Στις 7 Ιουλίου 2014 πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα, στο αμφιθέατρο της Διεύθυνσης Τεκμηρίωσης και Προστασίας Πολιτιστικών Αγαθών (ΔΤΠΠΑ), μια λιτή εκδήλωση με την ευκαιρία του επαναπατρισμού των ευρημάτων της ανασκαφής στη θέση Μαγούλα Βισβίκη, μιας νεολιθικής κοινότητας αγροτικού χαρακτήρα, κοντά στο Βελεστίνο, που είχε διενεργηθεί στη διάρκεια της Κατοχής από τον Γερμανό αξιωματικό και αρχαιολόγο Hans Reinerth. Πρόκειται για περίπου 10.000 όστρακα, τα οποία φυλάσσονταν μέχρι τώρα στο γερμανικό μουσείο Pfahlbau, κοντά στη λίμνη της Κωνστάντσας. Για το χρονικό του επαναπατρισμού μίλησε ο Διευθυντής του Μουσείου, καθηγητής κ. Gunter Schoebel, ενώ στα πορίσματα της σχετικής επιστημονικής έρευνας αναφέρθηκαν η ερευνήτρια της Ακαδημίας Επιστημών της Βιέννης κα Eva Αlram-Stern και η επίτιμη Έφορος Αρχαιοτήτων κα Αγγελική Ντούζουγλη. Η ενδελεχής μελέτη των εξαιρετικά πλούσιων ευρημάτων κεραμικής από τη Μαγούλα Βισβίκη έδειξε ότι η περιοχή είχε κατοικηθεί αδιαλείπτως από το 6000 μέχρι το 3000 π.Χ. Η εξειδίκευση της κεραμικής παραγωγής και χρήσης υποδηλώνει την ανάδυση, κατά το πρώτο μισό της 6ης π.Χ. χιλιετίας, μιας κοινωνίας ταξικώς διαστρωματωμένης και μαρτυρεί την ισχυρή σύνδεσή της με άλλες κοινότητες του Παγασητικού Κόλπου, καθώς και αλληλεπιδράσεις με βόρειες θέσεις της Θεσσαλίας.
Δεδομένου ότι τα επαναπατρισθέντα αρχαία είχαν απομακρυνθεί στη διάρκεια της κατοχής, η ΔΤΠΠΑ θεώρησε ως ευτυχή συγκυρία να ανακοινώσει τα πρώτα αποτελέσματα της έρευνας σχετικά με τις αρχαιότητες εκείνης της περιόδου, που αποτέλεσαν λεία πολέμου.
Ελληνικές Αρχαιότητες και Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος: αναζητήσεις, επαναπατρισμoί και αβεβαιότητες
Όπως είναι γνωστό, τα ευρήματα της ανασκαφής στη Μαγούλα Βισβίκη δεν είναι δυστυχώς η μοναδική περίπτωση αρχαιοτήτων, που είχαν απομακρυνθεί κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Όμως πόσα αρχαία λεηλατήθηκαν στην πραγματικότητα; Κάτω από ποιες συνθήκες; Πόσα αρχαία τελικώς επέστρεψαν και από πού; Αυτά είναι κάποια από τα ερωτήματα που θέσαμε πριν περίπου ενάμισυ χρόνο εδώ, στη Διεύθυνση Τεκμηρίωσης και Προστασίας Πολιτιστικών Αγαθών, και ξεκινήσαμε μια έρευνα με σκοπό να απαντήσουμε σε αυτά τα ερωτήματα ώστε να σχηματίσουμε και να έχουμε μια όσο το δυνατόν πλήρη εικόνα του τι πραγματικά είχε συμβεί πριν από 70 χρόνια.
Στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η Ελλάδα πλήρωσε βαρύ φόρο αίματος, βιώνοντας μια τριπλή κατοχή: γερμανική, ιταλική και βουλγαρική. Ολόκληρα χωριά και υποδομές στην ύπαιθρο καταστράφηκαν και χιλιάδες άνθρωποι πέθαναν από την πείνα. Τις συνέπειες και τον παραλογισμό του πολέμου «βίωσαν» και εκατοντάδες μνημεία, τα οποία είτε καταστράφηκαν είτε εξήχθησαν παρανόμως από την Ελλάδα.
