Το παρόν κείμενο αποτελεί μια προσπάθεια ανάγνωσης των μηχανισμών που οδήγησαν στη μετάβαση των Ιωαννίνων από επαρχία της ύστερης οθωμανικής περιόδου σε ελληνική πόλη. Με έναυσμα τα λεγόμενα του Δ. Φιλιππίδη (1984) «(…) δε μας ενδιαφέρει τόσο το ποια είναι αυτή η αρχιτεκτονική όσο το γιατί είναι αυτή που είναι (…)», αναζητούνται οι διαδικασίες που εξασφάλισαν τη συνέχεια της αρχιτεκτονικής έκφρασης στο γύρισμα του 20ού αιώνα και διερευνάται η έκταση εφαρμογής των νεοκλασικών προτύπων.
Eξευρωπαϊσμός της οθωμανικής αυτοκρατορίας
Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, η οθωμανική αυτοκρατορία επιχειρεί να επαναπροσδιορίσει τη θέση της στη διεθνή σκηνή και να καθορίσει μια νέα σχέση με τη Δύση. Στο πλαίσιο αυτό λαμβάνει χώρα μια σειρά μεταρρυθμίσεων με στόχο τον εξευρωπαϊσμό του παραδοσιακού συστήματος, η οποία κορυφώνεται το 1839 με την ανάληψη μεταρρυθμιστικού έργου –Τανζιμάτ (σημ. 1)– και το 1876 με τη θέσπιση του πρώτου οθωμανικού συντάγματος. Στην οθωμανική αυτοκρατορία γίνονται κινήσεις εκσυγχρονισμού των πόλεων (δίκτυα υποδομών, αστικές αναπλάσεις, κτίρια κοινής ωφελείας), ώστε να εναρμονιστεί με τα συμβαίνοντα στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο.
Καθίσταται ευνόητο πως ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός της αυτοκρατορίας επέφερε μεταβολές τόσο σε αρχιτεκτονικό όσο και σε πολεοδομικό-χωροθετικό επίπεδο. Η αρχιτεκτονική κλήθηκε να ανταποκριθεί στην εικόνα του αναδιοργανωμένου χώρου, την ανάγκη για νέους κτιριακούς τύπους, τις νέες μορφολογικές επιλογές και τις νέες ανάγκες διαβίωσης, σύμφωνα με τις δυτικές επιρροές. Στην περίπτωση των Ιωαννίνων, η υφιστάμενη κακή ρυμοτομία (σημ. 2) βρέθηκε στο επίκεντρο των μεταρρυθμίσεων του γενικού διοικητή του βιλαετίου, Αχμέτ Ρασίμ Πασά (1826-1897), ο οποίος είχε λάβει εκπαίδευση μηχανικού στο Βερολίνο (Παπασταύρος, 2014). Με απώτερο σκοπό την οικοδόμηση της πόλης σύμφωνα με τη σύγχρονη ρυμοτομία, πυρπολεί το μεγαλύτερο τμήμα του εμπορικού κέντρου (1869). Στη συνέχεια αναθέτει στον γερμανικής καταγωγής αρχιτέκτονα Holts τον ανασχεδιασμό της πόλης (Παπαδοπούλου & Κονταξής, 1998). Η πολεοδομική παρέμβαση επέφερε ελάχιστες διαφοροποιήσεις σε ό,τι αφορά τη χάραξη των δρόμων, συνέβαλε ωστόσο στην ανανέωση της κτιριακής υποδομής. Το 1869 χάθηκε το μεγαλύτερο μέρος των παραδοσιακών κτιρίων, που είχαν διασωθεί από την πυρκαγιά του Αλή Πασά το 1820 (σημ. 3). Μετά την καταστροφή του 1820 πολλά από τα κτίρια οικοδομήθηκαν εκ νέου με βάση τα παραδοσιακά πρότυπα, χωρίς όμως να διαθέτουν τον πλούτο και την έκταση των αρχικών (Ζάχος, 1928). Σημαντική απώλεια της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς αποτελεί το αρχοντικό του Νικολού Αργύρη (τέλη 18ου–αρχές 19ου αι.) (σημ. 4) (εικ. 1).
