Οι ιδιωτικές συλλογές και ο τρόπος διαχείρισής τους ως τμήμα της τοπικής και παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς βρέθηκαν στο κέντρο του ενδιαφέροντος της εκδήλωσης διαλόγου (panel discussion) με τίτλο “Stolen Identities: Between Cultural Heritage, Art Collections and Looting”, που πραγματοποιήθηκε στο το περασμένο Σάββατο, 25 Μαΐου στο Μουσείο Μαρία Κάλλας, υπό την αιγίδα του Columbia Global Center της Αθήνας.
Η εκδήλωση έδωσε στο κοινό μια σπάνια ευκαιρία να ενημερωθεί γύρω από τη θεματική των κλεμμένων αρχαιοτήτων ως οικειοποίηση μιας ξένης πολιτιστικής ταυτότητας, συζητώντας με τέσσερις διακεκριμένους επιστήμονες με ενεργή δράση στον αγώνα κατά της διακίνησης και υπέρ των επαναπατρισμών πολιτιστικών αγαθών: την Πολυξένη (Τζένη) Αδάμ-Βελένη, επίτιμη σήμερα Γενική Διευθύντρια Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς του ΥΠΠΟ, τον Ανδρέα Πανταζάτο, επίκουρο καθηγητή και ερευνητή σε θέματα Πολιτιστικής Κληρονομιάς στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ, την Κατερίνα Τιτή, αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Εθνικό Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών της Γαλλίας (CNRS) και στο Πανεπιστήμιο Paris-Panthéon-Assas και, τέλος τον Χρήστο Τσιρογιάννη, επικεφαλής της ομάδας εργασίας Παράνομης Διακίνησης Αρχαιοτήτων (Illicit Antiquities Trafficking) της έδρας της Unesco για τις απειλές κατά της πολιτιστικής κληρονομιάς και τις σχετικές με την πολιτιστική κληρονομιά δραστηριότητες, στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο της Κέρκυρας. Οικοδεσπότης της εκδήλωσης ήταν ο Γιάννης Μυλωνόπουλος, αναπληρωτής καθηγητής Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια.
Ο κ. Μυλωνόπουλος ξεκίνησε τη συζήτηση σχετικά με την κλεμμένη κληρονομιά μέσα από τη διακίνηση αρχαιοτήτων ανά τον κόσμο, τονίζοντας ότι στο κέντρο του προβλήματος βρίσκονται οι ιδιωτικές συλλογές. Παρατήρησε ότι το βασικό κίνητρο των συλλεκτών διαχρονικά είναι το να δημιουργήσουν τη δική τους ταυτότητα μέσα από την ταυτότητα των κλεμμένων αρχαιοτήτων που συλλέγουν. Με μια τολμηρή αναδρομή στο παρελθόν, υπενθύμισε ότι η πρακτική της συλλογής αντικειμένων κύρους για προσωπική ανάδειξη δεν ξεκινά με τους Ευρωπαίους της Αναγέννησης. Αντίθετα, ο «ελληνορωμαϊκός» πολιτισμός, τουλάχιστον στην οικουμενική μορφή που κληροδοτήθηκε σ’ εμάς, οφείλει κατά πολύ την ταυτότητά του σε κλεμμένες ταυτότητες κατακτημένων χωρών. Οι Ελληνιστικοί ηγεμόνες (Ατταλίδες) και οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες (Τιβέριος), δεινοί συλλέκτες που εξόπλισαν τα ανάκτορα και τις βίλες τους με λάφυρα, τα οποία οικειοποιήθηκαν, ήταν οι πρώτοι διδάξαντες για τους Μέδικους της αναγεννησιακής Φλωρεντίας, τη βασίλισσα Χριστίνα της Σουηδίας, τους Getty στις ΗΠΑ, και άλλους. Καθώς οι όμως οι αρχαιότητες διατηρούν, τονίζουν και δημιουργούν ταυτότητες, οι ιδιώτες συλλέκτες που τις κατέχουν «ασκούν εξουσία στον τρόπο κατανόησης της πολιτιστικής κληρονομιάς», αφαιρώντας αυτήν την εξουσία από εκείνους στους οποίους τα αντικείμενα ανήκουν. Τι σημαίνει όμως «ανήκουν»; Εδώ ο κ. Μυλωνόπουλος εισήγαγε το κοινό στο ζήτημα της ιδιοκτησίας της πολιτιστικής κληρονομιάς. Με αναφορά στη Διακήρυξη της UNESCO του 1970, οποιοδήποτε αρχαίο αντικείμενο απομακρύνθηκε από τη χώρα προέλευσής του ή αποκτήθηκε παράτυπα μετά την υπογραφή της συνθήκης, “ανήκει” εκεί απ όπου προήρθε. Μπορεί λοιπόν και να επαναπατριστεί. Αντίθετα, αυτό δεν επιβάλλεται για τα αντικείμενα που διακινήθηκαν πριν το 1970, των οποίων η προστασία υπόκειται τελικά αποκλειστικά στην ηθική των εμπλεκόμενων μερών. Την ίδια στιγμή, οι αποθήκες αρχαιοτήτων από ανασκαφές αλλά και στα μουσεία, ασφυκτιούν από υλικό που μπορεί να «ανήκει» αλλά δεν αξιοποιείται (δεν προστατεύεται, δεν δημοσιεύεται, δεν αναδεικνύεται). Αν λοιπόν επιβάλλεται «σύνεση» στους συλλέκτες, επιβάλλεται και «σεβασμός» στο πολιτιστικό αγαθό από τους νόμιμους κατόχους του.
