Τον Μάρτιο 2017 άρχισε να λειτουργεί στο κτίριο των Στρατώνων Καποδίστρια, στο Άργος, το Βυζαντινό Μουσείο Αργολίδας, που αποτελεί και το πρώτο βυζαντινό μουσείο στην Πελοπόννησο. Σαράντα χρόνια μετά εκείνη την αλήστου μνήμης απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου Άργους, που αποφάσισε να κατεδαφιστεί το ιστορικό κτίριο (άνοιξη 1977: «αποφασίζουμε να κατεδαφιστεί το κτίριο των στρατώνων, ώστε μετά να προγραμματίσουμε τι θα κάνουμε»), και ένα τέταρτο αιώνα (από το 1992), οπότε μέρος του κτιρίου παραχωρήθηκε από τον Δήμο Άργους στο Υπουργείο Πολιτισμού για την ίδρυση Βυζαντινού Μουσείου, επιτέλους δημιουργήθηκε μια αξιομνημόνευτη αλλά και πρωτοποριακή μονάδα πολιτισμού.
Ευθύς εξαρχής θα πρέπει να πούμε ότι, βεβαίως, η διάταξη και ο εμπλουτισμός ενός μουσείου εξαρτώνται ευθέως από τον αριθμό, το είδος και την ποιότητα των εκθεμάτων. Εξαρτώνται, όμως, εξίσου από την θεωρητική αντίληψη για την όποια περίοδο αφορά το συγκεκριμένο μουσείο. Στην προκειμένη περίπτωση η αντίληψη που πρυτάνευσε συμπίπτει με τις πλέον σύγχρονες και «ανοιχτές» απόψεις για τον τρόπο οργάνωσης των μουσειακών συλλογών, που ειδικά για την Ελλάδα είναι πρωτοποριακές, μάλιστα σε πόλεις όπως το Άργος, ιδίως με τη σημερινή διαχείρισή του*. Συνοπτικά και πριν εισέλθουμε στις επί μέρους λεπτομέρειες υπογραμμίζουμε την κινούσα ιδέα για την οργάνωση των εκθεμάτων, που είναι εκείνη της προσέγγισης της ζωής, ατομικής και συλλογικής, κατά τη βυζαντινή περίοδο του Άργους, της Αργολίδας και της ευρύτερης περιοχής τους.
Το μουσείο καταλαμβάνει τη δυτική πτέρυγα των Στρατώνων Καποδίστρια και τη μισή νότια πτέρυγα. Στη δυτική πτέρυγα έγινε ριζική επέμβαση, με την κατεδάφιση τμήματος του δαπέδου μεταξύ πρώτου ορόφου και ισογείου, και σε αυτήν κυρίως αναπτύσσονται τα εκθέματα του μουσείου (αναπαράγουμε σχετική φωτογραφία και τη σχεδιαστική αναπαράσταση από το σχετικό ενημερωτικό έντυπο). Η νότια πτέρυγα προορίζεται για την οργάνωση περιοδικών εκθέσεων και συνεδρίων.
Η όλη έκθεση αντικειμένων αναπτύσσεται σε τέσσερις κύριες ενότητες. Η πρώτη αφορά την περίοδο ίδρυσης της βυζαντινής αυτοκρατορίας και επιβολής της νέας χριστιανικής θρησκείας, κατά την οποία είναι εμφανής η επιβίωση εθίμων και τεχνοτροπιών των δομών της αρχαιότητας στην καθημερινή ζωή. Η δεύτερη ενότητα αφορά τη μετάβαση στον μεσαίωνα (κυρίως 7ος-9ος αιώνας), με εντυπωσιακό έκθεμα τα ευρήματα του σπηλαίου της Ανδρίτσας, που αποκαλύφθηκε τυχαία μόλις πριν μερικά χρόνια.
Η τρίτη ενότητα προσεγγίζει τη μεσοβυζαντινή Αργολίδα, όπου η Εκκλησία αναδεικνύεται σε κέντρο της κοινωνικής ζωής, είναι δε και η πλουσιότερη σε αριθμό εκθεμάτων, αφού επιπλέον αφορά πολλές πτυχές της οικονομικής ζωής, τα διάφορα επαγγέλματα και τα σχετικά αντικείμενα, αλλά και τη ζωή στο βυζαντινό σπίτι, με τα εκεί ιδιαίτερα αντικείμενα, που εικονίζουν και τις οικιακές λειτουργίες ανδρών, γυναικών και παιδιών.
