Κατά τον 20ό αιώνα η επιστήμη της αρχαιολογίας μετατράπηκε από μία κοσμική δραστηριότητα αρχαιοφιλίας, η οποία είχε τις ρίζες της στην κλασική παιδεία, σε έναν τομέα που επεκτείνεται στις ανθρωπιστικές σπουδές και τις θετικές επιστήμες και παράλληλα επιδιώκει να καταστεί προσιτός στο ευρύ κοινό. Οι αρχαιολόγοι πλέον προσπαθούν να απαντήσουν σε θεμελιώδη ερωτήματα σχετικά με την ανθρώπινη εμπειρία και να κατανοήσουν το ρόλο της αρχαιολογίας στο σύγχρονο κόσμο και δεν αρκούνται στα ευρήματα και τη χρονολόγησή τους. Αυτού του είδους τα προβλήματα έδειξαν πως η αρχαιολογία δεν μπορεί να υφίσταται χωρίς θεωρητικό υπόβαθρο.
Η συστηματική χρήση της θεωρίας είχε την αφετηρία της πριν 40 χρόνια με την εμφάνιση της «Νέας αρχαιολογίας», η οποία προσπαθούσε να εδραιώσει τον επιστημονικό της λόγο πάνω σε μεθοδολογικές θεωρίες των θετικών επιστημών. Είκοσι χρόνια αργότερα, οι μαρξιστές και οι δομιστές αρχαιολόγοι άρχισαν να εφαρμόζουν με επιτυχία ερμηνευτικές θεωρίες και σχετικές μεθοδολογικές προσεγγίσεις, οι οποίες άλλοτε συγκρούονταν, άλλοτε ανταγωνίζονταν και κάποιες φορές ασκούσαν επίδραση.
Η «Νέα αρχαιολογία» αποτέλεσε το ξεκίνημα της σύγχρονης αρχαιολογικής σκέψης, όταν το 1960 οι Lewis Binford και David Clarke άρχισαν να δοκιμάζουν ένα μεγάλο αριθμό νέων προσεγγίσεων. Ασχολήθηκαν με την εξήγηση και την ερμηνεία του αρχαιολογικού υλικού, και με την κριτική του επεξεργασία. Η «Νέα αρχαιολογία» συνέβαλε πραγματικά στην αρχαιολογική έρευνα με την επιστημονική ανάλυση του υλικού και με την υποστήριξη θεωρήσεων, όπως η διαδικασία της εντόπιας εξέλιξης του πολιτισμού και της κοινωνίας. Παρ’ όλα όμως τα θετικά σημεία της, η «Νέα αρχαιολογία» χαρακτηρίστηκε από υπερβολές, εμμονές και προκαταλήψεις που οδήγησαν την αρχαιολογική επιστήμη σε αδιέξοδο και σε ένα σημείο αναθεώρησης. Σε αυτό βοήθησαν η μαρξιστική και η «μετα-διαδικαστική σκέψη» που αντλούν ιδέες από το χώρο της κοινωνικής θεωρίας, της ιστορίας και της κοινωνικής ανθρωπολογίας.
Η ανάγκη αναπροσανατολισμού προέκυψε από την απαίτηση του ευρύτερου κοινού να εξηγούνται τα αρχαιολογικά ευρήματα σε ένα επίπεδο πιο φιλοσοφικό και ανθρωποκεντρικό και πιο προσιτό από τον αυστηρό ακαδημαϊσμό του εξειδικευμένου αρχαιολογικού διαλόγου. Επίσης, οι ίδιοι οι αρχαιολόγοι επιθυμούσαν να δουν με κριτικό μάτι τον υποκειμενισμό τους απέναντι στο υλικό τους και να επισημάνουν πως οι προηγούμενοι ερευνητές είχαν επιβάλει τα δικά τους συστήματα αξιών στη διάρκεια της ερμηνείας. Η άσκηση ακατάπαυστης κριτικής στην έρευνα είναι η βάση της νέας επιστημολογίας, η οποία είναι υπό συνεχή διαμόρφωση. Αντλεί εμπνεύσεις από μια σειρά διανοητικών και ερευνητικών παραδόσεων στο χώρο των ανθρωπιστικών επιστημών, όπως ο μαρξισμός και η κριτική θεωρία, ο μεταδομισμός, η ερμηνευτική, ο φεμινισμός, η φαινομενολογία και η μετα-αποικιακή σκέψη. Απέναντι στη μονολιθικότητα και τη μονομέρεια των θετικιστών βρίσκεται πλέον η διαφοροποίηση, η αντίθεση και η αβεβαιότητα. Μια πολυφωνική πραγματικότητα που επιβάλλει πολλαπλή ανάγνωση του υλικού πολιτισμού ως κειμένου και ποικιλία προοπτικών στη διάρκεια της μετάφρασης του νοήματος στη σύγχρονη γλώσσα.