Συνεχίζοντας την ιστορική αναδρομή του κ. Μυλωνόπουλου, η κ. Βελένη υπενθύμισε ότι ο όρος Μουσείο για την “κιβωτό πολιτιστικού αποθέματος” ξεκίνησε κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, για να υλοποιηθεί στα νεότερα χρόνια, μετά τις περιηγήσεις των Ευρωπαίων στον Νότο και την Ανατολή (Grand Tours), με τη γέννηση των μεγάλων μουσείων της Δύσης και αργότερα αρχαιολογικών μουσείων σε άλλες περιοχές, μεταξύ των οποίων εκείνα της χώρας μας. Μεταξύ όμως αυτών των μουσείων, που είναι γνωστά ως «wοrld museums», και των ελληνικών υπάρχει μια τεράστια διαφορά. Τα ελληνικά μουσεία περιέχουν αντικείμενα γνωστά από ανασκαφές στη χώρα μας, ενώ τα world museums αντικείμενα από λαθρανασκαφές. Έτσι, στα ελληνικά μουσεία κάθε αντικείμενο έχει πίσω του καταγεγραμμένο ιστορικό, συνδέεται με έναν χώρο, και φέρει πληροφορία πολύ περισσότερη από την εικόνα του. Αντίθετα, τα world museums είναι μόνο εγκυκλοπαιδικά. Εδώ, τα εκθέματα, αποκομμένα από το περιβάλλον τους και ιδωμένα αποκλειστικά ως αντικείμενα αισθητικής, δεν μπορούν να αφηγηθούν την ιστορία τους.
Κάθε φορά που κάποιος αφαιρεί ένα αρχαίο αντικείμενο από μια περιοχή, στερεί από τους κατοίκους της τη δυνατότητα να συνδεθούν με το παρελθόν τους με τον τρόπο που αυτοί επιθυμούν, ή να διαχειριστούν το αντικείμενο αυτό όπως επιθυμούν. Αυτόματα, ο σφετεριζόμενος το αντικείμενο, λαμβάνει εξουσία να επιβάλει σε μια ομάδα ανθρώπων να δουν τον δικό τους κόσμο όπως επιθυμεί ο ίδιος. Αυτό διευκρίνισε στη δική του εισήγηση ο επόμενος ομιλητής, κ. Πανταζάτος. Τί συμβαίνει όμως στην περίπτωση που οι φορείς που εμπλέκονται στην απομάκρυνση πολιτιστικών αγαθών από τις χώρες προέλευσής τους ισχυρίζονται ότι προστατεύουν το πολιτιστικό απόθεμα από κάποιο κίνδυνο; Εδώ, παρατηρεί ο κ. Πανταζάτος, δεν υπάρχει σεβασμός, ούτε στο πολιτιστικό αγαθό, ούτε στους νόμιμους κατόχους του, καθώς οι εμπλεκόμενοι ονομάζονται προστάτες “εν ονόματι” κάποιου άλλου, χωρίς τη δική του συναίνεση. Κάλεσε λοιπόν να επιστρέψουν οι αρχαιότητες εκεί που ανήκουν, στα πλαίσια είτε επιστροφής (εκεί που βρέθηκαν) είτε επαναπατρισμού (μέσα από το αίτημα της κρατικής οντότητας όπου ανήκει το σημείο εύρεσης). Αν όμως οι κάτοικοι επιδίδονται οι ίδιοι σε λεηλασίες; Για το ζήτημα, προέβαλε την επιλογή της εκπαίδευσης του κοινού σχετικά με το τί στερείται κάθε φορά που συναινεί ή συμμετέχει στην καταστροφή αρχαιοτήτων. Τελείωσε την εισήγησή του μάλιστα με ένα εντυπωσιακό όσο κι ελπιδοφόρο παράδειγμα από το Β. Ιράκ, όπου μια κοινότητα που επιδιδόταν στη λαθρανασκαφή επέστρεψε τελικά μεγάλο αριθμό αρχαιοτήτων εκεί όπου βρέθηκαν, μετά από παραίνεση των τοπικών θρησκευτικών αρχόντων, τους οποίους το χωριό παραδεχόταν.
