Κατά έναν περίεργο τρόπο η ιστορία της Χίου της Οθωμανικής περιόδου συνδέεται με εκείνη της Τυνησίας της ίδιας περιόδου. Κοινός παρονομαστής των δύο χωρών αποτελεί ένα πρόσωπο. Πρόκειται για τον Mustafa Khaznadar ή αλλιώς Γεώργιο Χαλκιά-Στραβελάκη (σημ. 1).
Η πρώτη μου επαφή με το πρόσωπο του Mustafa Haznadar υπήρξε τυχαία και εντελώς ανυποψίαστη. Μία επιχρωματισμένη φωτογραφία του στα υπόγεια της Ιστορικής Βιβλιοθήκης «Κοραής» στη Χίο και μία επιγραφή στα ελληνικά που βρίσκεται στο πνευματικό κέντρο του ελληνορθόδοξου ναού του αγίου Γεωργίου της Τύνιδας στάθηκαν ικανά να πυροδοτήσουν την έναρξη μίας έρευνας γύρω από το πρόσωπο του Γεωργίου Στραβελάκη.
Τα πρώιμα χρόνια
Η μοίρα του Γεωργίου Στραβελάκη ή Χαλκιά υπήρξε απόλυτα συνδεδεμένη με την καταστροφή της Χίου από τους Τούρκους το 1822. Ο Στραβελάκης γεννήθηκε το 1817 στα Καρδάμυλα της Χίου από Έλληνες γονείς. Το ελληνικό του όνομα ήταν Γεώργιος Στραβελάκης-Χαλκιάς. Οι γονείς του υπήρξαν ο Στεφανής Στραβελάκης και η Ειρήνη. Τον Ιανουάριο του 1822, οι Χιώτες εξεγέρθησαν εναντίον της Οθωμανικής αυτοκρατορίας διεκδικώντας την απελευθέρωσή τους. Το αποτέλεσμα ήταν ο σουλτάνος να στείλει στη Χίο έναν στρατό αποτελούμενο από 10.000 στρατιώτες, προκειμένου να καταπνίξει την εξέγερση. Οι συνέπειες της επανάστασης είναι γνωστές και υπήρξαν τραγικές για τους κατοίκους της Χίου, καθώς περίπου είκοσι χιλιάδες κάτοικοι σφαγιάσθηκαν, ενώ πολλά γυναικόπαιδα μεταφέρθηκαν στα σκλαβοπάζαρα (σημ. 2).
Μέσα σε όλο αυτό το κλίμα της γενικής καταστροφής, ο Γεώργιος Στραβελάκης ακολουθεί τη μοίρα των συμπατριωτών του. Για τα γεγονότα της αιχμαλωσίας του και της τελικής κατάληξής του στην Τυνησία έχουμε μία πολύτιμη ελληνική πηγή. Πρόκειται για την μαρτυρία της Χατζηευγενίας Στραβελάκη, της νύφης του τρίτου αδελφού του Γεωργίου Στραβελάκη, του Κωσταντή, ο οποίος διέφυγε της σφαγής και παρέμεινε στην Χίο.
Η Χατζηευγενία διηγείται πως, όταν ο τουρκικός στρατός έφτασε στη Χίο, ο Στεφανής Στραβελάκης κατέφυγε στο νεκροταφείο της εκκλησίας της Αγίας Μαρίνας στα Καρδάμυλα (σημ. 3).
«Τότες στα ’21 ήταν κρυμμένοι στην Αγιά-Μαρίνα ο πατέρας του πεθερού μου, ο Στεφανής ο Στραβελλάκης, εις τα μνήματα μέσα της εκκλησιάς. Ήταν δική του η εκκλησιά» (σημ. 4).
Οι Τούρκοι ζήτησαν από τους Έλληνες που κρύβονταν να παραδοθούν και να προσκυνήσουν. Μεταξύ αυτών που κατέβηκαν για να παραδοθούν ήταν και η γυναίκα του Στεφανή Στραβελάκη, η Ειρήνη, μαζί με τα δύο της μεγαλύτερα παιδιά, τον Γιώργο και τον Γιάννη, ενώ δεν πήρε μαζί της τον τρίτο γιο της, τον Κωσταντή (σημ. 5).
«Η μητέρα του πεθερού μου τότες επήρεν τα δύο παιδιά, το Γιώργη και τον Γιάννη και επήγεν να προσκυνήσει. Ο Κωνσταντής, ο πιο μικρός, έμεινε».
