Η ανακοίνωση του ΥΠΠΟΤ για την αναπροσαρμογή των τελών φωτογράφησης και κινηματογράφησης σε αρχαιολογικούς χώρους, μουσεία και μνημεία, προκάλεσε έντονες συζητήσεις και πολύ δυσμενή σχόλια εις βάρος της χώρας από τον διεθνή Τύπο. Η απόφαση αυτή ερμηνεύτηκε ως εκπόρνευση της πολιτιστικής κληρονομιάς της Ελλάδας, υπό το βάρος της οικονομικής κρίσης. Και αυτό όχι μόνο στο εξωτερικό, αλλά και από Έλληνες, που θεωρούν ότι πρόκειται για ξεπούλημα μνημείων, όπως ο Παρθενώνας ή οι Δελφοί.
Ανάμεσα στις απόψεις που γράφτηκαν, υπήρξαν ορισμένες που θα μπορούσαν να έχουν τίτλο ένα «Γιατί όχι;». Όχι μόνο απαντούν στις «Κασσάνδρες» που προβλέπουν επιδείξεις μόδας στην Αρχαία Αγορά και ταινίες δράσης πάνω στο λόφο της Ακρόπολης προτείνοντας τα οικονομικά οφέλη που θα έχει η προβολή των αρχαιολογικών χώρων για τον πολιτισμό της χώρας, αλλά μας κατηγορούν για [υπερ-]προστατευτικότητα των μνημείων μας, με κίνδυνο να τα καταδικάσουμε στη λήθη. Χαρακτηριστικό είναι το κείμενο που δημοσιεύτηκε στον ιστότοπο The Oxford Student, με τίτλο «Η Αθήνα θα έπρεπε να νοικιάσει την Ακρόπολη».
Ρωτά λοιπόν η Nika Jones «Για ποιο λόγο δεν θα έπρεπε η Αθήνα να νοικιάσει την Ακρόπολη; Το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο της Ελλάδας είναι προφανώς ο πιο σθεναρός [ή ο πιο φανερός] αντίπαλος ενός τέτοιου σχεδίου – ανέκαθεν αρνούνταν την επίσημη είσοδο στα αρχαιολογικά μνημεία της χώρας σε οποιονδήποτε δεν ήταν ερευνητής (ή τουρίστας, εννοείται). Η Ακρόπολη έχει ενοικιαστεί μία και μοναδική φορά σε κινηματογραφική εταιρεία παραγωγής, αφότου η Ελληνοαμερικανίδα ηθοποιός Νία Βαρντάλος “ξόδεψε απίστευτη ενέργεια και χρόνο” για να πείσει τους ιθύνοντες για τα οικονομικά οφέλη μιας τέτοιας κίνησης για την Ελλάδα. Η Αθήνα δεν προστατεύει απλά τους αρχαιολογικούς θησαυρούς της – τους στερεί τις ευκαιρίες δημοσιότητας και οικονομικού οφέλους. Τα αποτελέσματα βλάπτουν όχι μόνο την οικονομική κατάσταση της χώρας, αλλά τελικά και την ίδια την πολιτιστική της κληρονομιά».
Και συνεχίζει: «Μια άκρως μη επιστημονική έρευνα που έκαναν δύο προπτυχιακοί φοιτητές της Οξφόρδης δείχνει ότι κανένας σχεδόν [στο εξωτερικό] δεν γνωρίζει τι συμβολίζει η Ακρόπολη. Η ιστορική και πολιτισμική αξία και σημασία ενός από τους εθνικούς αρχαιολογικούς θησαυρούς της Ελλάδας έχει εν πολλοίς χαθεί από τις συνειδήσεις της σημερινής γενιάς. Δεν θα ήταν παράλογο να πούμε ότι η προστατευτικότητα της Ελλάδας απέναντι στα πολιτιστικά αγαθά της φταίει γι’ αυτό. Ναι, ασφαλώς, τα ταξίδια διευρύνουν τους ορίζοντές μας, και αν όλοι πηγαίναμε στην Αθήνα και βλέπαμε από κοντά τα ερείπια ίσως να εκτιμούσαμε το αρχιτεκτονικό τους κάλλος και να μαθαίναμε για την πολιτική και θρησκευτική τους σημασία. Όμως, όπως θα επιβεβαίωναν πολλοί σπουδαστές Ιστορίας, η καλύτερη και ευκολότερη μέθοδος ιστορικής και πολιτιστικής μόρφωσης είναι η παρακολούθηση ταινιών. Εάν η Ακρόπολη ουδέποτε εμφανίζεται στη μεγάλη οθόνη, υπάρχει μια μεγάλη –όσο και τρομακτική- πιθανότητα να λησμονήσουμε παντελώς την ίδια της την ύπαρξη.
»Πέρα από αυτό, υπάρχει και το πρακτικό πρόβλημα της χρηματοδότησης για τη συντήρηση αρχαιολογικών μνημείων όπως είναι η Ακρόπολη. Το ελληνικό Υπουργείο Πολιτισμού λαμβάνει μόνο το 0,7% του συνολικού προϋπολογισμού της χώρας, και η οικονομική κρίση το έχει αφήσει σε ακόμη χειρότερη κατάσταση: τα κονδύλια του έχουν δεχθεί περικοπές πάνω από 30% από το 2010. Εάν το Υπουργείο Πολιτισμού της Ελλάδας δεν βρει τρόπο να αυξήσει τα διαθέσιμα ποσά χρηματοδότησής του, προκειμένου να διατηρεί μνημεία όπως η Ακρόπολη σε καλή κατάσταση (…) ίσως η Ακρόπολη πάψει να υπάρχει ακόμη και στις συνειδήσεις των ερευνητών.