Η παραδοσιακή αρχιτεκτονική των Ιωαννίνων
Η αρχιτεκτονική της πόλης στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα δύναται να περιγραφεί ως «ιδιότυπη» δεδομένου πως τη χαρακτήριζε η πρόσμιξη μεσαιωνικών, βυζαντινών και ανατολίτικων στοιχείων. Ο ρυθμός αυτός, ο οποίος εμφανίζεται αποκλειστικά στα Ιωάννινα, προσέλαβε την ονομασία «τουρκογιανιώτικος» ή «μεταβυζαντινός» (Κουρμαντζής, 1987). Ως απόρροια της βίαιης εφαρμογής των κρατικών εκσυγχρονιστικών μεταρρυθμίσεων της ύστερης οθωμανικής περιόδου, τα παλαιότερα σωζόμενα κτίσματα στις αρχές του 20ού αιώνα χρονολογούνται από το 1825 έως το 1850. Ανάμεσα στα κτίρια που υφίστανται μέχρι σήμερα ανήκει το σπίτι του Δεσπότη (τέλη 18ου αιώνα) (εικ. 2), το οποίο διεσώθη από την πυρκαγιά του 1820 λόγω των εκτεταμένων αμπελώνων που το περιέβαλαν, το αρχοντικό Πυρσινέλλα (1830-40) (εικ. 3) και η οικία Μίσιου (1844) (εικ. 4). Η τελευταία, διατηρεί το σύνολο των χαρακτηριστικών των αρχοντόσπιτων της Ηπείρου, τα οποία με μικρές παραλλαγές ακολουθούν τον τύπο των αρχοντικών σπιτιών της Ηπειρωτικής Ελλάδας (Ζάχος, 1928). Κατά τη δεκαετία του 1870 σημειώνεται στην πόλη μικρής έκτασης αλλά σημαντικής αξίας ανοικοδόμηση δημόσιων κτιρίων. Οι μορφολογικές ανακατατάξεις, που φέρουν την ταυτότητα της εποχής, εντοπίζονται κυρίως στην εμφάνιση ευρωπαϊκών αντιλήψεων στην εξωτερική διαμόρφωση και στην ογκοπλαστική διάρθρωση των κτιρίων (Σμύρης, 2008).
Η εισαγωγή των δυτικών προτύπων
Η εισαγωγή του δυτικού τρόπου ζωής στις συνήθειες της οθωμανικής αστικής τάξης και η συνεχής επαφή των πολιτών με τα ευρωπαϊκά προϊόντα και ήθη βρίσκει σαφή έκφραση στην αλλαγή του διακόσμου, με την υιοθέτηση νέων μορφολογικών στοιχείων. Αξίζει να σημειωθεί πως η έκθεση των Γιαννιωτών σε δυτικές πολιτιστικές επιδράσεις λάμβανε χώρα ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα. Η γεωγραφική θέση της πόλης, η οποία διευκόλυνε την επικοινωνία με τις ευρωπαϊκές χώρες, αλλά και η γειτνίαση με τις Ιόνιες νήσους και την Κέρκυρα συνέβαλε στην εντονότερη, σε σχέση με άλλες περιφέρειες, διείσδυση του ευρωπαϊκού πολιτισμού (Ζάχος, 1928). Η ενασχόληση των κατοίκων της πόλης με το εμπόριο είχε ως συνέπεια να γίνουν φορείς αστικών σχέσεων μέσα στην οθωμανική αυτοκρατορία.
Η συναλλαγή των ορθοδόξων Οθωμανών υπηκόων με εμπορικούς ευρωπαϊκούς οίκους, ειδικά μετά το 1774, αλλά και με την ελεύθερη Ελλάδα στη συνέχεια, συνέβαλε στη «μεταφορά» των δυτικότροπων ηθών και των αρχιτεκτονικών αντιλήψεων στις περιοχές καταγωγής τους (Μπίρης & Αδάμη, 2001). Δημιουργείται έτσι μια τάξη μεσαίων και μικρών εμπόρων και βιοτεχνών, οι επαγγελματικές δραστηριότητες των οποίων καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τη χωρική δομή του αστικού ιστού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο αρχιτεκτονικός τύπος της στοάς. Στον τύπο αυτό οδήγησε η οργάνωση των εμπορικών λειτουργιών κατά ομοειδείς δραστηριότητες, την οποία επέβαλε το συντεχνιακό καθεστώς (εικ. 5).
