Το Κάστρο του Ακροκορίνθου είναι κτισμένο στην κορυφή του ομώνυμου λόφου, ύψους 575 μέτρων, πλησίον του οικισμού της Αρχαίας Κορίνθου. Η εξαιρετική γεωγραφική θέση του λόφου, που εξασφαλίζει εποπτεία σημαντικού τμήματος της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδας, αλλά και του Κορινθιακού και του Σαρωνικού Κόλπου, η γεωμορφολογία του, μιας και πρόκειται για φυσικά οχυρή θέση, με απότομες κλιτύς και ευρεία πλατώματα στην κορυφή, όπως και η επάρκεια σε πόσιμο νερό, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο για την ανέγερση κάστρου στην κορυφή, ως καταφυγίου των κατοίκων της Κορίνθου από επιδρομείς.
Το επιβλητικό, για αιώνες απροσπέλαστο, κάστρο, μεγαλύτερο σε έκταση από όλα τα κάστρα της Πελοποννήσου, διαθέτει τείχη συνολικού μήκους 3.000 μέτρων, ενισχυμένα σημειακά με προτειχίσματα και πύργους, ενώ στο δυτικό τμήμα του, στο πλέον ομαλό και ευπρόσβλητο από επίδοξους κατακτητές τμήμα του λόφου, διαμορφώνονται τάφρος και τρεις γραμμές οχύρωσης με ισάριθμες εντυπωσιακές πύλες. Η παλαιότερη βεβαιωμένη οικοδομική φάση στα τείχη ανάγεται στους αρχαϊκούς χρόνους, όταν την Κόρινθο κυβερνούσαν ο τύραννος Κύψελος και οι απόγονοί του (657-583 π.Χ.). Ωστόσο, εκτεταμένες επεμβάσεις για την ενίσχυση και την επέκταση των τειχών πραγματοποιήθηκαν κυρίως κατά τους βυζαντινούς χρόνους, την Τουρκοκρατία και την περίοδο της κυριαρχίας των Ενετών στην περιοχή (1687-1715).
Τη διαχρονική χρήση του Ακροκορίνθου, τουλάχιστον από τους αρχαίους χρόνους έως και την Ελληνική Επανάσταση του 1821, μαρτυρά το πλήθος των κτισμάτων εντός των τειχών του: ένα αρχαίο Ιερό αφιερωμένο στην Αφροδίτη, που έδωσε τη θέση του σε παλαιοχριστιανική βασιλική, χριστιανικοί ναοί και μουσουλμανικά τεμένη, κρήνες, πηγάδια και κινστέρνες για τη συλλογή ομβρίων υδάτων, λουτρά, ένας ενετικός στρατώνας και πολλά ακόμη διάσπαρτα οικιστικά κατάλοιπα.
Μ. Αγρέβη
Αρχαιολόγος, Προϊσταμένη Τμήματος Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Αρχαιοτήτων Εφορείας Αρχαιοτήτων Κορινθίας
Με τη συνεργασία: ΥΠΠΟΑ-ΕΦΑΚΟΡ και ΟΔΑΠ