Πρόκειται για μια ερώτηση με ιδιαίτερη δημοσιότητα σήμερα, καθώς η έμφαση στην αποαποικιοποίηση ευνοεί έμπρακτα τις επιστροφές αρχαιοτήτων στις χώρες προέλευσης. Δεν θα αδειάσουν τα μουσεία, απαντά η Κατερίνα Τιτή, όχι όμως επειδή «δεν είναι όλες οι περιπτώσεις οι ίδιες», όπως ακούγεται συνήθως, αλλά γιατί δεν είναι όλα τα μουσεία τα ίδια. «Μόνο τα “παγκόσμια” μουσεία έχουν αυτό το πρόβλημα», εξηγεί η κ. Τιτή, υπενθυμίζοντας τη διάκριση που είχε κάνει προηγουμένως η κ. Βελένη μεταξύ των “world/ global museums” και των υπόλοιπων αρχαιολογικών μουσείων. Κέντρο της εισήγησης υπήρξε έτσι το θέμα της επικίνδυνης ρητορικής των παγκόσμιων μουσείων που αλλάζει συνέχεια με σκοπό εκείνα να παραμείνουν ακέραια. Στη ρητορική αυτή εντάσσεται το επιχείρημα ότι την “παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά” πρέπει να τη “μοιραζόμαστε”, αλλά και η παρουσίαση ως “επαναπατρισμού” της περίπτωσης των αρχαιοτήτων της συλλογής Στερν (η οποία θα μετακινείται τμηματικά μεταξύ Ελλάδας και ΗΠΑ για μισό αιώνα, μέχρι να επιστρέψει ολόκληρη, και υπό την προϋπόθεση περιοδικών ανταλλαγών των αντικειμένων της με άλλα από συλλογές ελληνικών μουσείων). Αν μάλιστα σκεφτεί κανείς ότι έχει ήδη προταθεί να λειτουγήσει το μοντέλο Στερν για μια μελλοντική εποστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα, ο κίνδυνος πισογυρίσματος στις πολιτιστικές διεκδικήσεις της Ελλάδας αλλά και άλλων χωρών προέλευσης σημαντικών αρχαιοτήτων είναι παραπάνω από ορατός. «Δεν θα πρέπει αντί για επαναπατρισμό να κάνουμε ανταλλαγή», καταλήγει η εισήγηση της κ. Τιτή.
«Όλοι «σώζουν», είναι “guardians”», συνέχισε ο Χρήστος Τσιρογιάννης, δίνοντας άλλο ένα παράδειγμα της ρητορικής των παγκόσμιων μουσείων, που χρησιμοποιείται όμως και από τους συλλέκτες. Ελάχιστες από τις αρχαιότητες που διακινούνται είναι παράνομες, εξήγησε ο κ. Τσιρογιάννης, και οι περισσότερες θα καταλήξουν ως δωρεές στα μουσεία. Αυτό γιατί δεν αποδεικνύεται ότι είναι παράνομες, όσο τα πιστοποιητικά με τα οποία διακινούνται δεν εμφανίζουν τίποτα παράτυπο αναφορικά με την υπάρχουσα νομοθεσία προστασίας πολιτιστικών αγαθών, και δεν βρεθεί ποτέ απόδειξη για το αντίθετο. Σημείωσε επίσης ότι μέχρι σήμερα οι αρχαιοπώλες δεν έχουν νομικές κυρώσεις ανάλογες με εκείνες άλλων μερών στα κυκλώματα διακίνησης. Πώς λοιπόν μπορεί να λυθεί το πρόβλημα της λαθρανασκαφής και αρχαιοκαπηλίας; «Με το να αλλάξουμε με νόμο το βάρος της ευθύνης του πωλητή», προτείνει ο Τσιρογιάννης. Κάλεσε επίσης για περιορισμό του ρυθμού ακόμη και των νόμιμων ανασκαφών, ώστε να ελέγχεται ο αριθμός των αντικειμένων που ανασκάπτονται, και να διευκολύνεται η τεκμηρίωση. Η εισήγησή του τελείωσε με μια συγκινητική αναφορά στον επίτιμο σήμερα Καθηγητή Πάνο Βαλαβάνη, ο οποίος έλεγε πάντα ότι «δεν πρέπει να γίνονται ανασκαφές» γιατί το υλικό είναι πάρα πολύ, με πολύ από αυτό να χάνεται ως αδημοσίευτο ή “κλειδωμένο” για “μελλοντική έρευνα” που δε συμβαίνει ποτέ. Έχουμε, λοιπόν, πολλά να λύσουμε ως προς τη διαχείριση του αρχαιολογικού υλικού, καταλήγει.