Η πολιτιστική, πνευματική και οικονομική ανάπτυξη των κατοίκων της πόλης κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα επισημαίνεται στα συγγράμματα των ξένων περιηγητών. Ο Βρετανός πολιτικός Frederick Douglas (1811) θεωρεί τα Ιωάννινα «Αθήνα της νέας Ελλάδας», ο Αμερικανός πολιτικός και διπλωμάτης Edward Everett (1819) τα χαρακτηρίζει «μια όμορφη μικρή πόλη με έκδηλα σημάδια ευημερίας» και ο Βρετανός πολιτικός και χρονικογράφος Sir John Hobhouse (1809) επισημαίνει πως «τα Γιάννενα είναι η σημαντικότερη πόλη της ευρωπαϊκής Τουρκίας, μετά τη Θεσσαλονίκη, την Αδριανούπολη και ίσως το Βιδίνι». Κατά τον τελευταίο, «οι Έλληνες των Ιωαννίνων είναι οι καλύτερα αποκατεστημένοι κάτοικοι και έχουν εξοικειωθεί με τα δυτικά ήθη και τις ευρωπαϊκές γλώσσες» (σημ. 5).
Το νεοκλασικό πρότυπο
O νεοκλασικισμός, ένας καθαρά ευρωπαϊκός ρυθμός, εισήχθη στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος ως δάνειο. Στο πλαίσιο του αστικού μεγαλοϊδεατισμού της οθωνικής Ελλάδας, ο δυτικός νεοκλασικισμός πολιτογραφήθηκε ως ο κατεξοχήν εθνικός αρχιτεκτονικός ρυθμός (Φεσσά, 2001). Στην περίπτωση των Ιωαννίνων, η επιλογή του νεοκλασικιστικού ιδιώματος εμφανίζεται ως μέσο εξευρωπαϊσμού πριν από το 1913, έτος απελευθέρωσης της πόλης (σημ. 6). Στο πλαίσιο της αντιμετώπισης της αρχιτεκτονικής ως θεμελιώδους εργαλείου εκσυγχρονισμού ανεγείρεται η Παπαζόγλειος Υφαντική Σχολή (1898) (εικ. 6), η Ζωσιμαία Σχολή (1901) (σημ. 7) (εικ. 7), το Οθωμανικό Παρθεναγωγείο (1905) (εικ. 8) και ο Πύργος του Ωρολογιού (1905) (εικ. 9). Τα κλασικότροπα αυτά κτίρια οικοδομήθηκαν βάσει σχεδίων του γαλλικής εκπαίδευσης Γιαννιώτη, Περικλή Μελίρρυτου (1870-1937). Ο Μελίρρυτος, ο οποίος καταχωρείται στον σύγχρονο επαγγελματικό οδηγό των Ιωαννίνων ως «αρχιτέκτων» (σημ. 8) (Παπαγεωργίου, 2014), από τη θέση του μηχανικού του δήμου υπογράφει το διάγραμμα ρυμοτομίας της πόλης (1920). Τελευταίο του έργο είναι η βυζαντινού ύφους Καπλάνειος Σχολή (1926) (εικ. 10). Τα δημόσια κτίρια του Μελίρρυτου, ακολουθούν την πρώιμη ελληνική εκδοχή του νεοκλασικισμού, παρά το γεγονός ότι οικοδομήθηκαν την εποχή που η επίσημη αρχιτεκτονική είχε δεχθεί την επίδραση των γαλλικών και κεντροευρωπαϊκών ρευμάτων του εκλεκτικισμού και του νεομπαρόκ.
