Η λέξη «πλημοχόη» πιθανότατα προέρχεται από το ρήμα «πίμπλημι», γεμίζω, και το ουσιαστικό «χοή», σπονδή. Μια δεύτερη εκδοχή συνδέει το αγγείο με ιεροτελεστίες σχετικές με την παλίρροια και τη σελήνη. Πρόκειται για αγγείο πλατύ, με κυρτό περίγραμμα και κάλυμμα, που στηρίζεται σε κεντρικό πόδι. Στην ελληνική κεραμική εμφανίστηκε στα τέλη του 7ου αιώνα και εξέλιπε στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. Ίσως το κομψότερο αγγείο της ομάδας της, η πλημοχόη, όπως ο κώθων και η τριποδική πυξίδα, ανήκει στα εξάλειπτρα. Δοχείο καλλυντικών που περιέχει αλοιφή, το εξάλειπτρον είναι παράγωγο του ρήματος «εξαλείφω», δηλαδή: αλείφω εντελώς, επιχρίω. Ο Beazley διέκρινε δυο τύπους πλημοχόης ανάλογα με το πλάτος του ποδιού και τη βάση του αλλά οι αγγειογραφίες πρόσθεσαν και άλλους. Οι πλημοχόες κατασκευάζονταν συνήθως από πηλό και έφεραν απλό, γραμμικό διάκοσμο, υπήρχαν όμως και άλλες από μάρμαρο ή αλάβαστρο. Η έλλειψη μιας ασφαλούς ερμηνείας για τη χρήση του αγγείου ενθάρρυνε πολλές υποθέσεις: δοχεία χοής, σαλτσιέρες, λύχνοι; Πιο εύλογη είναι η υπόθεση ότι η πλημοχόη κατασκευάστηκε αποκλειστικά ως δοχείο για υγρά. Στην αγγειογραφία χρησιμοποιείται κυρίως από γυναίκες στη διάρκεια του λουτρού και της ένδυσης, άρα θα περιείχε άρωμα, μύρο, αρωματισμένο νερό, γαλάκτωμα. Σε λευκές ληκύθους η πλημοχόη απεικονίζεται στην τελετή του γάμου, στο λουτρό της νύφης ή του γαμπρού. Συνδέεται επίσης με τα έθιμα ταφής και τη νεκρική λατρεία. Αναφέρεται ότι στην Ελευσίνα την τελευταία μέρα των μυστηρίων που λεγόταν Πλημοχόαι χρησιμοποιούσαν την πλημοχόη για να κάνουν σπονδή προς τις χθόνιες θεότητες.
Πλημοχόη
14 Ιούλ 2011
από tsSLAueP
- A
- A
- A