Από τους πρώτους μήνες της Κατοχής επέκτειναν τη δράση τους στην Ελλάδα με παραρτήματά τους η Ειδική Στρατιωτική Υπηρεσία για την Προστασία της Τέχνης, η λεγόμενη Kunstschutz, με επικεφαλής τον αρχαιολόγο δρ Hans Ulrich von Schoenebeck, και το Ίδρυμα Rosenberg με εκπρόσωπο τον λοχαγό Herman von Ingram. Οι δύο αυτοί φορείς είχαν ως κύριο σκοπό την επέμβαση στα πολιτιστικά πράγματα της κάθε κατεχόμενης χώρας. Το Ίδρυμα Rosenberg στην Ελλάδα, όσον αφορά στα αρχαιολογικά πράγματα, ενδιαφερόταν κυρίως για ανασκαφές. Αυτές διενεργούνταν χωρίς την άδεια των ελληνικών αρχών και έγιναν με σκοπό, μεταξύ άλλων, την τεκμηρίωση ιδεολογικών ακροβατισμών σχετικά με την καταγωγή των ινδοευρωπαϊκών φύλων. Μια τέτοια περίπτωση ήταν και η ανασκαφή στη Μαγούλα Βισβίκη, κοντά στο Βελεστίνο.
Βεβαίως λειτουργούσε πάντα στην Ελλάδα από το 1874 και το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο. Όλα τα χρόνια πριν από τον πόλεμο είχε αρμονική συνεργασία με τις ελληνικές αρχές και την αρχαιολογική κοινότητα. Αλλά στα χρόνια της Κατοχής με διευθυντή τον Dr Walther Wrede, υψηλόβαθμο αξιωματούχο του Ναζιστικού κόμματος, οι σχέσεις αρχικά είχαν διαταραχθεί, αλλά στη συνέχεια αποκαταστάθηκαν.
Η Ελληνική Πολιτεία είχε μεριμνήσει για την τύχη των αρχαιοτήτων πριν από την έναρξη του πολέμου. Με ειδική απόφαση όρισε ότι «οι αρχαιότητες πρέπει να είναι απρόσιτες στους μελλοντικούς κατακτητές». Έτσι από τον Νοέμβριο του 1940 μέχρι τον Απρίλιο του 1941 λειτούργησε Ειδική Επιτροπή Απόκρυψης και Ασφάλισης με σκοπό την προστασία των εκθεμάτων των μουσείων. Η Επιτροπή αυτή συντόνισε μια μυστική επιχείρηση απόκρυψης των αρχαιολογικών θησαυρών σε σπήλαια, όπως στην Ακρόπολη, σε αρχαίους τάφους, όπως στους Δελφούς, ή σκάβοντας στα υπόγεια των μουσείων, όπως στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο ή μεταφέροντας στα θησαυροφυλάκια των Τραπεζών τα πιο πολύτιμα αντικείμενα. Τα ευρετήρια των συλλογών των Μουσείων ασφαλίστηκαν στις θυρίδες της Τράπεζας της Ελλάδος.
Τα μουσεία παρέμειναν κλειστά. Για την επαναλειτουργία τους ασκούσε έντονες πιέσεις η Kunstschutz. Το κατάφερε μόνο στην περίπτωση του Αρχαιολογικού Μουσείου του Κεραμεικού, με την αιτιολογία ότι είχε ανεγερθεί με γερμανική δωρεά. Αποτέλεσμα ήταν η απώλεια ενός μελανόμορφου πίνακα με σκηνή «πρόθεσης νεκρού», μιας πλάκας που ακόμα αγνοείται.
Η Ελλάδα, αμέσως μετά τον πόλεμο, τις παραμονές ενός σκληρού και αιματηρού εμφυλίου πολέμου, με τις πληγές της ακόμα ανοικτές, προχώρησε στην άμεση καταγραφή των απωλειών του πολιτιστικού της αποθέματος. Τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν περιλαμβάνονται στην έκδοση του Υπουργείου Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας με τίτλο «Ζημίαι των Αρχαιοτήτων εκ του Πολέμου και των Στρατών Κατοχής», Αθήναι 1946, η οποία εκπονήθηκε από τους αρχαιολόγους Χ. Καρούζο, Μ. Καλλιγά, Ι. Μηλιάδη, Γ. Ανδρουτσόπουλο και Ν. Ζαφειρόπουλο και αναφέρεται σε κλοπές πολιτιστικών αγαθών, παράνομες ανασκαφές, ακούσιες και εκούσιες καταστροφές και λεηλασίες κινητών και ακινήτων αρχαιοτήτων ανά την Ελληνική Επικράτεια στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι ελληνικές αρχές δεν αρκέστηκαν στην καταγραφή και την έκδοσή της. Προχώρησαν αμέσως στην αναζήτηση των κλαπέντων αρχαίων σε ολόκληρη την Ευρώπη, με την αποστολή κορυφαίων Ελλήνων αρχαιολόγων. Πολλά αρχαία επαναπατρίστηκαν, άλλα δεν εντοπίστηκαν, κάποια επέστρεψαν πολλά χρόνια αργότερα, όπως θα δούμε παρακάτω.
