Χρυσοβαλάντη Ι. Παπαναστασοπούλου, Οι θυσίες των παιδιών στον βιβλικό Ισραήλ, την Εγγύς Ανατολή και την κεντρική Μεσόγειο. Θεολογική και Αρχαιολογική Μελέτη, εκδόσεις ΕΝΝΟΙΑ, Αθήνα 2023. 320 σελ. ISBN: 9789606410642
Μετά την τεκμηρίωση της εξέλιξης του εβραϊκού μονοθεϊσμού, η Χρυσοβαλάντη Ι. Παπαναστασοπούλου επιστρέφει με ένα ακόμη «δύσκολο» θέμα: την πρακτική της ανθρωποθυσίας παιδιών, η οποία αναφέρεται στο βιβλικό κείμενο. Στο βιβλίο αυτό η Βίβλος είναι μόνο η αρχή για την Παπαναστασοπούλου, η οποία με τη διττή της ιδιότητα ως αρχαιολόγου και θεολόγου, δεν περιορίζεται σε μια κλειστή ανάγνωση των παλαιοδιαθηκικών ιστοριών, αλλά προχωράει σε μια εκτενή συγκριτική μελέτη ανάλογων περιστατικών, μυθικών και ιστορικών, από όλη τη Μεσόγειο, και, τέλος, στην αρχαιολογική τεκμηρίωση της ανθρωποθυσίας παιδιών ως μιας πρακτικής σε εξέλιξη, σε διάφορα σημεία της κλειστής μας θάλασσας.
Πρόκειται για ένα θέμα το οποίο μιλάει σε όσους από εμάς έχουν παρατηρήσει τη συνάφεια μεταξύ της θυσίας του Αβραάμ και εκείνης της Ιφιγένειας, θέματα που διδάσκονται στα ελληνικά σχολεία ήδη από την τρίτη δημοτικού. Κοινός τόπος και στις δύο ιστορίες η νεαρή ηλικία του θύματος, η άγνοια της μοίρας του, η ψυχολογική πίεση του πατέρα που δέχεται να τελέσει τη θυσία του παιδιού του παραπλανώντας το, ο τρόπος τέλεσης και η τελική σωτηρία του θύματος με αντικατάστασή του με ένα ζώο ως σφάγιο. Παράλληλα, οι ιστορίες διαφέρουν σε πολλά σημεία, από το φύλο του υποψήφιου θύματος και την ιδιότητά του στην οικογένεια, μέχρι τον σκοπό της θυσίας αλλά και την έκβαση για το υποψήφιο θύμα: η Ιφιγένεια, αν και σώθηκε, απομακρύνθηκε για πάντα από το περιβάλλον της, αντίθετα με τον Ισαάκ. Κι εμείς, ως αποδέκτες των ιστοριών, κληθήκαμε πολύ νωρίς να δεχτούμε ‘παιδευτικά’ τη θυσία ως αυταξία. Να απανθρωποποιήσουμε ίσως ό,τι πιο αγαπημένο και αθώο μπροστά σε μια «ιδέα», όπως το κοινωνικό και εθνικό χρέος (στην περίπτωση της Ιφιγένειας), η υποταγή και η πίστη (στην ιστορία του Αβραάμ), ή η μεγαλοσύνη της ανώτερης δύναμης.