Ο Γιάννης ήταν 14 και ο Γιώργος 5 ετών. Ο μεγαλύτερος μάλιστα έψελνε στην εκκλησία, ενώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η πληροφορία πως επρόκειτο για πολύ όμορφα παιδιά, γεγονός που ίσως απέβη καθοριστικό για τη μετέπειτα εξέλιξη της ζωής τους (σημ. 6).
«…και τα δύο ομορφόπαιδα σαν αγγελούδια»
Τα γυναικόπαιδα τελικά αιχμαλωτίστηκαν και οδηγήθηκαν στη Χώρα. Περνώντας από την εκκλησία της Αγίας Μαρίνας, ο πατέρας τους, ο οποίος είχε κρυφτεί στο νεκροταφείο, βλέποντας τα παιδιά του και τη γυναίκα του αιχμαλώτους, αποκαλύφθηκε και παρακάλεσε τους Τούρκους να τους αφήσουν, ανταλάσσοντας τον εαυτό του στη θέση τους. Παρ’ όλα αυτά, επειδή οι διαταγές ήταν ρητές, δεν εισακούστηκε και σφαγιάσθηκε επιτόπου (σημ. 7). Τα παιδιά και η μητέρα τους οδηγήθηκαν αρχικά στη Σμύρνη, όπου και παρέμεινε η μητέρα και ακολούθως τα δύο αδέλφια πωλήθηκαν και οδηγήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη (σημ. 8). Στην Πόλη τα παιδιά πωλήθηκαν εκ νέου σε απεσταλμένους του μπέη της Τύνιδας Hussein (1824-1835) στον οποίο και εστάλησαν ως δώρο.
Είναι χαρακτηριστική στην αφήγηση της Χατζηευγενίας Στραβελάκη η αγωνία της μητέρας των δύο αγοριών (σημ. 9), η οποία τους έδινε ευχή και κατάρα να μην τουρκέψουν και να μην χωρίσουν ποτέ. Μάλιστα, έχει διασωθεί ένα μοιρολόι που τους έλεγε:
«Τούτην τη νύχταν κι άλλη μια / θα σας θωρρώ, κι απέκει πια… / ω Γιώργη μου και Γιάννη μου, / πανώριο μου ζευγάρι» (σημ. 10)
Βέβαια, παρ’ όλα αυτά η ζωή τα έφερε διαφορετικά και τα δύο παιδιά αναγκάστηκαν να αλλάξουν όνομα και θρησκεία ζώντας μέσα στην αυλή των μπέηδων της Τύνιδας.
Τα χρόνια στην Τυνησία
Ο μπέης Hussein εισήγαγε τον νεαρό μαμελούκο (σημ. 11) Γεώργιο Στραβελάκη στον κύκλο του ανιψιού του Ahmad, με τον οποίο οι σχέσεις ήταν σχεδόν αδελφικές, καθώς τα δύο παιδιά μεγάλωσαν μαζί. Μάλιστα, υπάρχει η πληροφορία πως η μητέρα του Ahmad φερόταν στον Γεώργιο Στραβελάκη σαν να ήταν εγγόνι της (σημ. 12). Ο μικρός Γεώργιος Στραβελάκης λαμβάνει το μουσουλμανικό όνομα Mustapha, ενώ ο αδελφός του Γιάννης ονομάζεται Ahmad. Ο πρίγκιπας Ahmad όρισε για τον νεαρό Mustapha δύο δασκάλους: τον σεΐχη Abu Zayd ‘Abd Al-Rahman Al-Kamil και τον σεΐχη Mustafa Bu Ghazli, οι οποίοι του δίδαξαν αραβικά και τον εισήγαγαν στις βάσεις του ισλαμικού πολιτισμού (σημ. 13). Μολονότι ο Γεώργιος Στραβελάκης διατήρησε τις μνήμες της ελληνικής προέλευσής του, ασπάσθηκε το Ισλάμ, είχε ξεχάσει εντελώς τη μητρική γλώσσα του, ενώ κατανοούσε την ιταλική γλώσσα, η οποία ομιλούνταν αυτήν την περίοδο στην αυλή των Χουσεϊνιδών στο Bardo (σημ. 14).