Στα τέλη του 19ου αιώνα εγκαθίσταται στα Ιωάννινα και εργάζεται ως νομομηχανικός του βιλαετίου, ο πολωνικής καταγωγής Ζίγκμουντ Μινέικο (1840-1925), ο οποίος ολοκλήρωσε τις σπουδές μηχανικού στη γαλλική Σχολή Πολέμου. Στον Μινέικο αποδίδεται η πατρότητα των σχεδίων του ορφανοτροφείου «Γ. Σταύρου» (σημ. 9) (εικ. 11). Ένας ακόμη μηχανικός που εργάστηκε στην πόλη συνεισφέροντας στην εισαγωγή νέων αρχιτεκτονικών προτύπων είναι ο Γεώργιος Ιωαννίδης (1863-1926). Αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Παρίσι, απασχολήθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα στην Αλβανία, ως επικεφαλής Γάλλων τεχνικών σε έργα οδοποιίας και κατόπιν εργάστηκε στην Αιθιοπία και στη Σαγκάη, όπου συμμετείχε στην κατασκευή του εθνικού σιδηροδρομικού δικτύου (Παπασταύρος, 1998). Το 1916 διορίστηκε δήμαρχος των Ιωαννίνων, αξίωμα που διατήρησε μέχρι το 1920. Μοναδικό διασωθέν από τα τρία έργα του στην πόλη είναι η οικία Κατσαδήμα (1909) (εικ. 12). Η κατοικία παρουσιάζει ιδιαίτερο ρυθμολογικό ενδιαφέρον, καθώς κινείται πέραν του νεοκλασικισμού, μεταξύ των τάσεων του νεομπαρόκ και του art–nouveau. Ο τοξωτός θόλος στην απόληξη του κτιρίου και η χρωματική επιλογή αποδεικνύουν τη διείσδυση των κεντροευρωπαϊκών αρχιτεκτονικών επιδράσεων. Η γιρλάντα, ως δείγμα συντηρητικής εφαρμογής των ρομαντικών θεμάτων του εκλεκτικισμού, προσδίδει κοσμοπολίτικη διάσταση και σηματοδοτεί την απόκλιση από τις σταθερές του αμιγούς κλασικισμού. Ανάμεσα στους μηχανικούς που εργάστηκαν στα Ιωάννινα πριν και μετά το γύρισμα του 20ού αιώνα, θα πρέπει να αναφερθούν ο Ζουλιέττι, ο Μπερνανσκόνι, ο οποίος συνέταξε το πρώτο ρυθμιστικό σχέδιο της πόλης, ο Σούλης, ο Χαρισιάδης και ο Σακελλάριος.
Το αρχιτεκτονικό παράδειγμα των δημόσιων κτιρίων ακολουθούν, ως είθισται, οι κατοικίες της ανώτερης αστικής τάξης. Η υιοθέτηση του νεοκλασικού ύφους στην περίπτωση των μεγαλοαστικών κατοικιών είναι εφικτή, κυρίως, λόγω της οικονομικής δυνατότητας των ιδιοκτητών να ανταπεξέλθουν στις νέες μορφολογικές και υλικές απαιτήσεις. Σε κάποιες περιπτώσεις εκτός από τους έμπειρους τεχνίτες απασχολούνται και επιστήμονες μηχανικοί (σημ. 10). Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο λόγιος, ποιητής και δημοσιογράφος Σωτήρης Ζούμπος (1985), από το 1900 και μετά οι κατοικίες των πλούσιων και των αρχόντων, έφεραν ως επί το πλείστον τον κλασικό κτιριακό τύπο. Κλασικότροπα αρχιτεκτονικά στοιχεία όπως κορνίζες ανοιγμάτων, φουρούσια κάτω από τους εξώστες, τοξωτά υπέρθυρα, γωνιόλιθοι, παραστάδες με κεραμικά επίκρανα, λάξευση της τοιχοποιίας του ισογείου, συμμετρικός κτιριακός όγκος και ρυθμική οργάνωση των ανοιγμάτων κάνουν την εμφάνισή τους στη διακόσμηση των όψεων. Ως χαρακτηριστικά παραδείγματα αστικών κατοικιών με κλασικίζουσα μορφολογία θα πρέπει να αναφέρουμε την οικία Πυρσινέλλα (εικ. 13), την οικία Λαζαρίδη (εικ. 14), την οικία Σπέγγου (εικ. 15), την οικία Τζαβέλλα (εικ. 16) και την οικία Τρούγκου-Σακελλίωνος (εικ. 17). Οι κατοικίες της ανώτερης αστικής τάξης χωροθετούνταν σε μεγάλα οικόπεδα, σε κάποιες περιπτώσεις στο πανταχόθεν ελεύθερο σύστημα, με αυλή και κήπο. Ο κτιριακός τύπος των αρχοντικών του 20ού αιώνα, ακόμη και στις περιπτώσεις που τα κελύφη εγγράφονται στην παραδοσιακή υφολογική προσέγγιση, αποτελεί μια αμιγή τυπολογική μορφή.
