Το ρεμπικαριό (αποστακτήριο ούζου), Χίος αρχές του 1900.
Γεωργός – Παραγωγός σούμας (ρακιού), με τον ίδιο τρόπο γίνεται ακόμα και σήμερα.
Παίρνουμε τα τσίπουρα (ό,τι απομένει από τα πατημένα σταφύλια) μαζί με σύκα και το ανάλογο νερό, τα βάζουμε σε πίθους ή βαρέλια και τα σκεπάζουμε. Μετά από αρκετές μέρες παίρνουμε νερό απ΄τα τσίπουρα σ΄ένα μπρικάκι, το ζεσταίνουμε και δοκιμάζουμε να το ανάψουμε. Όταν ανάψει και βγάλει θαλασσιά φλόγα “όχι κόκκινη” τότε είναι έτοιμο για καζάνισμα (απόσταξη). Η διαδικασία είναι η εξής: Βάζουμε σε δυνατή φωτιά το καζάνι με τα τσίπουρα και το ανάλογο νερό (2:1). Το σκεπάζουμε με ειδικό καπάκι, που με ένα μπρούτζινο σωλήνα συνδέεται με τον καλόγερο. Τις συνδέσεις τις φράζουμε με λάσπη από στάχτη. Έτσι ο ατμός από το βράσιμο περνάει από τον σωλήνα στον καλόγερο, ο οποίος βρίσκεται μέσα σε μια δεξαμενή με νερό. Ψύχεται, υγροποιείται και το ούζο (ρακί) βγαίνει από τον λουλά (ένα σωληνάκι χαμηλά στη δεξαμενή) και χύνεται στην μπουρνιά, ένα ειδικό πήλινο δοχείο που έχει στόμιο σαν χωνί. Για να βγει το δυνατό ρακί (δευτερόβγαρμα) το ξανακαζανίζουμε και προσθέτουμε στο καζάνι για καλύτερη γεύση λίγο αλάτι, μήλα, κυδώνια, πορτοκάλια, μαστίχι, γλυκάνισο κ.α.
Καλόγερος: ένα μπρούτζινο κυλινδρικό δοχείο με διάμετρο 30 εκατοστά περίπου, το οποίο λόγω της μεγάλης του επιφάνειας βοηθάει στην υγροποίηση του ατμού.
Πηγή: από το βιβλίο “Μιάν βολάν τσ΄έναν τσαιρόν ήτον…” του Γιάννη Κολλιάρου.