Το πρωτογνωρίσαμε ως “το νέο σπίτι για τις αιγυπτιακές βασιλικές μούμιες”, οι οποίες οδηγήθηκαν εκεί σε μια μεγαλειώδη παρέλαση τον περασμένο Απρίλιο. Η παρουσίασή του ανέδειξε το πρόγραμμα πολιτιστικής διαχείρισης της Αιγύπτου δεν περιοριζόταν στην κατασκευή του πολυαναμενόμενου, φαραωνικών διαστάσεων, Μεγάλου Αιγυπτιακού Μουσείου στη Γκίζα, αλλά προέβλεπε ένα δίκτυο υπερσύγχρονων μουσείων σε πολλά διαφορετικά μουσεία, στην αιγυπτιακή πρωτεύουσα αλλά και αλλού. Είναι το NMEC, το Εθνικό Μουσείο Αιγυπτιακού Πολιτισμού (που δεσπόζει πλέον στην περιοχή της Φουστάτ, του Παλαιού Καΐρου.
Είναι αλήθεια ότι τα εγκαίνιά του έθεσαν διάφορα ερωτηματικά σχετικά με τη βιωσιμότητά του αλλά και τη λειτουργικότητά του. Ποιος είναι ο ρόλος του, όταν το Μεγάλο Αιγυπτιακό Μουσείο, η νέα στέγη των θησαυρών του Τουταγχαμών, δεν έχει ακόμη τελειώσει μετά από χρόνια εργασιών; Είναι άραγε τόσο απαραίτητη η ύπαρξή του, όταν μόνο του το Μεγάλο Μουσείο θα αποσυμφορούσε το εμβληματικό Αιγυπτιακό Μουσείο Καΐρου στην πλατεία Ταχρίρ; Πόσο βολικό θα ήταν να πρέπει να γυρνάει κανείς το πολύβουο Κάιρο για να γνωρίσει την πολιτιστική κληρονομιά της Αιγύπτου αντί να κατευθύνεται σε έναν χώρο; Και, καθώς το κοινό των μουσείων δεν πρέπει να είναι μόνο οι τουρίστες, κατά πόσο θα μπορούσε ένα μουσείο σύγχρονο αλλά μικρότερο από το “Μεγάλο” της Γκίζας να κερδίσει τις καρδιές των ίδιων των Αιγυπτίων; Μια επίσκεψη στο Κάιρο, και στο NMEC συγκεκριμένα ήταν ικανή να λύσει όλες τις παραπάνω απορίες ώστε να μπορεί να πει κανείς ότι, ναι, το νέο μουσείο έχει ήδη κερδίσει το στοίχημα τόσο με τους ξένους επισκέπτες του αλλά κυρίως με τους ντόπιους.
Δεν παίρνει πολύ για να ανακαλύψει κανείς ότι το NMEC δεν είναι απλά ένα μουσείο, είναι κιβωτός. Μια κιβωτός που διαφυλάσσει την ψυχή της Αιγύπτου μέσα από τα αντικείμενα στην υπέργεια αίθουσα του μουσείου, αλλά κυρίως μέσα από εκείνους που την ανέδειξαν, τους τιμημένους νεκρούς της, τους φαραώ και τις βασίλισσες που βρίσκονται στο υπόγειο τμήμα του. Η ψυχή της Αιγύπτου τέλος αναδεικνύεται στον τεράστιο κήπο του μουσείου, ο οποίος υποδέχεται καθημερινά τους ζωντανούς, τους σημερινούς Αιγυπτίους ως ένας ιδανικός και ήδη αγαπημένος χώρος αναψυχής.
Το μουσείο αναπτύσσεται στη δεξιά πλευρά μιας μεγάλης, ανοιχτής λεωφόρου, σε μια περιοχή κατά βάση οικιστική, σε λογική απόσταση από το κέντρο της πόλης αλλά αρκετά μακριά από το συνωστισμό του. Μόλις περάσει κανείς την πύλη, βρίσκεται σε έναν ανοιχτό χώρο, με το κεντρικό κτίριο μπροστά του και τις πρώτες προσβάσεις στους εξωτερικούς χώρους αναψυχής στα δεξιά του. Το μεγάλο πλάτωμα καταλήγει σε μια μνημειακή είσοδο σε μορφή σήραγγας η οποία δίνει πρόσβαση στο χώρο της έκθεσης αλλά και στα γραφεία πληροφοριών, το εστιατόριο και το κατάστημα του μουσείου.
H έκθεση αναδεικνύει ότι τα πολλά πρόσωπα του αιγυπτιακού πολιτισμού στις χιλιετίες αποτελούν τμήματα μιας ολότητας. Τα αντικείμενα παρουσιάζονται σε μία μοναδική μεγάλη αίθουσα, στον κεντρικό χώρο της οποίας υπάρχει πρόσβαση στο υπόγειο τμήμα του μουσείου. Έτσι, τα υλικά κατάλοιπα βρίσκονται να πλαισιώνουν τα σώματα των ηγεμόνων χωρίς όμως να βρίσκονται στον ίδιο χώρο, ούτε καν στο ίδιο συγκείμενο. Οι προθήκες είναι τοποθετημένες σε χαλαρή χρονολογική σειρά, ανά περίοδο – προϊστορικά χρόνια, φαραωνική περίοδος, ελληνορωμαϊκά χρόνια, κοπτική και τέλος ισλαμική περίοδος. Η έκθεση όμως δεν είναι ούτε κατά διάνοια εγκυκλοπαιδική. Γιατί τα αντικείμενα “συνομιλούν” τοποθετημένα σε θεματικές προθήκες όπου η σχέση μεταξύ τους δίνει τα στοιχεία για τη χρηστικότητά τους αλλά και το ρόλο τους στην κοσμοθεωρία της εποχής τους, καθώς σε έναν πολιτισμό όπου η πνευματικότητα πήγαζε από την καθημερινότητα, όλα έχουν πολλαπλές αναγνώσεις. Είναι επίσης φανερό ότι η ποιότητα υπερισχύει της ποσότητας. Ανάμεσα στα εκθέματα ο επισκέπτης θα αναγνωρίσει αριστουργήματα που κάποτε χάνονταν μέσα στην ποσότητα των αντικειμένων του μουσείου της Ταχρίρ (π.χ. άγαλμα τροφού με τέσσερα πριγκιπόπουλα, της 18ης Δυναστείας) ενώ θα εντυπωσιαστεί από άλλα που αποτελούν παράδειγμα συντήρησης και ανάδειξης (π.χ. σαρκοφάγος και ταφική σκευή κάτω από δερμάτινη χρωματιστή τέντα). Θα αντιληφθεί, τέλος, τον αιγυπτιακό πολιτισμό στην ολότητά του, και το πως διακατέχεται από ένα ιδιαίτερο στοιχείο που επιβιώνει μέσα από τις διαφορετικές εκφάνσεις του μέσα στις χιλιετίες.