Με δεδομένο λοιπόν το ενδιαφέρον τόσο της ελληνικής όσο και της διεθνούς κοινής γνώμης για την επιστροφή πολιτιστικών αγαθών, που λεηλατήθηκαν κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Διεύθυνση Τεκμηρίωσης και Προστασίας Πολιτιστικών Αγαθών ξεκίνησε ένα τιτάνιο έργο τεκμηρίωσης. Παρά τη χρονική απόσταση από τα γεγονότα, αλλά και τα προβλήματα της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου, παράγοντες οι οποίοι έχουν αποδυναμώσει τη θεσμική μνήμη και έχουν δημιουργήσει ασάφειες επί του θέματος, παρά την έλλειψη σχεδίων, φωτογραφιών ή και απλών περιγραφών των παρανόμως εξαχθέντων τότε πολιτιστικών αγαθών, η Υπηρεσία μας προχωρεί στην καταγραφή «αγνοούμενων» αρχαίων, καθώς και των επαναπατρισθέντων αμέσως μετά τη λήξη του πολέμου μέχρι και σήμερα.
Η έκδοση του 1946 αποτέλεσε βέβαια την αφετηρία της έρευνάς μας, αλλά δεν περιοριστήκαμε μόνο σε αυτήν. Προσπαθώντας να διασταυρώσουμε, να επαληθεύσουμε ή να απορρίψουμε στοιχεία που περιλαμβάνονται στην έκδοση αυτή, αξιοποιήσαμε και μελετήσαμε έγγραφα από το Ιστορικό Αρχείο της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας – και σε αυτό το σημείο θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά την Προϊσταμένη της Διεύθυνσης του Εθνικού Αρχείου Μνημείων κα Έλενα Κουντούρη και τους συνεργάτες της για τη βοήθεια που μας παρείχαν. Επίσης εξετάσαμε όσα στοιχεία περιέχονται στο δικό μας αρχείο, αναφορές από τις Περιφερειακές και Ειδικές Περιφερειακές Υπηρεσίες του Υπουργείου, αρχειακό υλικό άλλων φορέων, καθώς και σχετικές αναφορές που περιλαμβάνονται στη βιβλιογραφία. Από την έρευνά μας προέκυψαν τα εξής:
Α) Η ύπαρξη πλήθους ασαφειών στην έκδοση του 1946 που δεν βοηθούν στην ταύτιση αντικειμένων, καθώς και ελλείψεων. Τα προβλήματα αυτά είχαν επισημανθεί από τον Νικόλαο Πλάτωνα στα Κρητικά Χρονικά του 1947, με την έκφραση «ουχί κατά πάντα ακριβή». Είναι απολύτως κατανοητές και οι ασάφειες και οι ελλείψεις. Αρκεί μόνο να αναλογιστούμε τις συνθήκες εκείνης της εποχής, τη δυσχέρεια στις μετακινήσεις λόγω του εμφυλίου πολέμου και το ολιγάριθμο προσωπικό της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Ευνόητη δε, είναι και η μη ύπαρξη σχετικής αναφοράς σε αρχαιότητες που απομακρύνθηκαν από περιοχές της Ιταλοκρατούμενης Δωδεκανήσου, η οποία προσαρτήθηκε στο ελληνικό κράτος το 1948.
Β) Η διαπίστωση ότι δεν υπήρξε άνωθεν εντολή για τη λεηλασία των αρχαιολογικών χώρων και μουσείων της Ελλάδας, όπως για παράδειγμα έγινε στη Γαλλία. Η Ελλάδα όμως υπέστη δύο καταστροφικές μεθόδους διαρπαγής: τη μέθοδο της σιωπηρής ή ευκαιριακής κλοπής δηλαδή από μεμονωμένα άτομα και τη μέθοδο της αναζήτησης νέων ευρημάτων με τις αυθαίρετες ανασκαφές. Όσον αφορά στην πρώτη περίπτωση, καταγράφεται η ανάγκη των στρατιωτών να πάρουν μαζί τους ένα αρχαίο ενθύμιο, η οποία ήταν τόσο μεγάλη που οδήγησε ακόμα και στην κατασκευή κιβδήλων, σύμφωνα με προσωπική μαρτυρία. Επίσης η πρακτική αυτή (των μεμονωμένων/ατομικών διαρπαγών) σε συσχετισμό με το παράνομο εμπόριο αρχαιοτήτων δημιούργησε τις προϋποθέσεις μιας ανεξέλεγκτης διακίνησης κλεμμένων θησαυρών. Η παράνομη αρπαγή και διακίνηση αποτυπώνεται σε δύο σχήματα. Οι κλοπές προωθούνταν προς τη διεθνή αγορά της Τέχνης και τους ιδιώτες συλλέκτες μέσω ενός δικτύου μεσαζόντων/dealers, ενώ τα ευρήματα των ανασκαφών μέσω του Ιδρύματος Rosenberg, το οποίο συνεργαζόταν με το Ίδρυμα Goering, προωθούνταν προς τα Μουσεία, μεταξύ των οποίων και το Μουσείο του Χίτλερ στο Linz της Αυστρίας.