Τις εισηγήσεις ακολούθησε συζήτηση με πολλά ενδιαφέροντα σημεία. Κυριάρχησε η παρατήρηση ότι υπάρχουν νόμοι αλλά δεν τηρούνται, καθώς η δίωξη είναι ελλιπής. Το τμήμα της ελληνικής αστυνομίας που ασχολείται με θέματα αρχαιοκαπηλίας είναι υποστελεχωμένο και μη εκπαιδευμένο αρκετά ώστε να ανταποκρίνεται επαρκώς στις προκλήσεις, παρά την όποια καλή θέληση. Ο ελληνικός αρχαιολογικός νόμος επίσης, παρά την πληρότητά του, υποθάλπεται από τις νομοθεσίες άλλων κρατών, όπως η Ελβετία και η Γερμανία, που ευνοούν την διακίνηση και πώληση. Η συνεργασία, τέλος, της αρχαιολογικής υπηρεσίας με την αστυνομία υποθάλπεται λόγω του φόβου των αρχαιολόγων να εμπλακούν σε νομικές υποθέσεις, και μάλιστα αν δεν αμείβονται και δεν προστατεύονται επαρκώς.
Αναφορικά με το θέμα των μουσείων συζητήθηκε εκτενέστερα ο όρος της «οικουμενικότητας». Εδώ ο κ. Πανταζάτος εξήγησε ότι η χρήση της «οικουμενικότητας» στη ρητορική των παγκόσμιων μουσείων ξεκίνησε όταν ο διευθυντής του Βρετανικού Μουσείου Neil MacGregor έγραψε το βιβλίο Η Ιστορία του Κόσμου σε 100 Αντικείμενα. Στήριξε έτσι το λόγο ύπαρξης του μουσείου του με ένα συγκεκριμένο αφήγημα που δικαιολογούσε τη σύνθεσή του. Η συσσώρευση ετερόκλητων και τις περισσότερες φορές κλεμμένων ή λαφυραγωγημένων αντικειμένων, σε έναν κοινό χώρο, αποκομμένα από το ιδιαίτερο συγκείμενό τους, δικαιολογήθηκε ως τεκμηρίωση της πολιτισμικής πορείας του ανθρώπου στον κόσμο («οικουμένη»). Ο χώρος όμως του μουσείου δεν είναι ουδέτερος, αφού η διοίκηση ορίζει τους όρους του όποιου «διαλόγου» των αντικειμένων μεταξύ τους και με τους επισκέπτες. Μέσα από την ιστορία των αντικειμένων που επιλέγονται για την έκθεση, αλλά και τις πληροφορίες γ αυτά που εμφανίζονται ή αποσιωπώνται, μπορεί να δει κανείς ότι η οικουμενικότητα που ευαγγελίζεται το Βρετανικό, και κάθε “παγκόσμιο μουσείο”, είναι ρητορική, όχι αντικειμενική. «Γιατί η οικουμενικότητα πρέπει να βασίζεται στην παρανομία;», συμπλήρωσε χαρακτηριστικά ο κ. Τσιρογιάννης, αναφερόμενος στον τρόπο που τα μουσεία επικαλούνται την οικουμενικότητα ώστε να αποφύγουν τη συζήτηση για την ιδιοκτησία των εκθεμάτων. Και όπως απαντά η κ. Βελένη «η οικουμενικότητα πρέπει να έχει κι αμοιβαιότητα. Εδώ όμως είναι μονόπλευρη».
Η συζήτηση έκλεισε με το συμπέρασμα ότι η επαρκέστερη διαχείριση του ήδη υπάρχοντος αρχαιολογικού υλικού, η επαρκής στελέχωση και εκπαίδευση των εργαζομένων στη Δίωξη Αρχαιοκαπηλίας και η αλλαγή της νομοθεσίας ώστε να φέρουν ευθύνες οι έμποροι αρχαιοτήτων θα βοηθούσε σημαντικά στην προστασία του πολιτιστικού μας αποθέματος. Η προσοχή στη ρητορική των παγκόσμιων μουσείων αλλά και των διακινητών πολιτιστικών αγαθών είναι τέλος ένα θέμα που πρέπει πάντα να απασχολεί τόσο την ηγεσία όσο και τους εργαζόμενους στον Πολιτισμό.
Ζέτα Ξεκαλάκη