Πλωτό Ναυτικό Μουσείο Θωρηκτό «Γ. Αβέρωφ»
© OpenStreetMap contributors

Ναύαρχος Κουντουριώτης, Θωρηκτό «Γ. Αβέρωφ»

Ο Παύλος Κουντουριώτης (9 Απριλίου 1855 − 22 Αυγούστου 1935), γεννήθηκε στην Ύδρα και καταγόταν από την αρχοντική ναυτική οικογένεια Κουντουριώτη.
Ο πατέρας του, Θεόδωρος Κουντουριώτης ήταν γιός του Γεωργίου, που είχε διατελέσει Πρόεδρος του Εκτελεστικού για μεγάλο χρονικό διάστημα τα δύσκολα χρόνια της δεκαετίας του 1820, όταν ο ελληνισμός πάλευε για τη λευτεριά του.
Ο χαρακτήρας κάθε ανθρώπου εκτός από τα κληρονομικά του χαρακτηριστικά διαμορφώνεται και από το περιβάλλον στο οποίο γεννιέται και τις συνθήκες μέσα στις οποίες μεγαλώνει και αντιλαμβάνεται τα πρώτα του ερεθίσματα από τον κόσμο.
Ο Κουντουριώτης γεννήθηκε το 1855 στην Ύδρα, μόλις 30 χρόνια μετά την κορύφωση της ελληνικής επανάστασης. Στην Ύδρα, τότε, ζούσαν ακόμη πολλοί ναυτικοί του ’21 και το λιμάνι της έσφυζε από ιστιοφόρα, πολλά από τα οποία ανήκαν στους θρυλικούς ναυμάχους της επανάστασης και είχαν κυβερνηθεί απ’ αυτούς.
Έτσι ακολουθώντας τη ναυτική παράδοση της οικογένειας κατατάχθηκε στο Βασιλικό Ναυτικό. Η φρόνηση, με τη γενναιότητα που άγγιζε τα όρια του παράλογου, το μυαλό με την καρδιά.
Το 1873 κατατάσσεται στο Ναυτικό Σχολείο, πρόδρομο της μετέπειτα Σχολής Ναυτικών Δοκίμων, το 1877 αποφοιτά και τον επόμενο χρόνο ονομάζεται Σημαιοφόρος.

Το 1886 συμμετείχε ως υποπλοίαρχος σε ναυτικές επιχειρήσεις στην Πρέβεζα, καθώς και σε αυτές στην Κρήτη κατά τον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897 με τον βαθμό του πλωτάρχη. Ως κυβερνήτης του ατμομυώδρομου «Αλφειός» αποβίβασε το εκστρατευτικό σώμα του Συνταγματάρχου Τιμολέοντος Βάσσου στο Κολυμπάρι Χανίων τον Φεβρουάριο του 1897 και στη Σκάλα Λεπτοκαρυάς τον Απρίλιο του 1897. Ως κυβερνήτης του εκπαιδευτικού «Μιαούλης», ο ανθυποπλοίαρχος τότε Κουντουριώτης πραγματοποίησε το πρώτο υπερπόντιο ταξίδι ελληνικού πολεμικού, φθάνοντας ως την αμερικανική ήπειρο, και συγκεκριμένα στη Βοστώνη και τη Φιλαδέλφεια. Το 1908 έγινε υπασπιστής του βασιλέως Γεωργίου Α΄ και τον επόμενο χρόνο προάχθηκε σε πλοίαρχο.