Ο Khaznadar ήταν σύμφωνα με τις τυνησιακές πηγές ένας ευφυές, ανοιχτόμυαλο άτομο και εντυπωσιακά προσαρμοστικό στις περιστάσεις. Γι’ αυτό το λόγο από την ηλικία των 20 ετών πέτυχε να ανέλθει στην υψηλότερη βαθμίδα του κράτους, όπου επρόκειτο να παραμείνει για τα επόμενα 36 έτη. Πιθανώς, θα είχε κρατήσει αυτό το αξίωμά του μέχρι το θάνατό του στην Τύνιδα το 1878, εάν η επέμβαση των Γάλλων πρακτόρων δεν είχε επιφέρει την πτώση του στις 21 Οκτωβρίου του 1873 (σημ. 15).
Το χαρακτηριστικό γνώρισμα της πολιτικής του σταδιοδρομίας του είναι ότι υπήρξε διαδοχικά πρωθυπουργός για τρεις μπέηδες: τον Ahmad (1837-55), τον Muhammad (1855-9) και τον Muhammad al-Sadik (1859-73). Μάλιστα, οι ιστορικοί μιλούν για μία σταδιακά αυξανόμενη δύναμη του Khaznadar, η οποία συγχρόνως είχε ως αποτέλεσμα να δίνει στον εκάστοτε μπέη την εντύπωση ότι ήταν ο πραγματικός κυβερνήτης.
Εξαρχής, ο μπέης Ahmad τον επέλεξε να είναι ο προσωπικός γραμματέας και σύμβουλός του, και τον προήγαγε στη συνέχεια σε θησαυροφύλακα των κρατικών οικονομικών. Άλλωστε, η λέξη khaznadar σημαίνει στα αραβικά θησαυροφύλακας (σημ. 16). Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός της λήψης αυτής της θέσης από τον Γεώργιο Σταβελάκη, καθώς ήταν ήδη υπεύθυνος για τα προσωπικά οικονομικά του πρίγκιπα Ahmad, προτού ο τελευταίος γίνει μπέης. Ο Στραβελάκης ανέλαβε τη θέση αυτή στις 10 Radjab 1253 (10 Οκτωβρίου 1837), ενώ έλαβε γρήγορα σε ηλικία μόλις 20 ετών τον τίτλο του πρωθυπουργού, τον οποίο και κράτησε μέχρι το θάνατο του μπέη στις 14 Ramadan 1271 (30 Μαΐου 1855) (σημ. 17).
Κατά τη διάρκεια αυτών των δεκαοκτώ χρόνων, προσπάθησε να αυξήσει την ισχύ του αξιώματός του, χωρίς ωστόσο να πραγματοποιήσει οποιαδήποτε προφανή αλλαγή στο σύστημα διακυβέρνησης. Κατά την διάρκεια της πρώτης νομισματικής μεταρρύθμισης το 1847, η υπογραφή του εμφανίζεται στα διατάγματα που εκδίδονται δίπλα σε αυτή του μπέη σαν να ήταν συγκυβερνήτης. Επίσης, είχε αρκετή επιρροή πάνω στον μπέη ώστε να τον αποτρέψει από το να καταδικάσει σε θάνατο έναν επαρχιακό κυβερνήτη. Επιπλέον, είναι αλήθεια ότι ο γάμος του με την αδελφή του μπέη, την Lalla Kalthum (σημ. 18) το 1839 ενίσχυσε τις οικογενειακές σχέσεις του Khaznadarμε την οικογένεια του μπέη, γεγονός που ευνόησε τις περαιτέρω παρεμβάσεις του στην διακυβέρνηση της χώρας (σημ. 19).
Μετά το θάνατο του Ahmad μπέη στην εξουσία ανήλθε ο Muhammad μπέης (1855-1859). Σε αυτή την περίοδο ο Mustapha Khaznadar χρειάστηκε να δράσει με διαφορετικούς τρόπους προκειμένου να διατηρήσει τη θέση του. Είναι γεγονός πως ο Khaznadar υπέστη ένα πλήγμα στο αξίωμά του, αλλά εξαγοράζοντας με χρυσό τους παλαιούς υποστηρικτές του μπέη και έχοντας την ικανότητα να προσαρμοστεί στους τρόπους του νέου ηγεμόνα κατάφερε να παραμείνει στην εξουσία. Εντούτοις, οι αποχρώσεις των αμοιβαίων σχέσεων του Khaznadarμε τον μπέη Muhammad ήταν πολύ διαφορετικές από αυτές που επικρατούσαν κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του προηγούμενου μπέη. Όταν, μάλιστα, ο μπέης Muhammadεξέδωσε ένα νέο χρυσό νόμισμα, το όνομα του Khaznadarδεν συνδέθηκε πλέον με το δικό του (σημ. 20). Συνεπώς, δεν προκαλεί κατάπληξη το γεγονός πως λίγο πριν το θάνατό του στις 24 Safar 1276 (22 Σεπτεμβρίου 1859), ο μπέης Muhammad είχε σταματήσει να του έχει εμπιστοσύνη (σημ. 21).
