Η Μάα-Παλαιόκαστρο, μικρό και άγονο ακρωτήρι στη δυτική ακτή της Κύπρου, είναι ο τόπος που επέλεξαν οι Μυκηναίοι για την πρώτη εγκατάστασή τους στο νησί. Στη θέση, που ανασκάφηκε συστηματικά από τον Βάσο Καραγιώργη, δημιουργήθηκε Μουσείο που κατασκευάστηκε με δαπάνη του Ιδρύματος Α. Γ. Λεβέντη και σε σχέδια Andrea Bruno. Το Μουσείο εγκαινιάστηκε τον Αύγουστο του 1996. Η ανέγερση ενός συμβατικού κτηρίου κρίθηκε αταίριαστη με τον έντονα φυσιοκρατικό χαρακτήρα του χώρου. Η κατασκευή είναι υπόγεια και μόνο η οροφή του είναι ορατή εξωτερικά, ένας χάλκινος θόλος που αναπλάθει τη μορφή των γύρω στρογγυλών θάμνων.
Η έκθεση σχεδιάστηκε με βάση οκτώ θεματικούς άξονες: «Ο χαλκός – πηγή πλούτου για την Κύπρο», «Το εισαγωγικό και εξαγωγικό εμπόριο της Κύπρου κατά το τέλος της εποχής του Χαλκού», «Το τέλος της εποχής του Χαλκού (1230 π.Χ. – 1050 π.Χ.) – μια περίοδος ευημερίας για την Κύπρο», «Σημαντικοί οικισμοί του τέλους της Εποχής του Χαλκού», «Ο οικισμός στη Μάα-Παλαιόκαστρο», «Ζωή και ασχολίες στον οικισμό της Μάας-Παλαιοκάστρου», «Γραφή», «Θρησκεία».
Ο φωτισμός του χώρου είναι φυσικός και βασίζεται στην αρχική έμπνευση του αρχιτέκτονα, ένα μακρύ κεκλιμένο κάτοπτρο που αντανακλά το εξωτερικό φως και το μεταφέρει στην υπόγεια αίθουσα. Ιδιαίτερα ασυνήθιστες είναι οι προθήκες, κατασκευασμένες από μια ημισφαιρική βάση από πωρόλιθο, επάνω στην οποία στηρίζεται ένας ανεστραμμένος κώνος από ατσάλι. Η ανεστραμμένη κυκλική βάση του κώνου προσφέρεται ως εκθετική επιφάνεια για δυο χάρτες και μια αεροφωτογραφία του ακρωτηρίου της Μάας, ενώ με την προσθήκη ενός κυλίνδρου από πλεξιγκλάς μετατρέπεται σε προθήκη για τα εκθέματα, αντίγραφα των αρχαιολογικών ευρημάτων.