Στις παρυφές του άλσους Χαϊδαρίου, αριστερά της Ιεράς Οδού, που εξακολουθεί από την αρχαιότητα να οδηγεί από την Αθήνα στην Ελευσίνα, και στη θέση πιθανότατα του αρχαίου ιερού του Δαφναίου ή Δαφνίου Απόλλωνα, βρίσκεται το οχυρωμένο μοναστήρι του Δαφνιού.
Το μοναστήρι προστατεύεται από ιδιαίτερα εντυπωσιακό, οχυρωμένο με πύργους και επάλξεις τετράγωνο περίβολο, με δύο πύλες εισόδου, στην ανατολική και τη δυτική πλευρά. Η αρχική του φάση χρονολογείται στους βυζαντινούς χρόνους, αλλά σήμερα μόνο το βόρειο τείχος θυμίζει τη μορφή που είχε το αρχικό τετράγωνο οχυρό. Οι τέσσερις πλευρές, με μήκος περί τα 98 μέτρα η κάθε μία και με πάχος λίγο μεγαλύτερο από ένα μέτρο, ενισχύονται εσωτερικά με τυφλή τοξοστοιχία, πάνω στην οποία διαμορφώνεται ο περίδρομος που περιέτρεχε τα τείχη και τις επάλξεις. Τρεις τετράγωνοι πύργοι ενίσχυαν το βόρειο τείχος και ένας ακόμη τη δυτική πύλη που σήμερα διατηρείται ερειπωμένη. Η ανατολική πύλη ενισχυόταν με εσωτερικό πύργο, τμήμα του οποίου σώζεται κάτω από τη μεταβυζαντινή πύλη, από την οποία εισέρχεται σήμερα ο επισκέπτης στον αρχαιολογικό χώρο.
Παράλληλα προς τις τέσσερις πλευρές του οχυρού περιβόλου, αλλά σε μικρή απόσταση από αυτές, διατηρούνται τα ερείπια κτισμάτων, ίσως των αρχικών κελιών.
Στο εσωτερικό του οχυρού δεσπόζει το Καθολικό (ο ναός της Μονής). Βόρεια του Καθολικού διατηρούνται τα ερείπια της βυζαντινής Τράπεζας (τραπεζαρίας). Στη νότια πλευρά του Καθολικού είχε διαμορφωθεί τετράγωνος αύλειος χώρος με τοξοστοιχίες, πτέρυγες κελιών και βοηθητικά κτίσματα που ανακαινίστηκαν ή ανοικοδομήθηκαν αρκετές φορές μέσα στα χίλια χρόνια ύπαρξης του μνημείου, όπως έδειξαν παλαιότερες και πρόσφατες ανασκαφικές έρευνες. Πίσω και κάτω από τη δυτική πτέρυγα των κελιών διατηρείται η βυζαντινή κινστέρνα και ερείπια του βυζαντινού λουτρώνα.
Το Καθολικό της Μονής, αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου, χρονολογείται στον 11ο αιώνα και ανήκει στον οκταγωνικό τύπο ‒ τύπος που υιοθετείται στους μεσοβυζαντινούς χρόνους από σειρά σπουδαίων μνημείων, όπως τα Καθολικά της Μονής Οσίου Λουκά, στο Στείρι Βοιωτίας, και της Νέας Μονής Χίου. Δεν έχει διευκρινιστεί ακόμη εάν ο τύπος αυτός δημιουργήθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Κύριο χαρακτηριστικό του είναι οι μεγάλες διαστάσεις του τρούλου και ο τρόπος στήριξής του σε οκτώ πεσσούς, που διατάσσονται συμμετρικά στις πλευρές του ευρύχωρου, τετράγωνης κάτοψης κεντρικού χώρου, ώστε να σχηματίζουν σε κάτοψη νοητό οκτάγωνο. Παρεκκλήσια καταλαμβάνουν τους γωνιακούς χώρους του κτηρίου.
Η εξαιρετικά φροντισμένη κατασκευή του Καθολικού με δόμους περίκλειστους από σειρά πλίνθων, η πλούσια κεραμοπλαστική διακόσμηση γύρω από τα παράθυρα και ο πολυτελής διάκοσμος στο εσωτερικό, με τα μοναδικής τέχνης επιτοίχια ψηφιδωτά, τις ορθομαρμαρώσεις και τον μαρμάρινο διάκοσμο, του οποίου ελάχιστα δείγματα μόνο σώζονται, συνδέουν την ίδρυση του μνημείου με κύκλους της αυτοκρατορικής αυλής. Ο ψηφιδωτός διάκοσμος που καλύπτει τις ψηλότερες επιφάνειες αποτυπώνει εικαστικά το δόγμα της εκκλησίας. Ακολουθείται το καθιερωμένο εικονογραφικό πρόγραμμα των μεσοβυζαντινών ναών με τον Παντοκράτορα στον τρούλο, πλαισιωμένο από προφήτες, την Παναγία στην κόγχη του Ιερού με τη συνοδεία αρχαγγέλων, παραστάσεις του Ευαγγελισμού, της Γέννησης, της Βάπτισης και της Μεταμόρφωσης στα τέσσερα ημιχώνια κάτω από τον τρούλο, σκηνές από τη ζωή του Χριστού και της Παναγίας, αγίους και ιεράρχες. Οι μορφές, με άριστες αναλογίες και συγκρατημένες κινήσεις, καθώς προβάλλονται επάνω σε χρυσό βάθος, μοιάζουν ανάγλυφες και θυμίζουν κλασικά και ελληνιστικά πρότυπα. Η έκφραση στα πρόσωπα των αγίων χαρακτηρίζεται από υψηλό ήθος και ευγένεια, ενώ η απόδοση ιδιαίτερων χαρακτηριστικών γίνεται με σπάνια δεξιοτεχνία. Ο Παντοκράτορας στον τρούλο, η μεγαλύτερη σε μέγεθος και κλίμακα παράσταση της Μονής Δαφνίου, επιβάλλεται στον κεντρικό χώρο του ναού με την ιδιαίτερη αυστηρότητα αλλά και γλυκύτητα της έκφρασης.
