Το ερώτημα ξεκίνησε να μου κεντρίζει το ενδιαφέρον στις αρχές Ιουνίου με την επιστροφή μιας εικόνας, από το μουσείο όπου φυλασσόταν, σε μοναστήρι της Ρωσίας με την ευλογία του Βλαντιμίρ Πούτιν. Ο προβληματισμός συνεχίστηκε όταν, στην Ιταλία, μια εικόνα φιλοτεχνημένη από τον Καραβάτζιο ακολούθησε τον αντίθετο δρόμο – από μια εκκλησία στη Μεσσίνα κατέληξε σε έκθεση στη Ρώμη, μετά από συντήρησή της. Και μετά από αυτές τις δύο πρόσφατες περιπτώσεις, ολοένα έρχονται στο μυαλό μου άλλες παλαιότερες: εκείνες της επιστροφής φορητών εικόνων και τοιχογραφιών σε εκκλησίες της Κύπρου ή η πιθανή επιστροφή εικόνων σε εκκλησίες της Ηπείρου μετά την εύρεσή τους σε γκαλερί στο Λονδίνο. Ταυτόχρονα έρχονται στο νου εικόνες και τοιχογραφίες κακοσυντηρημένες ή αθέατες από τη φθορά του χρόνου και τα τάματα των πιστών, σε ναούς όπου εκπρόσωπος της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας έχει χρόνια να παραστεί, όπου η φροντίδα των κειμηλίων επαφίεται στα χέρια φιλότιμων μεν, αδαών δε, νεωκόρων. Και το ερώτημα είναι: πρέπει τα αντικείμενα θρησκευτικού χαρακτήρα και ταυτόχρονα αρχαιολογικής αξίας να παραμένουν στις εκκλησίες όπου ανήκουν ή να φυλάσσονται σε μουσεία;
Τα θρησκευτικά αντικείμενα με αρχαιολογική αξία έχουν μια διττή φύση. Από την μια πλευρά αποτελούν έργα τέχνης και φέρουν τα χαρακτηριστικά ενός συγκεκριμένου ιδεολογικού πρίσματος, κτήματος της ανθρωπότητας. Έχουν λοιπόν θέση στα μουσεία. Αν όμως στην περίπτωση άλλων κειμηλίων το ιδεολογικό πρίσμα μέσα από το οποίο αναπτύχθηκαν είναι νεκρό (π.χ. αρχαίες λατρείες ή πολιτισμοί), εδώ είναι ζωντανό και εξελισσόμενο. Πρόκειται για τη χριστιανική πίστη που «εκφράζεται» μέσα από διάφορες παραδόσεις (δογματικές ή γεωπολιτικές). Έχουμε λοιπόν το δικαίωμα να αποκόψουμε ένα αντικείμενο από το ζωντανό περιβάλλον του;
Αρχικά, αξίζει να παραθέσουμε τα στοιχεία για τα οποία μεριμνούμε κατά τη διαχείριση οποιουδήποτε κειμηλίου. Αυτά είναι: α. η γειτνίασή του –όσο το δυνατόν περισσότερο– με το περιβάλλον του (context), β. η προστασία του (διατήρηση, συντήρηση, ασφάλεια) και γ. η πρόσβαση του κοινού σε αυτό (για αρχαιογνωσία, χρήση από την επιστήμη κ.ά.). Στις περισσότερες περιπτώσεις, το contextδιαταράσσεται κατά την ανασκαφή ή με την πάροδο του χρόνου, ενώ ζητούμενα παραμένουν η προστασία και η προσβασιμότητα. Έτσι, έχουμε την αναπόφευκτη έκθεση των κειμηλίων στα μουσεία ενώ, σε άλλες περιπτώσεις, το ίδιο το contextγίνεται ολόκληρο ένα μουσειακό έκθεμα (π.χ. μεσαιωνικοί πύργοι στη Δύση όπου διατηρούνται συλλογές με πανοπλίες, πορτρέτα όσων έζησαν εκεί κ.λπ.).
Στις εκκλησίες όμως έχουμε την ιδιαίτερη περίπτωση ενός αδιατάρακτου και ζώντος context. Μέσα σε αυτό τα κειμήλια συνεχίζουν να υπηρετούν το σκοπό για τον οποίο φιλοτεχνήθηκαν ενώ φέρουν ακόμη τον συμβολισμό που τους απέδωσαν οι δημιουργοί τους. Ας δούμε τι συνεπάγεται όλο αυτό, χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα μια πασίγνωστη βυζαντινή εικόνα: εκείνη της Παναγίας στο Ναό της Ευαγγελίστριας στην Τήνο.