Η σχέση του Khaznadar με τον επόμενο μπέη, τον MuhammadAl-Sadik υπήρξε πολύ πιο ξεκάθαρη. Η εμπιστοσύνη που αναπτύχθηκε ανάμεσά τους μπορεί να βασιστεί σε κάποια ενδεικτικά σημεία που βεβαιώνουν πως ο Mustapha Khaznadar είχε εξασφαλίσει ένα είδος «μαγικής» επιρροής πάνω στον μπέη. Ενδεικτική αυτής της κατάστασης είναι η εύστοχη παρατήρηση του στρατηγού Duchesne de Bellecourt, του Γάλλου προξένου στην Τυνησία, ο οποίος είπε τον Σεπτέμβριο του 1865 πως στο πρόσωπο του Mustafa Khaznadar αναγνώρισε τον πραγματικό απόλυτο κυβερνήτη της χώρας. Ποιος μπορούσε να αμφισβητήσει αυτό, από τη στιγμή που ο Khaznadar ήταν σε θέση να οργανώσει μια μικρής κλίμακας εξέγερση μέσα στο παλάτι προκειμένου να τοποθετηθούν οι επαναστάτες και στενοί του φίλοι σε θέσεις εξουσίας, όπως ήταν τα Υπουργεία Εσωτερικών, Πολέμου και Ναυτικού; Μάλιστα, ο ίδιος ο Khaznadar κράτησε προσωπικά, εκτός από τη θέση του πρωθυπουργού, δύο ακόμη υπουργεία: το Υπουργείο των Εξωτερικών και των Οικονομικών (σημ. 22).
Όσον αφορά στην εξωτερική πολιτική, μπορεί να διαπιστωθεί ότι γενικά ακολούθησε μια ταλαντευόμενη πολιτική, η οποία ισορροπούσε μεταξύ των προξένων της Γαλλίας και της Μεγάλης Βρετανίας και που δικαιολογείται από την προσπάθειά του να διατηρήσει την ανεξαρτησία της χώρας του. Μάλιστα, ο υμνητής του Khaznadar, ο ιστορικός Ed. Desfossés, τον υπερασπίζεται θερμά σε αυτό το σημείο. Πιο συγκεκριμένα, δηλώνει ότι «αντιστάθηκε στις δολοπλοκίες και τις απειλές της Υψηλής Πύλης, της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας και ήξερε πώς να αποτρέψει την κατάληψη της χώρας του από τα ξένα στρατεύματα και να διατηρήσει την κυριαρχική της ακεραιότητα και την ανεξαρτησία της» (σημ. 23). Επίσης, ο Desfossés παρατηρεί πως ο Khaznadar ως Έλληνας, δεν είχε καμία φυσική κλίση προς την Τουρκία, και φαίνεται ότι επί μπέη Ahmad είχε συμφωνήσει με τον κύριό του να αντισταθεί στις αξιώσεις της Υψηλής Πύλης που ήθελε να θεωρείται ο μπέης υποτελής και απαιτούσε έναν ετήσιο φόρο (σημ. 24).
Ο φόβος του πως θα δει τη Γαλλία να εισβάλλει στην Τυνησία, όπως είχε ήδη συμβεί με την Αλγερία, τον οδήγησε στο να επιδιώξει την υποστήριξη της γαλλικής πλευράς προκειμένου να αποτραπεί αυτός ο κίνδυνος. Ουσιαστικά, από 1856 και εντεύθεν αντιλήφθηκε την επιρροή της Μεγάλης Βρετανίας μέσα από τις εγκάρδιες σχέσεις του με το Βρετανό πρόξενο Richard Wood, ενώ μετά τον Δεκέμβριο του 1864 (σημ. 25) προχώρησε σε μία αποκατάσταση της γαλλικής επιρροής, έστω και μόνο προκειμένου να διατηρήσει τη θέση του. Εντούτοις, ήταν ο Wood που τον συμβούλεψε να αποκαταστήσει τις σχέσεις με την Υψηλή Πύλη και να ζητήσει από τον σουλτάνο Abd-al-Aziz ένα φιρμάνι με το οποίο θα ρυθμίζονταν οι σχέσεις με τον μπέη της Τύνιδας (σημ. 26).