Στη λειτουργική οργάνωση των νεοκλασικών αστικών κατοικιών είναι εμφανής η εισαγωγή του προτύπου της συμμετρικής κάτοψης με τον κεντρικό προθάλαμο, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις διατηρείται και η παραδοσιακή διάταξη της εσωτερικής αυλής. Στις όψεις παρατηρείται συνήθως μια διακριτική υποδήλωση του ρυθμού και συντηρητική εφαρμογή των κλασικιστικών χαρακτηριστικών. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η απουσία της προεξοχής του μεσαίου τμήματος, της «αρχαϊκής» μορφής με την αετωματική στέγη και τα διακοσμητικά ακροκέραμα. Τα γείσα έχουν μικρή προεξοχή και λεπτό μέτωπο, η ζωφόρος αποδίδεται αφαιρετικά ή παραλείπεται και οι κιλλίβαντες (φουρούσια) των εξωστών κατασκευάζονται με αρκετά μικρό πάχος υλικού. Επιπλέον, καταργείται η στέψη με οριζόντιο γείσο, χαρακτηριστικό γνώρισμα του ώριμου αθηναϊκού κλασικισμού.
Η πλαισίωση των ανοιγμάτων είτε ακολουθεί το πρότυπο των αρχαίων θυρωμάτων και συγκροτείται από δύο ή τρεις βαθμιδωτές ταινίες με εξωτερικό περιμετρικό κυμάτιο, είτε εμφανίζεται αφαιρετικά με απλό επίπεδο πλαίσιο. Η χρήση τοξωτών ανοιγμάτων είναι περιορισμένη. Συναντάται στην οικία Λεβή (εικ. 18), ενώ τοξωτό υπέρθυρο εδραζόμενο σε επίκρανα παραστάδων συναντάται στις οικίες Μιχαηλίδη και Πυρσινέλλα. Στην αρχιτεκτονική διαμόρφωση της εξώθυρας χρησιμοποιούνται απλό πλαίσιο με τη διαβάθμιση του μετώπου σε ταινίες καθώς και ορθοστάτες σε μορφή παραστάδων με υπερκείμενο τριμερή θριγκό (εικ. 19). Η διακόσμηση του «τυφλού» τμήματος των θυρόφυλλων περιλαμβάνει κορνίζες και σκαλίσματα που απέδιδαν κυμάτια, φρίζες και γείσα. Οι κιλλίβαντες των εξωστών στις περισσότερες περιπτώσεις ακολουθούσαν την πρώιμη εκδοχή τους και αποτελούνταν από λιτούς μαρμάρινους προβόλους, πλευρικά επίπεδους, με καμπυλόσχημη την κάτω επιφάνεια. Στις οικίες Τζαβέλλα και Λαζαρίδη συναντάται ο πιο εξελιγμένος τύπος με πλήρη πλαστική επεξεργασία (έλικας στη βάση του προβόλου, άνθη, φύλλα ακάνθου κ.λπ.) (εικ. 20). Στην επεξεργασία των κιγκλιδωμάτων επιλεγόταν, κυρίως, ο οικονομικός τύπος σφυρήλατων βεργίων, συνήθως τετράγωνης διατομής, με γεωμετρική τάξη στην οργάνωσή τους, χωρίς ωστόσο να λείπουν τα χυτοσιδηρά κιγκλιδώματα με λεπτά διακοσμητικά μοτίβα (εικ. 21).