Αυτή τη διαδικασία της αποδοχής της θυσίας που, έστω και σε επίπεδο ιστορικής μυθοπλασίας, δοκιμάζει τα όρια της ανθρώπινης ψυχής, επιλέγει η συγγραφέας να περιγράψει «με σάρκα και οστά», ‘αρχαιο-λογώντας’ πάνω στο θέμα της παιδικής θυσίας στην μεσογειακή αρχαιότητα. Έτσι, με αφετηρία τη θυσία του Αβραάμ επεκτείνεται σε άλλα, λιγότερο γνωστά, και ταυτόχρονα περισσότερο θλιβερά περιστατικά βιβλικών θυσιών παιδιών (όπου η θυσία ευοδώθηκε). Καθοριστικό ρόλο στα ζητούμενα και την πορεία της μελέτης παίζουν αναφορές στο κείμενο που αποδίδουν ‘εξω-ισραηλιτική’ καταγωγή στα θυσιαστικά αυτά επεισόδια. Το στοιχείο αυτό της ξένης επίδρασης, πρώτα χαναανιτικής και αργότερα φοινικικής, οδηγεί την Παπαναστασοπούλου στην επιλογή ανάλογου εξωβιβλικού υλικού για τη μελέτη της. Έτσι, το βιβλίο περιέχει μια μοναδική για την ελληνική επιστημονική εκδοτική παραγωγή συλλογή δεδομένων από την προεβραϊκή Χαναάν και τον ευρύτερο φοινικο-καρχηδονιακό κόσμο, την Αίγυπτο, αλλά και τον αιγαιακό χώρο, στον βαθμό που επιτρέπει το αντικείμενο της έρευνας.
Η παρουσίαση και ερμηνεία του υλικού, καθώς και η χρήση του στη στήριξη επιστημονικών επιχειρημάτων είναι μια μοναδική επιστημονική πρόκληση. Η φύση του υλικού είναι εξαιρετικά πολυδιάστατη: πρόκειται για δεδομένα ανασκαφικά, παλαιογραφικά (σε διάφορες αρχαίες γλώσσες), εικονογραφικά, φιλολογικά και ιστορικά. Επίσης η βιβλιογραφία προέρχεται από πολύ διαφορετικούς χώρους, τόσο γεωγραφικά όσο κι επιστημολογικά: αρχαιολογία της Εγγύς Ανατολής, Βιβλική αρχαιολογία, Αιγυπτιολογία, Προϊστορική αρχαιολογία του Αιγαίου, Κλασική αρχαιολογία, Καρχηδονιακές σπουδές/ Punic studies. Ένα επιπλέον ζήτημα δημιουργεί η δημοσίευση της μελέτης στα ελληνικά, όταν η ορολογία στις περισσότερες από τις παραπάνω ειδικεύσεις είναι αποκλειστικά ξενόγλωσση (αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά ή κι εβραϊκά). Έτσι η συγγραφέας καλείται από πολύ νωρίς να οριοθετήσει επακριβώς τα ζητούμενά της, τη μεθοδολογία της και το εύρος της ανάλυσης των δεδομένων.
Πράγματι, στην εισαγωγή της μελέτης οριοθετεί χρονικά την περίοδο που μελετά, δομεί την έρευνα πάνω σε συγκεκριμένα ερωτήματα, θέτει τις προϋποθέσεις όπου στηρίζεται το θέμα της και, μετά από την απαραίτητη ανασκόπηση της ιστορίας της έρευνας, παρουσιάζει τη δομή της εργασία της. Έτσι, αναφορικά με την περίοδο μεταξύ 1200-586 π.Χ. που συμπίπτει στο αρχαίο Ισραήλ με την Εποχή των Κριτών και της Ισραηλιτικής βασιλείας, η συγγραφέας υποθέτει, με βάση το βιβλικό κείμενο ότι, γειτονικοί του Ισραήλ λαοί τελούσαν ανθρωποθυσίες παιδιών, αλλά εκεί φαίνεται ότι το έθιμο ήταν κανονικοποιημένο. Έτσι ως ζητούμενα της έρευνας παρουσιάζονται α. η ταυτότητα της θεότητας, όπου απευθύνονται οι παιδικές θυσίες, β. τα είδη θυσιών που υπήρχαν και ο σκοπός της όποιας διαφοροποίησης, και γ. η προέλευση (επίδραση, κληροδότηση) του εθίμου και οι λόγοι που περιστασιακά κανονικοποιείται στο αρχαίο Ισραήλ. Προσδιορίζει επίσης τη μέθοδό της ως “ιστορικο-κριτική”, με πρωτοκαθεδρία των κειμένων και χρήση των αρχαιολογικών μαρτυριών συμπληρωματικά. Υποδειγματική είναι η σαφήνειά της στους όρους που επιτρέπουν αρχαιολογικά την ερμηνεία ενός ευρήματος ως καταλοίπου παιδικής θυσίας.