Φαίνεται ότι κάποιος μπορεί να υποθέσει πως η εξωτερική πολιτική της Τυνησίας με τις πολλές διακυμάνσεις της είχε καθοδηγηθεί από τον ίδιο τον Mustapha Khaznadar, επηρεασμένη λίγο έως πολύ από τις επεμβάσεις των Γάλλων και Βρετανών προξένων. Οι ίδιοι οι μπέηδες φαίνεται πως ελάμβαναν ελάχιστες αποφάσεις, οι οποίες στηρίζονταν σε δικές τους πρωτοβουλίες.
Όσον αφορά στην εσωτερική πολιτική της χώρας που χαρακτηρίζει την περίοδο διακυβέρνησης του Γεωργίου Στραβελάκη ως Μεγάλου Βεζίρη (σημ. 27) τρία γεγονότα είναι αξιοσημείωτα. Το πρώτο γεγονός, το οποίο έχει νομική σημασία, περιλαμβάνει τη χορήγηση του πρώτου τυνησιακού συντάγματος. Ένας συνασπισμός Γάλλων και Βρετανών προξένων οδήγησε τον Mustapha Khaznadar να επιβάλει στον μπέη την ανάγκη για αυτήν την μεταρρύθμιση, με στόχο κατά ένα μεγάλο μέρος την καθιέρωση μιας φιλελεύθερης φήμης του στα μάτια των ευρωπαϊκών εθνών. Ο μπέης Muhammad στις 9 Σεπτεμβρίου του 1857 ενώπιον μίας συγκέντρωσης όλων των αξιωματούχων των εθνών, εξήγγειλε την πρόθεσή του να παραχωρήσει ένα σύνταγμα στο λαό του και απαρίθμησε τις κύριες αρχές ενός Βασικού Συμφώνου (σημ. 28). Αυτό το Σύμφωνο επρόκειτο να συνδέσει τον κυβερνήτη με τους υπηκόους του και να αποτελέσει τη βάση του νέου Συντάγματος, δηλαδή του Dustur. Το σύνταγμα διακηρύχθηκε στα μέσα Ιανουαρίου του 1861 και τέθηκε σε ισχύ στις 23 Απριλίου του ίδιου χρόνου, ενώ ουσιαστικά προορίστηκε να επιβεβαιώσει την ανώτατη δύναμη του Mustapha Khaznadar. Επίσης, οδήγησε στο σχηματισμό του Ανώτατου Συμβουλίου, αποτελούμενου από 60 μέλη, στο οποίο συγκεντρώθηκαν όλη η δύναμη, η επιρροή και ο πλούτος. Ουσιαστικά, το σύνταγμα ήταν μόνο ένα προπέτασμα καπνού που κάλυπτε τη συσσώρευση όλης της δύναμης στα χέρια των μαμελούκων εις βάρος των Τυνήσιων χωρικών. Τελικά, όλες αυτές οι συνθήκες οδήγησαν στην λαϊκή επανάσταση της Τυνησίας του 1864 (σημ. 29).
Το δεύτερο γεγονός που συνδέεται με τη διακυβέρνηση του Mustapha Khaznadar είναι κοινωνικής φύσης και αφορά αυτήν ακριβώς την εξέγερση. Στην πραγματικότητα, εξαιτίας αυτής της εξέγερσης των φυλών υπό την ηγεσία του Aliben Ghadahum τον Απριλίο του 1864, ο Mustafa Khaznadar βυθίστηκε στις κρατικές υποθέσεις σχεδόν αβοήθητος, δεδομένου ότι ο μπέης έδωσε την εντύπωση πως ήταν απών. Ο Khaznadar έβαλε σε εφαρμογή την έξυπνη πολιτική του διαχωρισμού που βοήθησε στο να θρυμματίσει την εξέγερση των φυλών, ενώ παράλληλα προκάλεσε μεταξύ τους ένα πλήθος ανταγωνισμών. Κατά τη διάρκεια της ειρήνευσης, υποσχέθηκε αμνηστία, μείωσε στο μισό τη δεκάτη (ushur) στα δημητριακά και προχώρησε στο διορισμό ιθαγενούς Τυνήσιου καδή αντί μαμελούκου, αλλά στην πραγματικότητα με αυτές τις ενέργειες υπεράσπιζε τη θέση του ως πρωθυπουργός, η οποία είχε απειληθεί άμεσα (σημ. 30).