Πρόκειται για εικόνα του Ευαγγελισμού που χρονολογείται στην παλαιοχριστιανική εποχή. Φέρει φθορές τόσο από το χρόνο όσο και από χτύπημα εργαλείου του εργάτη που την έφερε στο φως το 1823. Τίποτα από όλα αυτά δεν είναι ορατό. Η εικόνα είναι καλυμμένη με πολύτιμο πλαίσιο που την προστατεύει αλλά και εκφράζει την ευσέβεια των πιστών, όπως και με χιλιάδες τάματα. Πραγματικά, η εικόνα απολαμβάνει πολύ περισσότερες τιμές από ό,τι την εποχή της δημιουργίας της καθώς θεωρείται θαυματουργή (Μεγαλόχαρη). Ταυτόχρονα όμως είναι δύσκολο να τη δει οποιοσδήποτε ενδιαφέρεται για τις παλαιοχριστιανικές εικόνες ενώ, λόγω του συμβολισμού της, φωτογραφικές απεικονίσεις της ή ακόμη και πληροφορίες σχετικά με τη χρονολογία και τον τρόπο κατασκευής της δεν διατίθενται στα κοινά Μέσα Ενημέρωσης. Σίγουρα, επίσης, δεν βρίσκεται σε μουσειολογικά αποδεκτές συνθήκες που να ευνοούν τη διατήρησή της.
Να σημειωθεί ότι πρόκειται για μια εξαιρετική περίπτωση εικόνας: το Πανελλήνιο Ιερό Ίδρυμα Ευαγγελιστρίας Τήνου διαθέτει άλλωστε μουσείο όπου φυλάσσονται στις κατάλληλες συνθήκες άλλα κειμήλιά του, τα οποία δεν βρίσκονται στο Ναό. Το ίδιο συμβαίνει και με κειμήλια άλλων μοναστηριών και εκκλησιαστικών καθιδρυμάτων. Δεν είναι λοιπόν αντίθετη η Εκκλησία στην παρουσία εικόνων και άλλων θρησκευτικών αντικειμένων σε μουσεία. Απλώς εκεί εκτίθενται και προστατεύονται όσα δεν μπορούν, για οποιοδήποτε λόγο, να είναι σε χρήση στο Ναό.
Αν λοιπόν κάτι λείπει ενίοτε από τις φορητές εικόνες αρχαιολογικής αξίας –και τις τοιχογραφίες– στις εκκλησίες δεν είναι ο σεβασμός και η προστασία αλλά οι κατάλληλες συνθήκες φύλαξης και η πρόσβαση στην επιστημονική πληροφορία. Η χρυσή τομή λοιπόν θα ήταν η μέριμνα από μέρους των υπευθύνων –αρχαιολόγων και εκκλησιαστικών φορέων– για την ύπαρξη μουσειολογικά άρτιων εγκαταστάσεων στους χώρους όπου υπάρχουν τέτοια κειμήλια, καθώς και για εκπόνηση δημοσιεύσεων σχετικών με τα πολύτιμα αυτά μνημεία. Να γίνεται δηλαδή ανάπλαση των χώρων με αρχιτεκτονική μελέτη που σέβεται την παράδοση και να υπάρχουν μηχανισμοί ελέγχου των ατμοσφαιρικών συνθηκών στους χώρους, προστατευτικά πλαίσια ανάλογα ενός μουσείου καθώς και πληροφοριακά έντυπα και πινακίδες με επιστημονικά έγκυρο περιεχόμενο. Και αν τέτοιες αλλαγές προϋποθέτουν οικονομική ευμάρεια φορέων (εκκλησιαστικών και κρατικών), σίγουρα κάποια ποσά υπάρχουν και μπορούν να διατεθούν. Να σημειωθεί επίσης ότι, όσο περίεργο και αν φαίνεται σε ορισμένους, τα ίδια τα μοναστήρια έχουν πολλές φορές στις τάξεις τους ειδικούς που μπορούν να αναλάβουν δράση – μοναχούς και μοναχές «κατά κόσμον» αρχιτέκτονες, αρχαιολόγους και επιστήμονες συναφών ειδικοτήτων. Η άρτια ανάπλαση της μονής του Οσίου Μελετίου στα Βίλλια Αττικής, έργο μιας αρχιτέκτονα που μονάζει εκεί, παρέχει ένα τέτοιο παράδειγμα.
Αν λοιπόν πλάι στα έντυπα με τα θαύματα μιας εικόνας υπάρχουν και έγκυροι οδηγοί με πληροφορίες για τη χρονολογία και την κατασκευή της, δεν θα ήταν πλήγμα για τα θρησκευτικά καθιδρύματα αλλά δείγμα πραγματικού πολιτισμού και ενδιαφέροντος.