Community
Απόψεις
από ptsinari
  Exclusive Member
Πουλώντας κραυγές, αγοράζοντας την άβυσσο
Με αφορμή τη δημοπράτηση και πώληση του διάσημου πίνακα του Έ. Μουνκ
Τετάρτη, 9 Μαΐου, 2012

Την προηγούμενη εβδομάδα ένα από τα γνωστότερα έργα τέχνης, η Κραυγή του Νορβηγού ζωγράφου Έντβαρτ Μουνκ –μία από τις τέσσερις εκδοχές της- δημοπρατήθηκε από τον οίκο Σόθμπυς σημειώνοντας παγκόσμιο ρεκόρ στην αγορά έργων τέχνης. Ο πίνακας πουλήθηκε για το αστρονομικό ποσό των 119,92 εκατ. δολαρίων.

Διαβάσαμε σχετικά ένα ενδιαφέρον σχόλιο από τον κριτικό τέχνης J. Jones στον βρετανικό Guardian, από το οποίο παραθέτουμε ένα τμήμα. Το κείμενο του Jonesείναι γλαφυρό και συναισθηματικά φορτισμένο, ωστόσο καταδεικνύει τον παραλογισμό της αγοράς έργων τέχνης, που είναι ιδιαίτερα πρόδηλος στη συγκεκριμένη περίπτωση, αν λάβει κανείς υπόψη του το θέμα του πίνακα.

«Η αγορά της σύγχρονης τέχνης έχει γίνει βίαιη και καταστροφική. Χαλάει ό,τι πουλάει και πίσω της δεν αφήνει τίποτε παρά στάχτες. Τα σπουδαιότερα έργα τέχνης περνούν μέσα από την κρεατομηχανή των διασημοτήτων και της ανούσιας φλυαρίας και, στο τέλος, μετατρέπονται απλά σε μια ετικέτα όπου σημειώνεται η τιμή τους. Η “Κραυγή” ήταν υπέρ το δέον διάσημη και για πάρα πολύ καιρό: παραήταν διάσημη κι αυτό δεν απέβη προς όφελός της. Η αποθέωσή της στη συγκεκριμένη δημοπρασία της μοναδικής εκδοχής της που βρισκόταν σε ιδιωτικά χέρια μεταμορφώνει την ενδοσκόπηση ενός ανθρώπου που καταδιώκεται από φρικτά οράματα σε ένα νούμερο: 120.000.000. Δολάρια, εννοούμε. Δεν είναι πια ένας σπουδαίος πίνακας: είναι ένα γεγονός μέσα στην παράνοια της εποχής μας. Καθώς ο κόσμος απευθύνει τη δική του κραυγή διαμαρτυρίας απέναντι στην ανισότητα και την τυραννία του καπιταλιστικού μοντέλου διακυβέρνησης που αποτυγχάνει να προσφέρει τη γενική ευημερία, κάτι το οποίο θα μπορούσε να δικαιολογήσει [τέτοιου είδους] υπερβολές, το 1% [του πληθυσμού της Γης] ρίχνει αλάτι στις πληγές μετατρέποντας βαθιές ενδοσκοπήσεις σε παιχνίδια προς πώληση.

Αποστροφή γεννιέται στην ιδέα αυτού του τερατώδους αριθμού, τόσο μεγάλου και παράλογου που καταστρέφει τελικά την πραγματική αξία [του έργου τέχνης]. Η τέχνη έχει γίνει το ανούσιο τοτέμ ενός κόσμου που δεν νιώθει πλέον τα συναισθήματα που η τέχνη αυτή θέλησε να εκφράσει. Δεν είμαστε πια σε θέση να δημιουργήσουμε τέχνη σαν εκείνη της “Κραυγής” (…). Είμαστε αντιθέτως πολύ καλοί στο να μετατρέπουμε τα βαθιά νοήματα του παρελθόντος σε τιμές καταλόγου.

(…) Το πρόβλημα με τις εικόνες είναι ότι η ταχύτατη πρόσληψης και αφομοίωσής τους σημαίνει πως μπορεί να υποβιβαστούν σε καρικατούρες του εαυτού τους. Για να βιώσει κανείς τη Μεταμόρφωση του Κάφκα πρέπει να τη διαβάσει, και για να τη διαβάσει πρέπει να ενσωματώσει μια φρικτή εμπειρία. Παρ’ όλα αυτά, κάποιος μπορεί να αγοράσει τον πιο σπαρακτικό, βασανιστικό πίνακα του κόσμου, να τον κρεμάσει στον τοίχο του και πιθανότατα να μη νιώσει ποτέ τίποτε. Γιατί αν [εκείνοι που αγοράζουν αυτά τα έργα] τα κατανοούσαν, θα έκαναν κάτι πιο γενναιόδωρο με αυτά τα χρήματα. Υπάρχει κάτι το άρρωστο στο γεγονός ότι η κοινωνία μεταχειρίζεται τα υψηλότερα πολιτιστικά της σύμβολα με αυτόν το ρηχό τρόπο, πουλώντας κραυγές, αγοράζοντας την άβυσσο.»