Το τρίτο γεγονός της διακυβέρνησης του Mustapha Khaznadar είναι οικονομικής φύσης και μπορεί να συνοψισθεί στο χρέος της χώρας που ακολουθήθηκε από δύο δάνεια. Η κατάσταση του χρέους χαρακτηρίζεται από τις περιοδικές πληρωμές των ανωτέρων υπαλλήλων και του στρατού. Προκειμένου να διασωθούν οι πόροι χρηματοδότησης της χώρας, ο Mustapha Khaznadar προσέφυγε σε ένα διπλό δάνειο, ένα το 1863 και ένα το 1865, τα οποία είχαν καταστροφικές συνέπειες. Η απάντηση στην πτώχευση που ακολούθησε ήταν η καθιέρωση μιας διεθνούς οικονομικής επιτροπής (Γαλλία, Μεγάλη Βρετανία και Ιταλία) με τον Khayral-Din ως πρόεδρο και γενικό επιθεωρητή των γαλλικών πόρων χρηματοδότησης και τον Francois Villet, ως αντιπρόεδρο (από το 1869 έως το 1874). Μάλιστα, ο τελευταίος σε δύο σημειώματα που απηύθυνε στο Υπουργείο Εξωτερικών της Γαλλίας κατήρτισε ένα σοβαρό κατηγορητήριο εναντίον του Mustapha Khaznadar. Τον κατηγορούσε πως είχε οργανώσει ένα τεράστιας εμβέλειας σχέδιο που στόχευσε στη λεηλασία των κεφαλαίων του τυνησιακού κράτους (σημ. 31).
Σε συνεδρίαση που έγινε στο παλάτι του Bardo ενώπιον του μπέη ο Mustapha Khaznadar απεδέχθη τις κατηγορίες και ομολόγησε την ενοχή του. Στις 21 Οκτωβρίου του 1873 υπέστη πλήρη ατίμωση, καθώς του αφαιρέθηκαν όλα του τα αξιώματα και οι τίτλοι, συνελήφθη και τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό στο παλάτι του (σημ. 32) στην Τύνιδα με την τελική κατηγορία της αφαίρεσης 80 εκατομμυρίων φράγκων από τα κρατικά κεφάλαια. Ο Mustapha Khaznadar πέθανε απομονωμένος και μισητός από όλους στις 26 Ιουλίου του 1878 (σημ. 33), όμως ετάφη με τιμές στο Tourbet El Bey (σημ. 34) ως μέλος της πριγκιπικής οικογένειας.
Οι σχέσεις με την οικογένεια στην Ελλάδα και την ελληνική κοινότητα της Τύνιδος
Οι πληροφορίες που έχουμε για τις σχέσεις του Γεωργίου Στραβελάκη με την οικογένειά του στην Ελλάδα, αλλά και την ελληνική κοινότητα της Τύνιδας προέρχονται τόσο από την ελληνική πλευρά, όσο και από την τυνησιακή. Η Ευγενία Στραβελάκη στην μαρτυρία της, που ήδη αναφέραμε παραπάνω, αναφέρεται σε ένα περιστατικό κατά το οποίο τα δύο αδέλφια, Γιάννης και Γεώργιος, ψάχνουν τον τρίτο τους αδελφό, Κωσταντή, ο οποίος παρέμεινε βρέφος στη Χίο, κατά τα γεγονότα της σφαγής (σημ. 35).
«Έπειτα ο Γιάννης είπε του Γιώργη. Έχομεν και αδελφόν, που μπορεί να ’ναι φτωχός. Δεν πρέπει να τον ζητήσομεν να δούμε ίσως σώζεται;»
Αντιλαμβανόμαστε από τα παραπάνω λόγια πως ο Γιάννης είχε σαφώς πιο έντονες μνήμες από το νησί και την οικογένειά του, καθώς είχε αιχμαλωτιστεί σε ηλικία 14 ετών. Αναμφίβολα, στα δύσκολα χρόνια της αιχμαλωσίας, αλλά και στην εποχή της ανέλιξης στα αξιώματα της Τυνησίας ο Γιάννης θα λειτουργούσε ως ασπίδα προστασίας για τον μικρότερό του αδελφό. Αυτή η σχέση και συνεργασία των δύο αδελφών διατηρήθηκε μέχρι και το θάνατο του Γιάννη Στραβελάκη.
