Toν Μάιο του 1986 το περιοδικό Αρχαιολογία δημοσίευσε ένα χάρτη όπου κείμενο και εικόνα έδιναν τις βασικές αρχές της αρχαιολογίας. Ο χάρτης συνόδευε σχετικό τεύχος, αφιερωμένο στο «Τι και Πώς» της αρχαιολογίας. Τι έχει όμως να μας πει ο χάρτης αυτός σήμερα; Τι άλλαξε και τι παραμένει το ίδιο στην αρχαιολογική επιστήμη;
Μια ματιά στο περιεχόμενο του αρχαιολογικού χάρτη μάς δείχνει ότι, αν και οι βασικές κατηγοριοποιήσεις στη μελέτη της ελληνικής αρχαιολογίας παραμένουν οι ίδιες, η έρευνα όλα αυτά τα χρόνια ώθησε σε αρκετές αναθεωρήσεις τόσο των γνώσεών μας για την πορεία του ανθρώπινου πολιτισμού στη χώρα μας και πέρα από αυτήν, όσο και του τρόπου πρόσληψης της αρχαιολογικής επιστήμης γενικότερα. Τα παραδείγματα είναι πολλά. Η έρευνα του μνημειακού ιερού στο Γκιομπεκλί Τεπέ της Τουρκίας έθεσε σε νέες βάσεις τις παραδοσιακές αφηγήσεις για τη «Νεολιθική Επανάσταση», τα μοντέλα δημιουργίας των πρώτων κοινοτήτων και την οργάνωση των κοινωνιών. Τα ευρήματα από το Παυλοπέτρι, την Αγία Ειρήνη Κέας, τα Τζαννάτα Πόρου Κεφαλονιάς, τη Θήβα και την Πύλο, αλλά και οι περαιτέρω μελέτες των θέσεων του ΒΑ Αιγαίου (π.χ. Πολιόχνη, Κουκονήσι) θέτουν σε νέες βάσεις τα όσα ήταν γνωστά για την Εποχή του Χαλκού στην Ελλάδα, ειδικά σε ό,τι αφορά θεωρίες θαλάσσιων επαφών καθώς και εκμινωισμού και εκμυκηναϊσμού της ελλαδικής επικράτειας. Οι λεγόμενοι «Σκοτεινοί Χρόνοι» ή «Ελληνικός Μεσαίωνας» είναι πλέον ένας παρωχημένος όρος για την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου μετά τα όσα έχει φέρει στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη στην Ελεύθερνα, τον Ωρωπό, την Ερέτρια και αλλού. Οι ανασκαφές στις Αιγές και την Αμφίπολη έφεραν στο προσκήνιο περιοχές που άλλοτε θεωρούνταν περιφερειακές κατά τη γραμμική αφήγηση της ελληνικής ιστορίας. Η περαιτέρω μελέτη της πορείας της αρχιτεκτονικής και της μηχανικής της Ρωμαϊκής περιόδου / Ύστερης Αρχαιότητας –με έμφαση στην τεκμηρίωση των αρχαίων θεάτρων και συναφών χώρων θεαμάτων αλλά και των μηχανισμών που χρησιμοποιούνταν σε αυτά– θέτει ένα ερωτηματικό στην άποψη ότι «η ρωμαϊκή κατάκτηση δεν επέφερε καμία τομή στην ελληνική επιστήμη».
Πέρα από τα επιμέρους παραδείγματα, ο χάρτης του περιοδικού Αρχαιολογία ήταν μπροστά από την εποχή του, υιοθετώντας μια «ανθρωποκεντρική» δομή στις κατηγορίες των πληροφοριών που δίνει. Από το 1986, έχει γίνει σημαντική πρόοδος στη μετατόπιση του θεωρητικού ενδιαφέροντος της αρχαιολογίας από παλαιότερα μοντέλα αφήγησης (π.χ. το εθνοκεντρικό) σε άλλα όπου δίνεται έμφαση στη λειτουργία των κοινωνιών του ελλαδικού χώρου είτε σε πολυπολιτισμικά περιβάλλοντα (π.χ. αυτοκρατορίες όπως η Ρωμαϊκή, η Βυζαντινή και η Οθωμανική) είτε ως μελών δικτύων επικοινωνίας με άλλες περιοχές (εμπόριο, τέχνη, πνευματικές επιρροές). Στο χάρτη αυτό είχε γίνει η αρχή καθώς ήταν οργανωμένος με σκοπό να απαντά βασικά ερωτήματα με κέντρο τον άνθρωπο. Και παρά το ότι κάποιες «απολυτότητες» που συναντώνται σε αυτόν μπορεί να είναι σήμερα παρωχημένες, παραμένει ένα καλό σημείο αναφοράς για όποιον ξεκινά να μελετά την ελληνική αρχαιολογία.