Μετά την καταστροφή των ορθομαρμαρώσεων, ο διάκοσμος στα κατώτερα τμήματα του κυρίως ναού συμπληρώθηκε με τοιχογραφημένες παραστάσεις, πιθανότατα του 17ου αιώνα, οι οποίες σώζονται αποσπασματικά και απεικονίζουν τη Δέηση, τη Θυσία του Αβραάμ, ολόσωμους αγίους, ιεράρχες και διακοσμητικά θέματα.
Σύγχρονος με το ναό είναι ο νάρθηκας στη δυτική πλευρά, ενώ λίγο αργότερα προστέθηκε εξωνάρθηκας ή προστώο με όροφο, που κάλυπτε επίσης το νάρθηκα και μέρος του κυρίως ναού. Η πρόσβαση στον όροφο γίνεται μέσω πυργοειδούς κλιμακοστασίου, στη ΒΔ γωνία του Καθολικού. Κατά τη διάρκεια της Φραγκοκρατίας, μετά από σοβαρές βλάβες που προκάλεσε σεισμός, οι Κιστερκιανοί μοναχοί, στους οποίους είχε παραχωρηθεί η Μονή από το δούκα των Αθηνών, Όθωνα ντε λα Ρος, έκαναν εκτεταμένες ανακατασκευές στον εξωνάρθηκα, ο οποίος τότε απέκτησε τη σημερινή του μορφή, με τα οξυκόρυφα τόξα στην πρόσοψη και τις επάλξεις στον όροφο.
Μετά την κατάληψη της Αθήνας από τους Τούρκους, το 1458, το μοναστηριακό συγκρότημα αποδόθηκε και πάλι στους ορθοδόξους μοναχούς, οι οποίοι οικοδόμησαν στον μικρό περίβολο διώροφα κτήρια με κελιά και τραπεζαρία, αποθήκες και περιμετρική στοά. Δυτικά του εξωνάρθηκα προσκολλήθηκε στους όψιμους χρόνους της Τουρκοκρατίας παρεκκλήσι (1764) με την αψίδα του Ιερού προς Βορρά, το οποίο κατασκευάστηκε από τη Συντεχνία των Μπακάληδων.
Μετά την Επανάσταση του 1821 ‒κατά την οποία χρησιμοποιήθηκε περιστασιακά ως φρουραρχείο‒ και την ίδρυση του Νεοελληνικού Κράτους (1830), η Μονή ερημώθηκε και τελικά εγκαταλείφθηκε, για να μετατραπεί σταδιακά σε αρχαιολογικό χώρο, αφού στέγασε για μικρό χρονικό διάστημα στρατώνα των βαυαρικών στρατευμάτων (1838-1839), καθώς και το Δημόσιο Ψυχιατρείο (1883-1885).
Οι εργασίες στερέωσης και αποκατάστασης του συγκροτήματος και συντήρησης του ψηφιδωτού διακόσμου του Καθολικού άρχισαν από τα τέλη του 19ου αιώνα και συνεχίστηκαν κατά διαστήματα μέχρι σήμερα από την Αρχαιολογική Εταιρεία αρχικά και στη συνέχεια από την Αρχαιολογική Υπηρεσία. Οι εργασίες συνολικής αποκατάστασης της Μονής εντατικοποιήθηκαν μετά τον καταστροφικό σεισμό του 1999. Πρόσφατα, με χρηματοδότηση του ΕΣΠΑ 2007-2013, ολοκληρώθηκε το έργο αποκατάστασης του Καθολικού της Μονής, το οποίο υλοποιήθηκε από τη Διεύθυνση Αναστήλωσης Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων, το έργο συντήρησης του ψηφιδωτού διακόσμου του ναού, από τη Διεύθυνση Συντήρησης Αρχαίων και Νεωτέρων Μνημείων, καθώς και η πρώτη φάση αποκατάστασης των τειχών του μεγάλου περιβόλου της Μονής, από την 1η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων. Η δεύτερη φάση αποκατάστασης των τειχών θα συνεχιστεί μέσω του ΕΣΠΑ 2014–2020 από την αρμόδια πλέον για το μνημείο Εφορεία Αρχαιοτήτων Δυτικής Αττικής.
Από το 1990, το μνημείο περιλαμβάνεται στον Κατάλογο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO, ως σειριακή εγγραφή μαζί με τη Μονή Οσίου Λουκά, στο Στείρι Βοιωτίας, και τη Νέα Μονή της Χίου.
Δρ Καλλιόπη Φλώρου
Αρχαιολόγος, Προϊσταμένη Τμήματος Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Αρχαιοτήτων και Μουσείων, Εφορεία Αρχαιοτήτων Δυτικής Αττικής