Οι αδελφοί από την Τύνιδα απέστειλαν επίσημους απεσταλμένους στο νησί της Χίου το 1944 προκειμένου να αναζητήσουν τον Κωσταντή και να τον φέρουν στην Τύνιδα. Η έκπληξη του Κωσταντή ήταν πολύ μεγάλη, όπως επίσης και ο φόβος του, αλλά η επιμονή των απεσταλμένων έκαμψε τις αντιστάσεις του (σημ. 36). Ενδεικτικό του φόβου του Κωσταντή για το μακρινό ταξίδι και την τύχη της οικογενείας του που άφηνε πίσω αποτελεί το γεγονός πως πριν φύγει έκανε τη διαθήκη του και κοινώνησε (σημ. 37). Στην Τύνιδα η υποδοχή του Κωσταντή ήταν μεγαλοπρεπής και ασφαλώς η συνάντηση των τριών αδελφών εξαιρετικά συγκινητική, ιδιαιτέρως μάλιστα, όταν πληροφορούνται το θάνατο της μητέρας τους (σημ. 38).
Η διήγηση της Ευγενίας Στραβελάκη μας δίνει την πληροφορία πως ο Γιάννης Στραβελάκης σκεφτόταν να πάει στην Κωνσταντινούπολη και να ζητήσει από τον Σουλτάνο να απαλλάξει το νησί της Χίου από τη φορολογία (σημ. 39). Αυτό δεν επιβεβαιώνεται από τις ιστορικές πηγές της Τύνιδας επισήμως. Παρ’ όλα αυτά θα πρέπει να ήταν μία σκέψη του Γιάννη Στραβελάκη που συζητούσε με τον αδελφό του, Γεώργιο κατ’ ιδίαν και την οποία όμως δεν κατάφερε να υλοποιήσει, καθώς τον πρόλαβε ο θάνατος.
Ο Κωσταντής Στραβελάκης θα επιστρέψει στην Χίο προκειμένου να παραλάβει την οικογένειά του και να επισκεφθούν εκ νέου την Τύνιδα (σημ. 40). Η ίδια η Ευγενία Στραβελάκη αναφέρει πως επισκέφθηκε την Τύνιδα το 1861 μαζί με τον άνδρα της Λαμπρινό Στραβελάκη, το γιο του Κωσταντή Στραβελάκη, όπου και παρέμειναν για δύο χρόνια. Η Χατζηευγενία μας πληροφορεί πως της έκανε βαθύτατη εντύπωση η έντονη θρησκευτική πίστη των μουσουλμάνων της τυνησιακής αυλής (σημ. 41). Επιπλέον, αναφέρεται στην παρουσία και άλλων Χιωτών στο παλάτι του Βardo, οι οποίοι είχαν ανέλθει σε διάφορα αξιώματα (σημ. 42).
Από τις τυνησιακές πηγές πληροφορούμαστε πως ο Mustapha Khaznadar διατηρούσε έντονες τις αναμνήσεις από το νησί της Χίου, είχε επαφές με την εκεί οικογένειά του και επίσης είχε στείλει 10.000 riyals από το κρατικό ταμείο προκειμένου να σπουδάσει τα ανίψια του από την Χίο στο Παρίσι (σημ. 43).
Πολύ σημαντική, επίσης, ήταν η συμβολή των δύο Χιωτών αδελφών στην ζωή της ελληνικής κοινότητας της Τύνιδας. Στην αφήγηση της Ευγενίας Στραβελάκη αναφέρεται πως ο Γιάννης Στραβελάκης παρέμεινε χριστιανός και έκτισε δύο εκκλησίες: τον Άγιο Γεώργιο και τον Άγιο Ιωάννη (σημ. 44). Ο Άγιος Γεώργιος βρίσκεται στην καρδιά της Τύνιδας, πίσω από τον καθεδρικό ναό των Καθολικών (Αρχιεπισκοπή) στην 5 rue de Rome. Εντύπωση προκαλεί η εγγύτητα του ναού με το παλάτι του Mustapha Khaznadar. Στο ναό του Αγίου Γεωργίου και πιο συγκεκριμένα μέσα στο πνευματικό κέντρο του ναού υπάρχει τιμητική επιγραφή για τον Mustapha Khaznadar της ελληνικής κοινότητας της Τύνιδας. Η επιγραφή φέρει την ημερομηνία Κατά μήνα Ιούλιον 1917 (1 Σεπτ. 1917). Στο κείμενο διαβάζουμε: «Εις μνήμην διηνεκή και αϊδίου ευγνωμοσύνης τέκμαρσιν/τω/χριστιανών μεν γεννητόρων γόνω εν δε καιροίς κρισίμοις προς αλλοτρίαν μεταπεσόντι πίστιν/Μουσταφά των Χασναδάρη/[εκ του των Χίων Χαλκιάδων ή Στραβελάκηδων γένους]/ώπερ/η τε καθόλου εν Τύνιδι ομογενής παροικία πλείσθ’ όσα ώφληκε/ και αυτό δε το ιερόν τόδε της Ορθοδοξίας τέμενος την αυτού αναφέρει υπόστασιν/ η ελληνίς εν τη παρά τον Τύνητα πόλει επιλογάς/ως μεγάλω αυτήν ευεργέτη/τήδε τη πλάκα ανατίθησι. Η επιγραφή κάτω αριστερά φέρει την υπογραφή M. Funaro. Πρόκειται για τον ιταλό εβραϊκής καταγωγής γλύπτη, Fumaro, ο οποίος εγχάραξε την επιγραφή.