Στην πράξη, τα δεδομένα εξετάζονται σε επίπεδο πρόσληψης και πρακτικής. Ειδικότερα, η συγγραφέας επικεντρώνεται στην ονομασία των θυσιαστικών πράξεων στο κείμενο, στον τρόπο που αυτές πραγματοποιούνται (διαμόρφωση χώρου, τρόπος αφαίρεσης της ζωής, διαχείριση του «σφάγιου» μετά τη θυσία) και στην αρνητική αντιμετώπισή τους από τους συντάκτες των κειμένων, οι οποίοι, θεωρούν τέτοιες διαδικασίες «ξένες» προς τα ήθη του λαού του Ισραήλ. Τραγική ειρωνεία, βέβαια, αποτελεί το γεγονός ότι οι όροι-κλειδιά για τέτοια φαινόμενα έμελλε να προέλθουν από τα ισραηλιτικά κείμενα. Πρόκειται για τις λέξεις mōlekh και tophet (Τοφέτ).
Τόσο ο όρος mōlekh όσο και ο όρος tophet συναντώνται ήδη από την εισαγωγή (σελ. 19, 20). Σύμφωνα με τα όσα περιγράφονται, η ερμηνεία της λέξης mōlekh ως θέμα αποτέλεσε έναυσμα για την αφετηρία της έρευνας των παιδικών θυσιών από την Αναγέννηση, ενώ η συνάφεια του όρου με τον καρχηδονιακό θυσιαστικό όρο mlk αποτέλεσε πάτημα να συνδεθεί το βιβλικό σύμπαν με την ιστορική Καρχηδόνα. Όσο για τον όρο tophet (τοφέτ), στην εισαγωγή αναφέρεται επιγραμματικά ότι πρόκειται για βιβλική λέξη που όμως χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα για να σηματοδοτήσει τόπους που συνδέονται με θυσίες παιδιών, ειδικά στην Καρχηδόνα. Το ιστορικό του όρου όμως, καθώς και λεπτομέρειες για το λεγόμενο «τοφέτ της Ιερουσαλήμ» περιγράφονται αναλυτικά αργότερα (σελ. 100), με αφορμή την ανάλυση αρχαιολογικών δεδομένων.
Από πλευράς δομής, το κύριο μέρος της εργασίας χωρίζεται σε τρία μέρη, με αντίστοιχα θέματα τις εξωβιβλικές μαρτυρίες, τα αρχαιολογικά δεδομένα και τις βιβλικές μαρτυρίες.
Στο πρώτο τμήμα της εργασίας παρουσιάζονται και αναλύονται κείμενα κλασικών συγγραφέων της ελληνορωμαϊκής περιόδου. Κύριο θέμα εδώ αποτελεί η ανάλυση μυθολογικών (π.χ. Ανδρομέδα) και μετά περιηγητικών αφηγημάτων που συνδέουν τις θυσίες παιδιών με την Βόρεια Αφρική, ειδικά την Καρχηδόνα, όπου τελούνται με τρόπο “κατά τι νόμιμον” (σελ 47), και προσδιορίζουν τη θεότητα όπου απευθύνονταν με τον έλληνα Κρόνο/ λατίνο Saturn, ως συγκρητιστικό όμως παράλληλο του φοινικικού Βάαλ-Άμμωνα. Εδώ είναι που παρουσιάζεται και η μαρτυρία του Φίλωνα η οποία, συνδέοντας τους Καρχηδόνιους με τους Φοίνικες, ανάγει το έθιμο στη Φοινίκη κι έτσι στοιχειοθετεί την υπόθεση της έρευνας (σελ. 68-69). Η παρουσίαση των «εξωβιβλικών μαρτυριών» αποτελεί φυσική συνέχεια στην ιστορία της έρευνας της εισαγωγής. Αν και κάποτε δίνει στον αναγνώστη την εντύπωση ότι περιέχει πληροφορίες που επαναλαμβάνονται, είναι ιδιαίτερα βοηθητικό στο να καταλάβουμε την κυρίαρχη θέση της Καρχηδόνας, αν και μη βιβλικού τόπου, στην αφήγηση. Ταυτόχρονα, γεφυρώνει αποτελεσματικά την εισαγωγή με το μεγαλύτερο τμήμα της έρευνας, τα αρχαιολογικά δεδομένα.