Στις αρχές του 20ού αιώνα, η εσωστρέφεια της παρελθούσης αρχιτεκτονικής πρακτικής αρχίζει σταδιακά να εγκαταλείπεται. Οφειλόταν, άλλωστε, στο φόβο και τη δουλεία, που δεν επέτρεπαν την ελεύθερη ζωή, τις διασκεδάσεις και τις εξόδους. Μέχρι την απελευθέρωση της πόλης, οι Γιαννιώτες απολάμβαναν την «κλειστή ζωή» του καστρόμορφου συμπαγούς κτιριακού τύπου εντός των «ευρύχωρων οικιών, των ηλιακωτών και των γραφικών κήπων» (Ζούμπος, 1985). Για πρώτη φορά εμφανίζεται στα δημόσια κτίρια και τα επώνυμα μέγαρα εξώστης προς το δρόμο. Η πρακτική αυτή, με την ταυτόχρονη υιοθέτηση των νεοκλασικών προτύπων, θα ακολουθηθεί και στην αρχιτεκτονική της μεσοαστικής κατοικίας. Στις κατοικίες των εμπόρων και των βιοτεχνών, παρατηρούνται περιορισμένες και διάσπαρτες αναφορές κλασικιστικών στοιχείων, με ευτελή υλικά. Η άκαµπτη διαμόρφωση της όψης επάνω σε ένα συµµετρικό σύστηµα αξόνων, η οποία δεν εξυπηρετεί πάντα τη λειτουργία της κάτοψης, δίνει τη θέση της σε απελευθερωμένες μορφολογικές διατυπώσεις. Στις όψεις παρατηρείται διατήρηση μερικών βασικών αρχών, ωστόσο η κάτοψη προσαρμόζεται στις εκάστοτε λειτουργικές απαιτήσεις, με αποτέλεσμα τη συχνή έκκεντρη τοποθέτηση της εισόδου. Τη διαφοροποίηση των αρχών διάρθρωσης της νεοκλασικής όψης επιτάσσει σε μεγάλο βαθμό η ύπαρξη μεικτής λειτουργίας στα κτίρια (εμπορικό κατάστημα στο ισόγειο και κατοικία στον όροφο), η οποία εξυπηρετεί τις απαιτήσεις των εμπόρων της αστικής τάξης. Στις περιπτώσεις αυτές ο ρυθμολογικός διάκοσμος αναπτύσσεται στον όροφο των κτιρίων. Η χρήση νεοκλασικών διακοσμητικών στοιχείων αυξάνεται μετά την απελευθέρωση της πόλης, ωστόσο στις περισσότερες περιπτώσεις περιορίζεται στα πλαίσια των ανοιγμάτων και στα αφαιρετικής μορφολογικής απόδοσης φουρούσια του κεντρικού εξώστη.
Συμπεράσματα
Αναζητώντας τα αίτια της περιορισμένης εμφάνισης της νεοκλασικής αρχιτεκτονικής στον αστικό ιστό των Ιωαννίνων, οδηγούμαστε στην τουρκοκρατούμενη πόλη. Η οθωμανικής επιρροής «πόλη-παζάρι», που δημιουργήθηκε στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα, έδωσε τη θέση της στη δυτικής επιρροής «πόλη-πρακτορείο», κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα (Δημητριάδης, 1993). Η μετάβαση αυτή δημιουργεί τις κατάλληλες συνθήκες για την περιστασιακή εμφάνιση του νεοκλασικού προτύπου, παρά το γεγονός πως τα παραδοσιακά κτιριολογικά και λειτουργικά πρότυπα είναι ακόμη καθιερωμένα.
Η όψιμη εμφάνιση του ρυθμού, στο πλαίσιο του εξευρωπαϊσμού της οθωμανικής αυτοκρατορίας, καθυστέρησε περισσότερο από μισό αιώνα σε σχέση με την ελληνική πρωτεύουσα και τις υπόλοιπες περιφέρειες του νεοσύστατου κράτους. Στην περίπτωση της μετεπαναστατικής Αθήνας η κρατική επιβολή του νεοκλασικισμού έγινε εύκολα αποδεκτή όχι μόνο σε χωρικό και κτιριολογικό επίπεδο, αλλά και σε ιδεολογικό. Αυτό φανερώνει το φαινόμενο του πάνδημου νεοκλασικισμού, δηλαδή η εμφάνιση του ρυθμού όχι μόνο στην επίσημη αλλά και στην ανώνυμη αρχιτεκτονική των ελληνικών πόλεων του 19ου αιώνα. Αντίθετα, τα Ιωάννινα μετά την ενσωμάτωσή τους στο ελληνικό κράτος, δεν επανιδρύθηκαν βάσει ενός ιδεολογικού, εθνικού και αισθητικού οράματος.