Αξίζει να επισημανθεί ότι σε εκείνες τις δύσκολες περιστάσεις πολλές αρχαιότητες διασώθηκαν από τους Έλληνες αρχαιολόγους, ενώ μεταπολεμικά μετέβησαν Έλληνες αρχαιολόγοι στο εξωτερικό (μεταξύ τους και ο Σπ. Μαρινάτος) προς αναζήτηση αρχαίων που είχαν απομακρυνθεί και τον επαναπατρισμό όσων εντοπίζονταν. Για παράδειγμα, τότε επέστρεψαν αρχαία της Ρόδου, που είχαν σταλεί για την αποικιοκρατική έκθεση στη Νάπολη της Ιταλίας, αλλά όχι όλα.
Η Διεύθυνσή μας, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα παραπάνω, συνεχίζει να ερευνά, να συσχετίζει και να τεκμηριώνει, προκειμένου να καταρτίσει έναν κατά το δυνατόν πλήρη κατάλογο των αφαιρεθέντων αρχαίων από τις δυνάμεις κατοχής και εκείνων που επεστράφησαν, έτσι ώστε να είναι σε θέση να διεκδικήσει, βάσει νομικών ενεργειών εν ανάγκη, τις αφαιρεθείσες εντοπισμένες αρχαιότητες ή να αναρτήσει στη διαδικτυακή βάση κλαπέντων έργων τέχνης της Interpol εκείνες που επιβεβαιωμένα έχουν κλαπεί, δεν έχουν επιστραφεί και δεν γνωρίζουμε πού βρίσκονται.
Εβδομήντα χρόνια μετά τον πόλεμο, αντιλαμβανόμαστε ότι για να συνθέσουμε το παζλ των λεηλατημένων ελληνικών αρχαιοτήτων στη διάρκεια του πολέμου και της κατοχής λείπουν ακόμα πολλά κομμάτια. Η πολιτιστική κληρονομιά της Ελλάδας υπήρξε θύμα της πιο καταστρεπτικής λεηλασίας, της ατομικής, γεγονός που περιπλέκει και δυσχεραίνει το πρόβλημα της ανάκτησης των αντικειμένων γιατί δεν υπάρχουν ούτε κατάλογοι ούτε αρχεία για αυτά.
Εν κατακλείδι από το 1947 έως και σήμερα ολοκληρώθηκαν 26 υποθέσεις επαναπατρισμού που αναλύονται ως εξής:
– 1.158 αντικείμενα
– 41 κιβώτια εβραϊκών χειρογράφων
– Ευρήματα νεολιθικής ανασκαφής (Μαγούλα Βισβίκη),
– Eυρήματα παλαιολιθικής περιόδου (σπήλαιο Σεϊντί, Κωπαΐδα)
Σε 12 περιπτώσεις τα αρχαία επέστρεψαν από τη Γερμανία, σε τρεις από την Αυστρία, τρεις από την Ελβετία, δύο από την Ιταλία, δύο από τις ΗΠΑ, δύο από τη Μ. Βρετανία και τέλος μία περίπτωση αφορά στην Αυστραλία και άλλη μία στη Βουλγαρία.
Από τα 1.158 αρχαία που επαναπατρίστηκαν μετά τον τέλος του πολέμου μέχρι σήμερα, ενδεικτικά αναφέρουμε:
– Άγαλμα γυναίκας ρωμαϊκών χρόνων από ανασκαφές στη Θεσσαλονίκη (εικ. 1). Διατάχθηκε η μεταφορά του στη Γερμανία το 1944, αρχικά στο προσωπικό μουσείο του Χίτλερ και στη συνέχεια, λόγω των βομβαρδισμών, στην έπαυλη Γκαίμπελς. Αργότερα εντοπίστηκε από τις Αμερικανικές Αρχές σε αλατωρυχείο στην Αυστρία, απ’ όπου επέστρεψε το 1947 στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Θεσσαλονίκης.