Το κεφάλαιο των αρχαιολογικών δεδομένων, αφορά ανασκαφικά δεδομένα από όλη τη Μεσόγειο (σημ. Ισραήλ, Παλαιστίνη, Ιορδανία, Συρία, Τουρκία, Λίβανο, Ελλάδα, Τυνησία, Ιταλία, Ισπανία). Πέρα από τα αρχιτεκτονικά και φορητά ευρήματα/ ανθρωπολογικά κατάλοιπα, η συγγραφέας επιλέγει να συμπεριλάβει στο κεφάλαιο αυτό και τα επιγραφικά και εικονογραφικά τεκμήρια (π.χ. επιγραφές στις στήλες των καρχηδονιακών Τοφέτ, ανάγλυφα από αιγυπτιακούς ναούς). Η συζήτηση και η τεκμηρίωση αποτελεί κατόρθωμα, ειδικά αν κανείς αναλογιστεί ότι η Παπαναστασοπούλου είναι η πρώτη Ελληνίδα ερευνήτρια που ασχολείται με το υλικό αυτό. Κατά την παρουσίαση των δεδομένων της δεν ξεφεύγει ποτέ από τα ζητούμενα της εργασίας, ενώ οι περιγραφές της δείχνουν μια έμπειρη αρχαιολόγο που είναι ταυτόχρονα γνώστρια τόσο των κλασικών όσο και των σημιτικών γλωσσών, στο σημείο που απαιτείται για την ερμηνεία του υλικού.
Ακόμα και στα σημεία που δεν άπτονται των άμεσων επιστημονικών της ενδιαφερόντων, η Παπαναστασοπούλου είναι απόλυτα λειτουργική, παραθέτοντας όλη τη σχετική βιβλιογραφία, έτσι ώστε να είναι δυνατόν να επιβεβαιωθούν τα σημεία στήριξης των επιχειρημάτων της από άλλους ειδικούς. Ένα παράδειγμα αποτελεί η παρουσίαση μιας αιγυπτιακής παράστασης πιθανής ανθρωποθυσίας στα τείχη χαναανιτικής πόλης κατά τη διάρκεια πολιορκίας, όπου η ιερογλυφική επιγραφή ίσως αναφέρει τον θεό Βάαλ (The Beit el-Wali Temple of Ramesses II, pl. 12 και “Baal” Wb 1, 447.10-12; LÄ I, 290 f., in TLE). Εδώ η βιβλιογραφία μας επέτρεψε να διαμορφώσουμε άποψη τόσο για το επιστημονικό πρόβλημα όσο και τη λύση του.
Εντούτοις, ερωτηματικά προκαλεί στον αναγνώστη το γεγονός ότι η ταξινόμηση δεν είναι απόλυτα σαφής (γεωγραφική; χρονολογική;) ενώ η επιστροφή σε συζήτηση για κείμενα (επιγραφική) μετά τη συζήτηση για τα “καθαρά αρχαιολογικά” ευρήματα ίσως αποσυντονίζει. Ο τρόπος ταξινόμησης ίσως δικαιολογείται από τον όγκο του υλικού, ενώ η παράθεση των επιγραφών στο τέλος του κεφαλαίου δικαιολογείται από τη γειτνίαση του περιεχομένου αυτού με το τρίτο κεφάλαιο της έρευνας, που περιέχει επίσης κείμενα – τις βιβλικές μαρτυρίες.