Τα περιορισμένα δείγματα εφαρμογής της νεοκλασικής αρχιτεκτονικής στην αστική κατοικία οφείλονται, όπως προαναφέρθηκε, κατά κύριο λόγο στην άρχουσα τάξη, η οποία ταυτίστηκε με τη νεωτερικότητα και τη μνημειακότητα που εκφράζει ο ρυθμός. Στην περίπτωση των μεσαίων και χαμηλών στρωμάτων δεν ανετράπη η παράδοση των λαϊκών αρχιτεκτονικών ιδιωμάτων της όψιμης οθωμανικής περιόδου. Άλλωστε, ο κοσμοπολίτικος και νεωτερικός αέρας των νεοκλασικών προσόψεων δεν φαινόταν να συνάδει με την εικόνα του κέντρου της πόλης στις αρχές του 20ού αιώνα. Το μεγαλύτερο τμήμα του οδικού δικτύου αποτελούνταν από στενούς δρόμους ακανόνιστων διαστάσεων, με αδιέξοδα και λιθόστρωτα καλντερίμια και ανεπαρκή φωτισμό. Ο βρετανικής καταγωγής γιατρός Henry Holland (1815) αναφέρει πως «(…) οι δρόμοι γίνονται σκοτεινότεροι εξαιτίας των ορόφων που εξέχουν χαμηλά (…)». Την επικρατούσα παραδοσιακή κτιριακή τυπολογία στο παλιό εμπορικό κέντρο, την οποία υπαγόρευαν οι μικρές ιδιοκτησίες ως αποτέλεσμα της μακροχρόνιας κατάτμησης, διαρρηγνύουν τα χάνια τα οποία εμφανίζουν σποραδικές αναφορές στο νεοκλασικό ιδίωμα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το πανδοχείο «Δωδώνη» στην οδό Ανεξαρτησίας (εικ. 22). Περιορισμένα δείγματα νεοκλασικής αρχιτεκτονικής εντοπίζονται, επίσης, κατά μήκος των οδών Κουντουριώτη, Παύλου Μελά (σημ. 11) αλλά και της Γιοσέφ Ελιγιά, στην οποία αναπτύσσονταν κατοικίες της εβραϊκής κοινότητας.
Σε ό,τι αφορά στην εφαρμογή του νεοκλασικού αρχιτεκτονικού ιδιώματος παρατηρείται εκτροπή από το συντηρητικό κλασικισμό της οθωνικής περιόδου, χωρίς ωστόσο να αναιρούνται οι θεμελιώδεις κανόνες του ρυθμού. Χαρακτηριστική είναι η απουσία άμετρου φορμαλισμού με απώτερο σκοπό τον εντυπωσιασμό, ακόμη και στην περίπτωση των δημόσιων μεγάρων. Στις κατοικίες, τα λιτά διακοσμητικά μέσα, η οικονομία και η διακριτικότητα στη χρήση πλαστικού διακόσμου, πιθανώς να οφείλονται και στην ανάγκη περιορισμού των εργασιών που απαιτούν εξειδικευμένες τεχνικές και επιφέρουν ιδιαίτερες οικονομικές επιβαρύνσεις. Αποτέλεσμα της περιορισμένης εφαρμογής του νεοκλασικού ρυθμού ήταν η έλλειψη εξοικείωσης και ειδίκευσης των ντόπιων εμπειροτεχνών, οι οποίοι είχαν την ευθύνη για τη δημιουργία της ιδιωτικής αρχιτεκτονικής. Σε αυτό οδήγησε η μικρή παρουσία τεχνικών επιστημόνων στην πόλη, η οποία συνέβαλε στη μη εξάπλωση του ρυθμού, καθώς η νεοκλασική αρχιτεκτονική πραγματοποιείται, καταρχήν, από αρχιτέκτονες και στη συνέχεια τυποποιείται σε επίπεδο σχεδιασμού και κατασκευής.
Εν κατακλείδι θα λέγαμε πως σε αντίθεση με άλλες ελληνικές πόλεις, η παρουσία των νεοκλασικών προτύπων στο γύρισμα του 20ού αιώνα δεν στάθηκε αρκετή για να αποκόψει οριστικά τα Ιωάννινα από το οθωμανικό παρελθόν. Τα δημόσια κτίρια και τα ιδιωτικά μέγαρα δεν κατόρθωσαν να εξαλείψουν τις υπάρχουσες σχέσεις και παραδόσεις του χώρου, στον οποίο κυριαρχούν, ακόμη και μετά την απελευθέρωση, τα λαϊκά και παραδοσιακά αρχιτεκτονικά ιδιώματα της προεπαναστατικής εποχής. Τα λιγοστά, ωστόσο, νεοκλασικά κατάλοιπα διατηρούν ακόμη τα αυθεντικά αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά τους, παρέχοντας σαφείς πληροφορίες για την εφαρμογή του ρυθμού στην πόλη.
Τζούλη Παπασταύρου
Αρχιτέκτων Ε.Μ.Π.
Beng. Cardiff University, U.K.
Υποψήφια Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Ιωαννίνων