Το χάνι, λέξη περσικής προέλευσης, ανάγεται πιθανόν στους σταθμούς ανεφοδιασμού που οργάνωσαν οι Αχαιμενίδες (6ος–5ος αιώνας π.Χ.) στις μεγάλες οδικές αρτηρίες. Τέτοιοι σταθμοί, που ο Ηρόδοτος ονομάζει «καταλύσεις» και ο Κτησίας «emporia», γνώρισαν ιδιαίτερη άνθηση τον 13ο αιώνα στην Περσία, τη Συρία και την Ανατολία. Τα χάνια που κτίζονταν στους εμπορικούς δρόμους των καραβανιών (καραβάνσεραϊ) οργανώνουν το χώρο αμυντικά γύρω από ένα αίθριο με λίγα ανοίγματα στο εξωτερικό και μικρό τζαμί στο κέντρο. Τον 17ο αιώνα τα χάνια των πόλεων καθιερώνονται όχι μόνο ως πανδοχεία αλλά και ως αγορά και χρηματιστήριο των εμπορικών ειδών.
Στα Βαλκάνια, μέχρι τον 19ο αιώνα, η Ξάνθη παραμένει ένα ασήμαντο κεφαλοχώρι καθώς η Εγνατία περνάει από τη Γενισέα. Στην περιγραφή του ο Εβλιά Τσελεμπή (1667) αναφέρει δύο χάνια. Ωστόσο, η επιβολή της μονοκαλλιέργειας του καπνού, η μεταφορά στην Ξάνθη της έδρας του Τούρκου έπαρχου το 1872 μετά την καταστροφική πυρκαγιά στη Γενισέα αλλά και η θέση της Ξάνθης στη νέα σιδηροδρομική γραμμή Θεσσαλονίκη–Κωνσταντινούπολη (1891) οδήγησαν την πόλη σε μεγάλη ακμή. Καταφθάνουν Δυτικομακεδόνες και περίφημοι ηπειρώτες τεχνίτες που χτίζουν τα δίπατα σπίτια των καπνεμπόρων, καπναποθήκες, μύλους, χάνια, καταστήματα. Όλα σχεδόν τα χάνια εμφανίζουν το μοντέλο «φούρν’ μαγαζί και χάν(ι)», δηλαδή το χάνι συνοδεύεται από μια σειρά μαγαζιά και φούρνο. Τα δώδεκα χάνια που σώζονται στην Ξάνθη, και εδώ αναφέρονται ονομαστικά, είναι συνήθως διώροφα με εσωτερική αυλή, έχουν στον όροφο τα δωμάτια με το ξύλινο χαγιάτι ως κοινόχρηστο χώρο επικοινωνίας, ενώ στο ισόγειο τους βοηθητικούς χώρους, αποθήκες, στάβλους και τα καταστήματα πάντα να κλείνουν την πλευρά που βλέπει το δρόμο. Κτισμένα κυρίως στο β΄ μισό του 19ου αιώνα, τα χάνια αυτά φέρουν νεοκλασικές επιδράσεις στη μορφολογική οργάνωση. Ως αντιπροσωπευτικό δείγμα περιγράφεται το χάνι της οδού Κομοτηνής 55 στο εμπορικό κέντρο της Ξάνθης, στο χώρο όπου κάθε Σάββατο γίνεται το παζάρι. Η κτητορική επιγραφή της κεντρικής του εισόδου αναφέρει ότι κτίστηκε το 1880 και ανήκε σε δύο Ηπειρώτες, τον Δημήτριο Θ. Μοράβα και τον Μαργαρίτη Ιωάννου. Η όλη του αρχιτεκτονική σύνθεση και τυπολογία το προορίζουν να μετατραπεί ιδανικά, κατά τη συγγραφέα, σε φοιτητικό ξενώνα.