– Άγαλμα οκλάζουσας Αφροδίτης (εικ. 2). Είχε μεταφερθεί μαζί με άλλα αρχαία στη Νάπολη της Ιταλίας. Επέστρεψε μαζί με άλλα 26 αρχαία το 1948 στη Ρόδο, με τη συμβολή του Σπυρίδωνα Μαρινάτου.
– 481 αντικείμενα νεολιθικής και πρωτοελλαδικής περιόδου (εικ. 3). Επρόκειτο για ευρήματα ανασκαφικής έρευνας που πραγματοποιήθηκε από τον Γερμανό αρχαιολόγο Otto Wilhelm von Vacano το 1942 στη θέση Κουφόβουνο Λακωνίας. Τα ευρήματα μεταφέρθηκαν το 1944 στη Γερμανία και επέστρεψαν στην Ελλάδα το 1949.
– Ο Λέων των Κυθήρων, γλυπτό των αρχαϊκών χρόνων, είχε αφαιρεθεί από τον Γερμανό Στρατιωτικό Διοικητή του νησιού και απεστάλη στη Γερμανία (εικ. 4). Εντοπίστηκε το 1952 και επέστρεψε στην Ελλάδα το 1957.
– Χάλκινο ειδώλιο ιππέως από το Αρχαιολογικό Μουσείο Βαθέος Σάμου (εικ. 5). Κατέληξε σε ιδιωτική συλλογή Ελλήνων στο Λονδίνο, που το δώρισαν στο ελληνικό Κράτος. Επέστρεψε το 1969.
– Χάλκινος εγχάρακτος θώρακας του 7ου αι. π.Χ. από την Ολυμπία (εικ. 6). Απεκτήθη ύστερα από πλειστηριασμό στην Ελβετία το 1970.
– Δύο ανάγλυφες πλάκες από την Κνωσό (τέλη 7ου-αρχές 6ου αι). Είχαν αφαιρεθεί κατά τη διάρκεια της κατοχής και εντοπίστηκαν από τον καθηγητή κ. Stefan Hiller. Επέστρεψαν το 1988 (εικ. 7).
– Τρία αρχαία αντικείμενα, 8ου και 7ου αι. π.Χ. από το Αρχαιολογικό Μουσείο Σάμου (εικ. 8). Είχαν αφαιρεθεί στη διάρκεια του Πολέμου από τα ιταλικά στρατεύματα. Βρέθηκαν στη συλλογή του Ελβετού συλλέκτη George Ortiz, ο οποίος τα επέστρεψε το 1991.
– Το 2013 απεστάλησαν στο Αρχαιολογικό Μουσείο Κω μέσω ταχυδρομείου 73 αρχαία αντικείμενα (εικ. 9). Αποστολέας ήταν ο κ. Roland Paul Obermaier, γιος πολεμικού ανταποκριτή, που τα είχε μεταφέρει στη Γερμανία την περίοδο του πολέμου. Πρόκειται για ειδώλια, λυχνάρια, γυάλινα αγγεία και νομίσματα, που χρονολογούνται από τα ελληνιστικά χρόνια μέχρι τον 4o αι. μ.Χ.
Αναζητούμενα αρχαία
H έρευνα θα συνεχιστεί για όσον καιρό χρειαστεί, ούτως ώστε να καταλήξουμε οριστικά σε όσο το δυνατόν ακριβέστερο αριθμό των αρχαίων που αγνοούνται ακόμα και είναι βέβαιο ότι είχαν απομακρυνθεί κατά την περίοδο του πολέμου. Όσα αρχαία έχουν ήδη ταυτιστεί και τεκμηριωθεί επαρκώς θα αναζητηθούν μέσω της Ιnterpol. Για τα υπόλοιπα η έρευνα θα στραφεί προς τις ιστοσελίδες μεγάλων Μουσείων, σε Ευρώπη και Αμερική, δεδομένου ότι είναι γνωστό ότι σε πολλά από αυτά κατέληξαν αρχαιότητες μετά το τέλος του πολέμου. Η ομάδα που έχει αναλάβει το δύσκολο και σύνθετο αυτό έργο θα εξακολουθήσει να εργάζεται με τον ίδιο ζήλο μέχρι να καταλήξει σε ένα καλό αποτέλεσμα.
Σουζάνα Χούλια-Καπελώνη
Αρχαιολόγος, Προϊσταμένη της ΔΤΠΠΑ