Η υπέργεια αυτή έκθεση όμως δεν λειτουργεί παρά ως ένα είδος “κτέρισης” των νεκρών που βρίσκονται θαμμένοι αλλά ορατοί στον υπόγειο χώρο του κτιρίου. Η κατωφερική σκάλα λοιπόν στο κέντρο της υπέργειας αίθουσας, οδηγεί σε έναν υπόγειο χώρο όπου παρουσιάζεται αρχικά το χρονικό της αποκάλυψης των βασιλικών ταριχευμένων σωμάτων. Η συνέχεια είναι σαν ένα ταξίδι στον Κάτω Κόσμο και ταυτόχρονα στην ιστορία της αρχαίας Αιγύπτου.
Ο αρχικός χώρος δίνει πρόσβαση σε μια σειρά από “σπηλαιώδεις” αίθουσες, αφιερωμένες η καθεμιά και σε έναν φαραώ ή μια βασίλισσα. Έτσι, ενώ κάθε βασιλιάς ή βασίλισσα δεσπόζουν στον δικό τους χώρο, μια ένδειξη στον τοίχο πληροφορεί (ή καταγράφει) τα επιτεύγματά τους όταν κυβερνούσαν την Αίγυπτο. Και είναι δύσκολο να μην αισθανθεί κανείς σεβασμό μπροστά σε πολλούς από αυτούς τους βασιλιάδες και τις βασίλισσες, όσο σκέφτεται πόσο γενναίοι ή πρωτοποριακοί στάθηκαν. Είναι δύσκολο να μην αισθανθείς δέος από το προνόμιο του να αντικρίζεις το πρόσωπο της αγιοποιημένης βασίλισσας Αχμόζε Νεφερτάρι, της δυναμικής γυναίκας φαραώ Χατσεπσούτ, του ευφυούς “πολεμιστή φαραώ” Τούθμωση Β’, του Ραμσή Β’ που έδωσε τόσο πρώιμα μαθήματα πολιτικής ευελιξίας και διεθνούς διπλωματίας, της βασίλισσας Τίυ που συνομιλούσε με διεθνείς ηγεμόνες και, παρά τις χιλιετίες που πέρασαν,παραμένει πανέμορφη. Είναι δύσκολο επίσης να μείνει κανείς ασυγκίνητος από την ανθρώπινη πλευρά των φαραώ: όταν βλέπει κανείς τον πληγωμένο ήρωα φαραώ Σεκενενρέ (εκτελέστηκε από τους κατακτητές της Αιγύπτου Υκσώς κατά τη διάρκεια του αγώνα του εναντίον τους), τον Σιπτάχ της 19ης Δυναστείας που ήταν άτομο με αναπηρία, τον Ραμσή Γ’ του οποίου οι επίδεσμοι στο λαιμό κρύβουν το τραύμα που προκλήθηκε όταν τον δολοφόνησαν. Πρόκειται περισσότερο για ένα μαυσωλείο, έναν χώρο δομημένο έτσι ώστε να είναι άχρονος ή αιώνιος, και να εμπνέει σεβασμό στον επισκέπτη, αποδίδοντας ταυτόχρονα σεβασμό σε όσους φιλοξενεί. Και αν κρίνω από τη συμπεριφορά των επισκεπτών όσο βρισκόμουν εκεί το καταφέρνει.
Πίσω τώρα στον τόπο των ζωντανών. Στο επίπεδο του εδάφους ξανά, καθώς αξίζει να γίνει μια αναφορά στον κήπο του μουσείου, ο οποίος έχει γίνει ήδη δημοφιλής στους κατοίκους του Καΐρου με τρόπο ίσως ανάλογο με εκείνον που το ΚΠΙΣΝ αγαπήθηκε από τους Αθηναίους. Είναι κάτι το ιδιαίτερο να βλέπει κανείς οικογένειες να χαλαρώνουν και παιδιά να παίζουν γύρω από τον τόπο ανάπαυσης των φαραώ και τα διαχρονικά τεκμήρια του πολιτισμού τους: το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον να συνυπάρχουν τόσο αρμονικά. Ίσως η συμβιωτική αυτή σχέση να είναι το μυστικό της επιβίωσης της Αιγύπτου μέσα στις χιλιετίες. Σίγουρα όμως αυτό το πλήθος είναι μια σημαντική ένδειξη ότι το νέο μουσείο κέρδισε το στοίχημα της ύπαρξης του, με το σεβασμό στο αντικείμενό του και τη μοναδική εμπειρία που προσφέρει στους επισκέπτες του.