Η τέταρτη ενότητα είναι και η πλέον πρωτότυπη, αφού αναφέρεται στην Αργολίδα ως σταυροδρόμι πολιτισμών, που κατά κανόνα ενσωματώθηκαν και αφομοιώθηκαν από τα εντόπια στοιχεία. Αναφορές γίνονται σε σλαβικά φύλα, στους Φράγκους, στους Βενετούς, στους Αρβανίτες και στους Οθωμανούς. Η ενότητα αυτή, όπως και οι άλλες άλλωστε, επιδέχεται βέβαια προσθήκες και άλλες αναφορές, όπως για το καθοριστικό γεγονός ότι επί σουλτάνου Βαγιαζήτ ολόκληρος ο πληθυσμός του Άργους υποχρεώθηκε να μετοικίσει στη Μικρά Ασία. Αλλά τουλάχιστο φωτογραφική απεικόνιση θα πρέπει να γίνει και για τα σωζόμενα βυζαντινά μνημεία της Αργολίδας (ναοί και μοναστήρια).
Το πολύ κατατοπιστικό κείμενο του ενημερωτικού φυλλαδίου οφείλεται στην αρχαιολόγο κα Αναστασία Βασιλείου. Αλλά τόσο σε αυτό όσο και στην εισαγωγική πινακίδα της εισόδου του μουσείου θα πρέπει να προστεθούν ορισμένες, εντελώς απαραίτητες, κατά τη γνώμη μας, πληροφορίες. Και πρώτα απ’ όλα ότι οι Στρατώνες Καποδίστρια κηρύχθηκαν τρεις φορές διατηρητέοι (υπουργική απόφαση Γ. Πλυτά – ΥΠΠΟ–1978, ΚΑΣ άνοιξη 1980 και προεδρικό διάταγμα Κων. Καραμανλή Οκτ. 1980 – με προτείναντα Υπουργό ΥΧΟΠ πάλι τον Γ. Πλυτά), ενώ επί Μ. Μερκούρη, το 1985, ξεκίνησε η διαδικασία για την αξιοποίηση του κτιρίου.
Επίσης θα πρέπει να αναπαραχθούν βασικές απεικονίσεις του κτιρίου: του Κόκρελ (αρχές 19ου αιώνα – παρουσιάζει το μπεζεστένι), του Κέλνμπέργκερ (παρουσιάζει την βόρεια πτέρυγα πριν την πυρκαγιά του 1833), την πανοραμική φωτογραφία της βόρειας πτέρυγας το 1905 και τη χαμηλή αεροφωτογραφία του 1932. Στη σχετική μελέτη μου στα «Αρχιτεκτονικά Θέματα» του 1979 έχω δημοσιεύσει τις περισσότερες από αυτές και δεν έχω αντίρρηση να αναπαραχθούν, με μνεία της πηγής βέβαια.
Στην ηλεκτρονική πληροφόρηση του μουσείου νομίζω ότι θα πρέπει να ενταχθούν ή να αναφερθούν οι δύο μελέτες μου για το όλο κτίριο και για τον αγώνα για τη διάσωσή του (εκτός αυτής των «Αρχιτεκτονικών Θεμάτων», η δεύτερη στον συλλογικό τόμο «Το οικολογικό κίνημα στην Ελλάδα» – 1987). Και οι δύο έχουν δημοσιευθεί στην τοπική ηλεκτρονική «Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού» – http://argolikivivliothiki.gr
Η ίδρυση και λειτουργία του νέου Βυζαντινού Μουσείου Αργολίδας κινεί τη σκέψη του τι μένει και μπορεί να δημιουργηθεί ανά τον ελλαδικό χώρο, αλλά και το ποιες τερατώδεις καθυστερήσεις παντοίας φύσεως εμποδίζουν την πραγμάτωση χρήσιμων σχεδίων και προτάσεων. Στο μεταξύ, όμως, ο χρόνος κυλά με ταχύτητα…
Βασίλης Κ. Δωροβίνης
27 Απριλίου 2017
* Είναι χαρακτηριστικό ότι το Βυζαντινό Μουσείο άρχισε να λειτουργεί με ευπρεπισμένο τον μισό αύλειο χώρο των Στρατώνων Καποδίστρια, αυτόν που «αντιστοιχεί» στο Μουσείο. Ο άλλος μισός, που χρησιμοποιεί ο Δήμος, βρίσκεται στην κατάσταση της φωτογραφίας που δημοσιεύουμε…
[Εικ. 1. Το Βυζαντινό Μουσείο Άργους λειτουργεί στο κτίριο των Στρατώνων Καποδίστρια. Εικ. 2. Σχεδιαστική αναπαράσταση της έκθεσης. Εικ. 3. Τμήμα του αύλειου χώρου των Στρατώνων Καποδίστρια.]