Κρεοπωλείο αρχές του 1900 στη Χίο.
Κρεοπώλης (Μακελάρης ή Χασάπης).
Μακελιό σημαίνει χασαπιό, σφαγείο. Ο μακελάρης ήταν ταυτόχρονα και κρεοπώλης. Ο ίδιος έσφαζε τα ζώα ( βόδια, χοίρους, αιγοπρόβατα) και τα πουλούσε.
Το Πάσχα έσφαζε κατσικάκια και προβατάκια των συγχωριανών του κι έπαιρνε για τον κόπο του τις προβιές.
Το σφάξιμο γινόταν Παρασκευή ή προπαραμονή μεγάλων γιορτών, κάτω από ένα μεγάλο δέντρο, έξω από το χωριό ή μέσα στο χωριό, κάτω από μακριά οριζόντια πέτρα, στερεωμένη σε τοίχους, για να κρεμάζει τα σφαγμένα, προκειμένου να τα γδέρνει και να τα τεμαχίζει.
Το Σάββατο έβγαινε σε μικρότερα χωριά με το μουλάρι, του έβαζε πάνω απ΄το σαμάρι ένα μεγάλο κόκκινο ρούχο, για να μην ακουμπά το κρέας στο ζώο, το φόρτωνε δεξιά κι αριστερά, κι έκοβε «παρουσία του πελάτη» το κρέας της επιλογής του.
Πηγή : από το βιβλίο “Μιάν βολάν τσ΄έναν τσαιρόν ήτον…” του Γιάννη Κολλιάρου.