Αν και οι βιβλικές μαρτυρίες για τις παιδικές θυσίες αποτελούν την φυσική αφετηρία του θέματος, η συγγραφέας τις παραθέτει στο τελευταίο τμήμα της μελέτης. Αυτό μπορεί να μη συνάδει με την παραδοσιακή δομή μιας επιστημονικής εργασίας, όπου τα κείμενα αυτά θα αποτελούσαν το πρωτογενές υλικό. Η Παπαναστασοπούλου όμως επιλέγει να σπάσει την παράδοση, προκρίνοντας την αρχαιολογική γνώση προς κατανόηση του βιβλικού κειμένου. Έτσι, αντί να θεωρήσει ως προϋπάρχουσα γνώση το βιβλικό κείμενο, επιχειρώντας να το «τεκμηριώσει αρχαιολογικά», φαίνεται ότι κινείται αντίθετα, ερμηνεύοντας τα όσα (ξανα)διαβάζει, μέσα από μια ήδη υπάρχουσα αρχαιολογική γνώση, και τοποθετώντας τα κριτικά μέσα σε διάφορα ιστορικά συγκείμενα: α. της εποχής όπου αναφέρονται, β. εκείνης της συγγραφής των κειμένων, γ. της μετάφρασης από τους Εβδομήκοντα. Η παράθεση του πρωτότυπου εβραϊκού κειμένου δίπλα στην πρώτη ιστορική μετάφρασή του στα ελληνικά, και η λεπτομερής ανάλυση νομικών όρων, βοηθούν στο να καταλάβει κανείς το εύρος των ερωτημάτων και τα τεκμήρια που οδηγούν στα τελικά συμπεράσματα.
Το βιβλίο ολοκληρώνεται τοποθετώντας στη σειρά τα όσα έχουν εξαχθεί από τη λεπτομερή αυτή παρουσιάση. Έτσι, καταδεικνύεται η τέλεση της θυσιαστικής λατρείας και στα δύο ισραηλιτικά βασίλεια, ενώ στηρίζεται η ομοιότητα του τελετουργικού με τις καρχηδονιακές θυσίες. Η Φοινίκη φέρεται ασφαλώς πλέον ως ο συνδετικός κρίκος Ισραήλ και Καρχηδόνας, ενώ το πλαίσιο όπου τελούνταν τέτοιες θυσίες στα δύο ισραηλιτικά βασίλεια φαίνεται να ήταν εκείνο της «οικογενειακής ευσέβειας». Ιδιαίτερη σημασία έχει η τεκμηρίωση της «αντικατάστασης» των παιδιών ως σφάγιων -σταδιακά, όσο προχωρά η ρωμαϊκή περίοδος στην Καρχηδόνα- με αμνοερίφια, κάτι που φέρνει αναπόφευκτα στο νου τον συμβολισμό του θυσιαζόμενου Ιησού ως «αμνού του θεού».
Η Παπαναστασοπούλου αποδεικνύεται για μια ακόμη φορά ικανή να εξάγει ασφαλή τεκμηριωμένα συμπεράσματα διαχειριζόμενη έναν μεγάλο όγκο πληροφοριών, ενώ η δουλειά της αποτελεί μια σπάνιας ποιότητας παρουσίαση όλων των γνωστών τεκμηρίων για ένα φαινόμενο που σημάδεψε το συλλογικό φαντασιακό τόσο των Κλασικών Σπουδών, του Ιουδαϊσμού αλλά και του Χριστιανισμού. Αν και το θέμα δεν είναι καινούριο, ο νέος τρόπος παρουσίασης, οι επικαιροποιημένες πληροφορίες και η επέκταση του υλικού στην ευρύτερη Μεσόγειο καθιστούν το βιβλίο βασικό για την κατανόηση των θρησκευτικών αλληλεπιδράσεων στη Μεσόγειο. Στο πλαίσιο αυτό θα ήταν χρήσιμη η μετάφρασή του στα αγγλικά καθώς και η χρήση των πληροφοριών που περιέχει ως κεφάλαιο για την ανάπτυξη πιθανού επιστημονικού προγράμματος μεγάλης έκτασης σχετικά με το θέμα.