Η θεωρία στις ανθρωπιστικές σπουδές αποτελεί τη φιλοσοφική και διανοητική αναζήτηση που σχετίζεται με την έννοια του ανθρώπινου είδους ή την ερμηνεία της εκάστοτε συμπεριφοράς του. Στην αρχαιολογία η κυρίαρχη μορφή θεωρίας είναι η κοινωνική, η οποία σχετίζεται με τον υλικό πολιτισμό ως τμήμα της κοινωνικής πραγματικότητας, γεμάτο νόημα. Η έμφαση των νέων τάσεων δεν βρίσκεται πια στη μέθοδο, δηλ. στο πώς πρέπει να προσεγγίσουμε την αρχαιότητα, αλλά στην καθαρή θεωρία, δηλ. στις ερμηνείες και τα ερωτήματα γύρω από τη φύση, τη λειτουργία και το νόημα όψεων της αρχαιότητας βάσει υλικών ενδείξεων, και στην κριτική θεώρηση βασικών εννοιών και θεμάτων που άπτονται της αρχαιολογική ερμηνείας.
Οι νέες κατευθύνσεις τοποθετούν τον αρχαιολογικό κλάδο αναμφίβολα μέσα στις επιστήμες της κοινωνίας και του πολιτισμού. Αυτό έχει ως συνέπεια η αρχαιολογική θεωρία να είναι στο σύνολό της κοινωνική θεωρία και γι’ αυτό μπορεί να προσεγγιστεί μέσα από κοινωνιολογικές προοπτικές. Στην αρχαιολογική πρακτική της λειτουργικής και θετικιστικής παράδοσης έγινε ανεπαρκής αφομοίωση της κοινωνικής θεωρίας. Με αυτό τον τρόπο ο αρχαιολόγος εμφανίζεται είτε ως εξερευνητής που ανακαλύπτει πράγματα είτε ως επιστήμονας της συμπεριφοράς. Το ενδιαφέρον για τη συμπεριφορά παραμένει, αλλά δίνεται βαρύτητα τώρα στο νόημά της και στις απαρχές του στην πρώιμη σκέψη.
Η ιδεολογική δυναμική του υλικού πολιτισμού διαμορφώνεται μέσα σε μια μεγάλη ποικιλία από συμφραζόμενα, πολιτισμικά, κοινωνικά, ιστορικά, οικονομικά και πολιτικά. Ύστερα από τον εντοπισμό των αρχαιολογικών συναφειών και συνευρημάτων θεωρείται απαραίτητη η αναζήτηση των συμφραζομένων κατασκευής, λειτουργίας και χρήσης του τεχνέργου. Όλες αυτές οι συνάφειες καθορίζουν τον χαρακτήρα και το νόημα του αρχαιολογικού υλικού. Η ερμηνεία του υλικού πολιτισμού παραμένει κεντρικό ζήτημα στην αρχαιολογία. Σύμφωνα με την τρέχουσα ερμηνευτική άποψη, εκείνο που ουσιαστικά αυτή περιλαμβάνει είναι πέρα από την αναζήτηση της αλήθειας που προκύπτει από τα συμφραζόμενα της δράσης στο παρελθόν, δηλ. μια ανάγνωση των παλιών τεχνέργων με βάση τα τωρινά συμφραζόμενα και την ένταξή τους στο παρόν.
Αν και είναι πολύ δύσκολο να αναγνωριστεί ακόμη μια παγκόσμια σχολή σκέψης στους κόλπους της σημερινής αρχαιολογίας, εντούτοις πολύ συχνά διαφορετικές προσεγγίσεις συγκλίνουν προς μία ενιαία ματιά, με επίκεντρο την οικουμενική περιπέτεια του ανθρώπου. Στο πλαίσιο αυτό η νέα κοινωνική και ερμηνευτική αρχαιολογία θέτει διάφορους στόχους. Βασικό της μέλημα είναι να συζητήσει με κριτική διάθεση και συνθετικό πνεύμα, τα διάφορα θεωρητικά ρεύματα, ιδιαίτερα τον τρόπο που αυτά αλληλοσυμπληρώνονται ή συγχωνεύονται, διαθέτοντας κοινές αρχές που εμφανίζονται σημαντικά αποστασιοποιημένες τόσο από την παραδοσιακή, όσο και από τη νέα ή διαδικαστική αρχαιολογία.
Λόγω της ανεπάρκειας των πηγών-λειψάνων του παρελθόντος και ένεκα των συμφερόντων στο παρόν, προκύπτουν πολλαπλές ερμηνείες, παρουσιάσεις και αναπαραστάσεις που συχνά απομακρύνονται από τα βασικά κριτήρια της επιστήμης. Επιβεβαιώνεται το γεγονός πως η κατανόηση του παρελθόντος έχει πάντοτε τα συμφραζόμενά της στο παρόν και η αρχαιολογία έχει διπλό σκοπό: την ανασυγκρότηση του παρελθόντος και την αυτοσυγκρότηση της ίδιας μέσα στον σύγχρονο κόσμο. Η ερμηνεία της αρχαιολογικής διαδικασίας οφείλει να περιλαμβάνει την επανεξέταση των καταβολών και των σκοπών της αρχαιολογίας, καθώς και ένα νεωτεριστικό πρόγραμμα για το μέλλον, το οποίο να εστιάζει στο σύνολο της ανθρωπότητας του χθες και του σήμερα.
Βάλια Παπαναστασοπούλου
22.08.2012