Στις αρχές Νοεμβρίου του 2011 το Γραφείο Πολιτικής για την Επιστήμη και την Τεχνολογία του Λευκού Οίκου κυκλοφόρησε μια έκκληση στήριξης της δυνατότητας δημόσιας πρόσβασης σε αποτελέσματα ερευνών χρηματοδοτημένων από το αμερικανικό κράτος. Στα πλαίσια αυτά το Γραφείο θέσπισε μια ιδιαίτερη ομάδα, ως τμήμα του αμερικανικού Εθνικού Συμβουλίου Επιστήμης και Τεχνολογίας, με αποστολή τον καθορισμό των ιδιαίτερων στόχων και του δημόσιου οφέλους όπου θα πρέπει να σκοπεύει οποιαδήποτε νέα πολιτική σχετικά με το θέμα. Η πρωτοβουλία βασίστηκε στο λεγόμενο «COMPETES Reauthorization Act» (2010), ένα σύνολο κανόνων όπου μεταξύ άλλων ορίζεται ότι «άτομα και οργανισμοί παραθέτουν τις συστάσεις τους για τρόπους διασφάλισης της μακρόχρονη διαχείριση και της ευρείας δημόσιας πρόσβασης σε εγκεκριμένες επιστημονικές δημοσιεύσεις που έχουν χρηματοδοτηθεί από τις ΗΠΑ».
Η πρωτοβουλία αυτή συνάντησε αμέσως αντιδράσεις. Ο Αμερικανικός Ανθρωπολογικός Σύνδεσμος (American Anthropological Association – AAA), εκδοτική αρχή, μεταξύ άλλων, του σημαντικότερου επιστημονικού περιοδικού Ανθρωπολογίας, απάντησε με επίσημη επιστολή ότι ενώ συμμερίζεται τον στόχο του να ενθαρρυνθεί η δημόσια παιδεία σε επιστημονικά θέματα και υποστηρίζει την ευρεία διάδοση γνώσεων σε όσους θα επωφεληθούν από αυτές, θεωρεί ότι δίκτυα για τη διάδοση γνώσεων υπάρχουν και δεν χρειάζεται κρατική παρέμβαση για την ενίσχυσή τους. Στην επιστολή παρατίθενται μάλιστα αποτελέσματα ερευνών που δείχνουν ότι οι περισσότεροι ερευνητές δεν έχουν πρόβλημα πρόσβασης σε δημοσιεύσεις (άρθρα, μονογραφίες κλπ). Ταυτόχρονα, υπενθυμίζεται ότι η παροχή ελεύθερης πρόσβασης υποβαθμίζει το ρόλο που μπορεί να έχουν σε μια δημοσίευση όχι μόνο ο συγγραφέας αλλά και η κριτική επιτροπή, οι εκδότες, οι υπεύθυνοι πνευματικών δικαιωμάτων, οι σχεδιαστές, οι τεχνικοί, οι επιμελητές και όλοι όσοι εργάζονται για μια έκδοση. Το Αρχαιολογικό Ινστιτούτο της Αμερικής (ΑΙΑ), που εκδίδει το American Journal of Archaeology (AJA), συμμερίστηκε τα παραπάνω με παρόμοια επιστολή, δηλώνοντας ότι ήδη η πρόσβαση στα άρθρα του ΑJAείναι ελεύθερη για ό,τι εκδόθηκε πριν το 1923, και για όσους έχουν πρόσβαση στο JSTOR, και πολύ εύκολη, αντί μικρού αντιτίμου για όλα τα άρθρα.
Μέσα από τη διαμάχη αυτή φαίνεται το ερώτημα για το πόσο ελεύθερη μπορεί να είναι μια δημοσίευση. Ερευνητές και ινστιτούτα διαβλέπουν κρατικό παρεμβατισμό στο έργο των ερευνητικών ιδρυμάτων με «σημαία» την ελευθερία στην πληροφορία. Σε άλλες περιπτώσεις διαφαίνεται μια κόντρα μεταξύ επιστημόνων και εκδοτών. Τέτοια είναι η περίπτωση όπου ερευνητές διστάζουν να παράσχουν ελεύθερα πρόσβαση σε άρθρα τους καθώς απαγορεύεται από τον οργανισμό που τα εξέδωσε. Και αυτό όταν οι ίδιοι οι συγγραφείς πληρώνονται ελάχιστα ή καθόλου για το έργο τους.
Το πρόβλημα είναι ένα: η γνώση είναι δωρεάν αλλά η διάδοσή της με τα παραδοσιακά μέσα –εκδότες, επιστημονικοί οργανισμοί κ.λπ. – κοστίζει. Αν όμως παραβλέψουμε τα παραδοσιακά μέσα; Εδώ ισχύει λίγο αυτό που λέγεται για τη γυναίκα του Καίσαρα – πρέπει να είναι τίμια και να φαίνεται τίμια. Γιατί θα ήταν δύσκολο να διασφαλιστεί η εγκυρότητα ενός κειμένου αν αυτό δεν περιλαμβανόταν σε μια αξιόπιστη έκδοση. Ο ακαδημαϊκός χώρος άλλωστε είναι «παραδοσιακός».
Ήδη βέβαια αρχίζουν να γίνονται προοδευτικά βήματα. Το διαδίκτυο προσφέρει τρόπους να γίνεται κερδοφόρος ένας ιστότοπος που δημοσιεύει επιστημονικό υλικό με άλλους τρόπους, πέρα από τις συνδρομές μελών και την αγορά υλικού. Γιατί λοιπόν να απαιτούν ακόμη αντίτιμα τα επιστημονικά ινστιτούτα και άλλοι οργανισμοί, αν διαθέτουν εξελιγμένους ιστοτόπους με μεγάλη επισκεψιμότητα; Όσο λοιπόν κρατικοί οργανισμοί, εκδότες, και ινστιτούτα ερίζουν για το ποιος ελέγχει τη γνώση και πώς θα τη διαθέσει, ας σκεφτούμε πως αυτό που έχει τελικά σημασία είναι να φτάσει το έργο του κάθε επιστήμονα, εύκολα και γρήγορα, στους αποδέκτες του. Γιατί η πνευματική εργασία έχει αξία και καρπούς όχι όταν περιφρουρείται αλλά όταν διαδίδεται.