Το ξυλόγυπτο ακρόπρωρο απο το υδραίικο μπρίκι «Άρης» του Ανδρέα Μιαούλη, 19ος αι. Η μορφή του ακροπρώρου παραπέμπει σε χαλκογραφία του Μεγάλου Αλεξάνδρου που εξέδωσε το 1797 ο Ρήγας Βελεστινλής (αρ. 509).
Συλλογή Ακροπρώρων, ξύλινα αγάλματα που κοσμούσαν την άκρη της πλώρης, αποτελούσαν στην ελληνική ναυτική παράδοση το έμβλημα του πλοίου.
Έργα λαϊκής ξυλογλυπτικής, κατασκεύαζονταν συνήθως στα καρνάγια των νησιών από έμπειρους καραβομαργκούς. Απεικόνιζαν μυθικά όντα της θάλασσας, γοργόνες και θρησκευτικές μορφές.
Με την ανάπτυξη της ελληνικής ναυτιλίας από τα τέλη του 18ου αιώνα, έγιναν μέσο έκφρασης της αφυπνιζόμενης εθνικής συνείδησης απεικονίζοντας ήρωες της αρχαίας ιστορίας και μυθολογίας.
Η συλλογή άρχισε να συγκροτείται από τα πρώτα χρόνια λειτουργίας του μουσείου και περιλαμβάνει μικρό αριθμό ακροπρώρων από εμπορικά πλοία των ναυτικών νήσων του Αιγαίου, τα οποία στην Επανάσταση 1821 μετατράπηκαν σε πολεμικά. Πολλά από αυτά φέρουν ως σήμερα ίχνη από βλήματα.
Αναμεσά τους τα ακρόπρωρα των πλοίων Θεμιστοκλής των αδελφών Τομπάζη (ναυπηγήθηκε στην Ύδρα 1812), Άρης του Α. Μιαούλη (Ύδρα 1813), Αγαμέμνων της Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας (Σπέτσες 1820) κ.α.