Τον Ιούνιο του 1911 και λόγω απειθαρχίας του πληρώματος του θωρηκτού «Αβέρωφ», τη θέση του κυβερνήτη ανέλαβε ο τότε πλοίαρχος Παύλος Κουντουριώτης.
Με την έκρηξη των Βαλκανικών Πολέμων προάχθηκε σε υποναύαρχο ενώ στις 16 Απριλίου του 1912 έγινε αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι τις 16 Σεπτεμβρίου 1912.
Στη συνέχεια γίνεται αρχηγός του στόλου του Αιγαίου και αναλαμβάνει δράση. Ως κυβερνήτης του θωρηκτού «Αβερωφ» καταλαμβάνει τη Λήμνο, ενώ τις επόμενες ημέρες ακολουθούν οι Θάσος, Ίμβρος, Τένεδος, Ψαρά, Άγιος Ευστράτιος και Σαμοθράκη.
Μέχρι τις 21 Δεκεμβρίου είχε κατορθώσει να ελευθερώσει όλα σχεδόν τα νησιά του Αιγαίου, συμπεριλαμβανομένης και της Χίου. Με το θωρηκτό «Αβέρωφ» συμμετέσχε σε δύο ναυμαχίες, σε αυτή της Έλλης και σε αυτή της Λήμνου (5 Ιανουαρίου 1913).
Η τελευταία ναυμαχία κερδήθηκε χάρη σε παράτολμο ελιγμό του Κουντουριώτη, ο οποίος θεωρήθηκε ασυλλόγιστος ηρωισμός. Οι επιτυχημένοι χειρισμοί του ανάγκασαν τον τουρκικό στόλο να αποσυρθεί στα Δαρδανέλλια.

Με τη λήξη των Βαλκανικών Πολέμων προάχθηκε σε αντιναύαρχο δια εξαιρετικάς εν πολέμω υπηρεσίας. Ήταν ο πρώτος Έλληνας μετά τον Κωνσταντίνο Κανάρη που ελάμβανε αυτό τον βαθμό. Στη συνέχεια ανέλαβε το υπουργείο Ναυτικών στις κυβερνήσεις Αλέξανδρου Ζαΐμη και Στέφανου Σκουλούδη. Διαφωνώντας με την πολιτική της ουδετερότητας της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο συμμετέσχε στην κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης ως μέλος της Τριανδρίας (Δαγκλής-Βενιζέλος-Κουντουριώτης).
Το 1917 ανέλαβε για ακόμη μια φορά το χαρτοφυλάκιο του υπουργείου ναυτικών και την ίδια χρονιά αποστρατεύθηκε με τον βαθμό του ναυάρχου τιμής ένεκεν.

Μετά τον θάνατο του βασιλιά Αλέξανδρου, ανέλαβε καθήκοντα αντιβασιλέως μέχρι τον Νοέμβριο του 1920, και ξανά μετά την αναχώρηση του Βασιλέως Κωνσταντίνου για την Μικρά Ασία (την άνοιξη του 1921 μέχρι την άνοιξη του 1922).
Επίσης μετά την αναχώρηση του Γεωργίου Β΄ από τη χώρα, τον Δεκέμβριο του 1923, έως την ανακήρυξη της Δημοκρατίας, τον Μάρτιο του 1924. Ως πρόσωπο μεγάλου κύρους και ευρείας αποδοχής εκλέχθηκε προσωρινά πρώτος Πρόεδρος της Δημοκρατίας, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι το 1926, όταν και παραιτήθηκε διαμαρτυρόμενος για τη δικτατορία του στρατηγού Θεόδωρου Παγκάλου.
Στις 4 Ιουνίου 1929 επανεκλέχθηκε στο αξίωμα του Προέδρου από τη Βουλή και τη Γερουσία, αλλά παραιτήθηκε οριστικά αυτή τη φορά, τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου, για λόγους υγείας.

Απεβίωσε στις 22 Αυγούστου 1935 στο Παλαιό Φάληρο. Είχε νυμφευθεί δύο φορές, στο Λονδίνο το 1889 με την Αγγελική Πετροκόκκινου (1865-1903) απο την οποία απέκτησε και παιδια και στην Αθήνα το 1918 με την Ελένη Κούππα (1876-1957).Ενταφιάστηκε στην Ύδρα, κατόπιν επιθυμίας του.