Διφορούμενη φαίνεται να είναι η κοινή γνώμη σχετικά με τις διάφορες πρωτοβουλίες, δημόσιες και ιδιωτικές, που σχετίζονται με τη διοργάνωση μεγάλων αρχαιολογικών εκθέσεων στο εξωτερικό.
Την προηγούμενη χρονιά η παγκόσμια πολιτιστική επικαιρότητα χαρακτηρίστηκε από δύο μεγάλες εκθέσεις για τη Μακεδονία, μία στο Λούβρο και μία στο Μουσείο Ashmolean της Οξφόρδης. Σήμερα, μία ακόμη μεγάλη έκθεση, στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης, με θέμα αυτή τη φορά το Βυζάντιο και το Ισλάμ, αποτελεί το μεγάλο γεγονός στις ΗΠΑ. Σε μια περίοδο δύσκολη για την ιστορία και για το μέλλον της, η Ελλάδα μπορεί ακόμη και δείχνει στον κόσμο αυτό που πολλοί αποκαλούν «τη βαριά της βιομηχανία», τα σημαντικότερα στοιχεία του πολιτισμού της.
Χαρακτηριστικό είναι το σχόλιο της εφημερίδας «Ημερησία» (17/03/2012):
«Η… εξαγωγή πολιτισμού εκτοξεύει το “brand name” της χώρας: Σε μια συγκυρία που η φήμη της χώρας έχει πληγεί όσο ποτέ άλλοτε στην πρόσφατη ιστορία της, η απάντηση έρχεται -και μάλιστα… πληρωμένη- μέσα από μία ιδιότυπη πολιτιστική “διπλωματία”. Οι εκθέσεις που πραγματοποιούνται ανά τον κόσμο με αρχαιοελληνικά και βυζαντινά αριστουργήματα υπενθυμίζουν -με τον πλέον πειστικό τρόπο- τη θέση της Ελλάδας στην πορεία του δυτικού πολιτισμού. Αλλά και συμβάλλουν αποφασιστικά στη διαμόρφωση μιας εικόνας σαφώς πιο ελκυστικής από αυτήν που προβάλλεται τελευταία».
Και όμως. Οι φωνές που ακούγονται για το θέμα δεν είναι πάντοτε θετικές.
Ο «Ριζοσπάστης», σε άρθρο για την υποχρηματοδότηση της αρχαιολογικής έρευνας στην Ελλάδα, γράφει στις 18/03/2012 για τις διεθνείς εκθέσεις:
«Όλα αυτά βέβαια σε τίποτα δεν εμποδίζουν το κράτος να εκμεταλλεύεται τον κόπο και το μεράκι των επιστημόνων για εξωτερική “πολιτιστική” πολιτική. Έτσι, ενώ η πανεπιστημιακή ανασκαφή υποχρηματοδοτείται… τα ευρήματα της μακρόχρονης ανασκαφικής δραστηριότητας του ΑΠΘ στη Βεργίνα συμμετείχαν το 2011 σε δύο αρχαιολογικές εκθέσεις στην Οξφόρδη και το Παρίσι. Συγκεκριμένα, στο Λούβρο, το χρυσό στεφάνι βαλανιδιάς που βρέθηκε το 2008 στην αγορά των Αιγών, “υποδεχόταν” σε περίοπτη θέση τους πολυπληθείς επισκέπτες της εξαιρετικά επιτυχημένης αυτής έκθεσης που πραγματοποίησε το ΥΠΠΟΤ σε συνεργασία με το Λούβρο, προβάλλοντας, με τρόπο εντυπωσιακό, τις σημαντικές επιδόσεις της πανεπιστημιακής αρχαιολογικής έρευνας του ΑΠΘ στη Βεργίνα».
Το ερώτημα που προκύπτει από τις δύο αυτές απόψεις είναι ένα: αξίζει να διοργανώνουμε διεθνείς αρχαιολογικές εκθέσεις, ακόμη και αν εσωτερικά η αρχαιολογική υπηρεσία παραπαίει;
Η απάντηση σε αυτό είναι ένα μεγάλο «ναι». Ακόμη και αν η αρχαιολογία στη χώρα μας περνάει δύσκολες ώρες, τα πράγματα δεν θα αλλάξουν με τη μη διοργάνωση των εκθέσεων. Αντίθετα, η συνεχής επαφή του παγκόσμιου κοινού με το πολιτιστικό προϊόν της χώρας μας ανοίγει δρόμους στους οποίους μπορεί να βαδίσει η αρχαιολογία στο μέλλον. Χρηματοδοτήσεις κάποια στιγμή ίσως ξεκινήσουν, δεδομένου όμως ότι θα υπάρχει ακόμη το αντικείμενο. Αν δεν υπάρχει δημοσιοποίηση του αντικειμένου, δεν θα υπάρξει αντικείμενο – ούτε άτομα να ενδιαφερθούν γι’ αυτό, ούτε και χρηματοδότες για τη συνέχειά του. Δεν θα υπάρξει μέλλον. Το μέλλον της ελληνικής αρχαιολογίας όμως θα πρέπει να διασφαλιστεί πάση θυσία. Και αυτές οι εκθέσεις είναι το λιγότερο που μπορεί να κάνει αυτή τη στιγμή η Ελλάδα για να διασφαλιστεί το μέλλον της αρχαιολογίας της.