Σχετικά με τη δεύτερη εκκλησία, τον Άγιο Ιωάννη, η Ευγενία Στραβελάκη αφηγείται πως επρόκειτο για μία εκκλησία στο ελληνικό κοιμητήριο, η οποία πωλήθηκε μαζί με το χώρο του κοιμητηρίου στους Γάλλους προκειμένου αυτή να γίνει τελωνείο την εποχή της παραμονής της στην Τύνιδα (1861) (σημ. 45).
Το 1868 ο πρόξενος του ελληνικού κράτους στη Χίο, Σπυρίδων Λογιωτατίδης έλαβε την πρωτοβουλία να στείλει επιστολή στον Mustapha Khaznadar για να του θυμίζει την ανάγκη για τη δημιουργία των προξενικών σχέσεων μεταξύ της Τυνησίας και του Βασιλείου της Ελλάδος (σημ. 46). Στην επιστολή του, ο πρόξενος αναφέρει πως ο ίδιος γνώριζε τα φιλελληνικά συναισθήματα του Khaznadar μέσα από τις συστάσεις ενός κατοίκου της Χίου, που ονομαζόταν Μιχαήλ Κουτσούδης, ο οποίος είχε εμπορικές σχέσεις με το μπεηλίκι της Τύνιδας (σημ. 47). Άγνωστο γιατί, ο Mustapha Khaznadar δεν ανταποκρίθηκε σε αυτή την επιστολή. Ίσως οι σημαντικές οικονομικές εξελίξεις της Τυνησίας να μην του άφησαν χρόνο να ασχοληθεί με αυτό το θέμα.
Συμπέρασμα
Είναι δύσκολο να γίνει σε αυτή τη συνάφεια μια αμερόληπτη κρίση για το πρόσωπο του Γιώργου Στραβελάκη ή Mustapha Khaznadar, αν λάβουμε υπόψη τις πολυάριθμες οικονομικές κερδοσκοπίες και σκάνδαλα στα οποία υπέπεσε. Είναι βέβαιο, πως ο Khaznadar γεννήθηκε σε ταραγμένα χρόνια εξαιτίας των οποίων η ζωή του ανατράπηκε εκ θεμελίων. Από αιχμάλωτο παιδί της σφαγή της Χίου είχε την τύχη να οδηγηθεί στην αυλή του μπέη της Τύνιδος και την ικανότητα να ανελιχθεί στο υψηλότερο αξίωμα μετά από αυτό του μπέη. Σχεδόν για σαράντα χρόνια κυβέρνησε με σταθερό χέρι τις κρατικές υποθέσεις επισκιάζοντας πολλές φορές τους ίδιους τους μπέηδες.
Βέβαια, αυτή του η ισχύς δεν τον απάλλαξε από προβλήματα που προκλήθηκαν κυρίως από τις ίδιες τις επιλογές του. Άνθρωπος του καιρού του, ο Khaznadar φαίνεται πως έζησε τη ζωή του σε κάθε βαθμό έντασης. Εντούτοις, θα ήταν άδικο να αποδοθούν όλες οι ευθύνες στον Mustapha Khaznadar και να απαλλαχθούν οι τρεις μπέηδες, αλλά και όλοι οι ανώτεροι υπάλληλοι της κυβέρνησης. Αναμφίβολα, ο Mustafa Khaznadar θα πρέπει να χρησιμοποίησε τη λεπτή νοημοσύνη του για να εξασφαλίσει μια τέτοια υπεροχή πάνω στους τρεις μπέηδες της Τυνησίας. Μέσα από την προσαρμοστικότητά του στις εναλλασσόμενες συνθήκες της περιόδου πέτυχε να διατηρηθεί στην εξουσία, ενώ παράλληλα κράτησε τις ισορροπίες της χώρας του στο διεθνές πολιτικό σκηνικό της εποχής.