»Η Ελλάδα προστατεύει την Ακρόπολη. Αλλά από τι ακριβώς; Το να παρέχεις ευκολότερη πρόσβαση σε χώρους πολιτιστικής αξίας είναι αυτό που τους μεταμορφώνει σε χώρους πολιτιστικού ενδιαφέροντος. Πάρτε για παράδειγμα το English Heritage, που διοργανώνει ξεναγήσεις φαντασμάτων σε διάφορα κάστρα ανά τη Μεγάλη Βρετανία, ή τη χρήση του Καθεδρικού του Ντάραμ και ορισμένων από τις Βοδληιανές βιβλιοθήκες για τα γυρίσματα του Χάρι Πότερ. Αυτά τα πράγματα βοηθούν τη δημοσιότητα και την αναζωογόνηση των μνημείων. Εάν η Ελλάδα ήταν κατά τι λιγότερο προστατευτική απέναντι στην Ακρόπολη θα συνέβαλε τόσο στην αύξηση των μέσων χρηματοδότησης για τη συντήρηση του μνημείου όσο και στην ενθάρρυνση του κόσμου να ενδιαφερθεί για αυτό. Η μείωση του κόστους κινηματογράφησης και φωτογράφησης είναι ένα σημαντικό πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά η Αθήνα θα έπρεπε να τολμήσει και άλλα βήματα. Η Ακρόπολη θα έπρεπε να «βγάζει τα έξοδά της», αντί να τοποθετείται σε ένα βάθρο πολιτιστικής σπουδαιότητας το οποίο τρόπον τινα καθιστά αμάρτημα τον οποιονδήποτε συσχετισμό της με την οικονομία και το κέρδος».
Προκειμένου λοιπόν να μην ξεχαστεί η Ακρόπολη, θα πρέπει να ενοικιάζεται προς 1.600 ευρώ ημερησίως και να εξυπηρετεί ως σκηνικό τις ανάγκες μιας οποιασδήποτε ταινίας; Θα βοηθήσει όντως αυτή η κίνηση και σε τι; Πόσοι θεατές της ταινίας «Tomb Raider» γνωρίζουν κάτι για την Άνγκορ Βατ; Υπάρχει μόνο ως εικόνα στις συνειδήσεις του κόσμου.
Προφανώς, όλοι πλέον αξιοποιούν εμπορικά τα μνημεία τους. Και χωρίς κανέναν ενδοιασμό. Στη Frankfurter Allgemeine Zeitung γράφτηκε ότι «Οι νόμοι της ελεύθερης αγοράς έχουν εφαρμοστεί και στα μνημεία, εδώ και πολύ καιρό. Όλες οι ευρωπαϊκές χώρες έχουν λουστράρει τους ιστορικούς τόπους τους για να προσελκύσουν κέρδη». Ο αρθρογράφος αναφέρει ως παράδειγμα τη Δρέσδη, όπου το 2010 ύστερα από ατελείωτες και μάταιες προσπάθειες εύρεσης επενδυτών, το Παλάτι Κουρλάντερ, που είχε βομβαρδιστεί τον Φεβρουάριο του 1945, ανοικοδομήθηκε όχι ως μουσείο, αίθουσα συναυλιών ή για να εξυπηρετήσει οποιονδήποτε άλλο πολιτιστικού χαρακτήρα σκοπό, αλλά ως χώρος εκδηλώσεων. Η ατραξιόν που προβάλλεται περισσότερο για την προσέλκυση επισκεπτών είναι η πρώην αίθουσα χορού του παλατιού που στην ιστοσελίδα του περιγράφεται ως «Ο γάμος του Δράκουλα – ένα νόστιμο σόου μετά δείπνου»…
Δεν γνωρίζουμε ποια ακριβώς ήταν τα οικονομικά οφέλη που απέφερε στη χώρα μας και στην Ακρόπολη η ταινία της Βαρντάλος. Και πόσα άλλα μάς επιφυλάσσονται από το «άνοιγμα» των μνημείων που αποφάσισε το ΥΠΠΟΤ… Προφανώς, όμως, όσο οπισθοδρομικό και αν ακούγεται σε μια εποχή όπου όλοι «αξιοποιούν» ό,τι μπορούν, δεν είναι κακό να επιστήσει κανείς την προσοχή στους κινδύνους των πάσης μορφής «αξιοποιήσεων» των πολιτιστικών αγαθών. Ότι δηλαδή θα πρέπει να υπάρχουν αυστηρά ποιοτικά κριτήρια. Ότι προκειμένου να συμβαδίσουμε με την ευρωπαϊκή πρακτική της προβολής και αξιοποίησης μνημείων, δεν θα θέλαμε να δούμε τα κατάλοιπα κάποιου μινωικού ανακτόρου ως καφεχώρο, με σερβιτόρες ντυμένες Μινωίτισσες…
Κανείς δεν επιθυμεί να «αποστερηθεί η τεράστια πολιτιστική κληρονομιά της χώρας από ένα μέσο (διεθνούς) προβολής της», διατύπωση που χρησιμοποίησε το ΥΠΠΟΤ αιτιολογώντας την κίνησή του. Φτάνει να είναι πραγματική προβολή της πολιτιστικής κληρονομιάς και όχι παραχώρησή της ως σκηνικού…