ιερό της Ίσιδας. Στον βόρειο μόλο ανασκάφηκε μεγάλο επίσημο κτίριο με πολλά δωμάτια και ψηφιδωτά δάπεδα, που αποτελεί σύμφωνα με σύγχρονους ερευνητές μάλλον πολυτελή παραθαλάσσια βίλα κι όχι ιερό της Αφροδίτης, όπως ήταν η αρχική ερμηνεία.
Εκτός από τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, η έρευνα στον χώρο του λιμανιού των Κεγχρεών αποκάλυψε πολλά και πλούσια ευρήματα. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν τα μοναδικά «Υαλοθετήματα» που αποτελούν μία μορφή εντοίχιων γυάλινων μωσαϊκών του 4ου αιώνα μ.Χ. Οι γυάλινοι πίνακες των Κεγχρεών διασώθηκαν καθώς βρέθηκαν συσκευασμένοι σε ξύλινα κιβώτια, σε βάθος ενός μέτρου κάτω από τη θάλασσα, όπου κατέληξαν ύστερα από τον σεισμό του 375 μ.Χ. ενώ προορίζονταν να κοσμήσουν κάποιο σημαντικό δημόσιο ή ιδιωτικό κτίριο της περιοχής. Σήμερα μέρος τους εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ισθμίας.
Βασίλειος Θεοφ. Τασίνος
Αρχαιολόγος, Εφορεία Αρχαιοτήτων Κορινθίας
Με τη συνεργασία: ΥΠΠΟΑ-ΕΦΑΚΟΡ και ΟΔΑΠ