Χαλκάς σημαίνει κρίκος και συνεκδοχικά χειροπέδες, δαχτυλίδι και ειδικότερα βέρα. Η ονομασία προέρχεται από το αρχικό υλικό κατασκευής του αντικειμένου: τον χαλκό.
Χαλκείον στα αρχαία ελληνικά σήμαινε λεβέτι. Δωδωναίον χαλκείον ήταν ο χάλκινος λέβητας που έδινε τους χρησμούς στο μαντείο της Δωδώνης.
Χαλκουργείο ήταν το εργαστήρι όπου δουλευόταν ο χαλκός, όπως σιδηρουργείο ήταν το εργαστήρι του σιδερά.
Μέχρι πριν τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο όλα τα σπίτια είχαν «χάλκινα», δηλαδή μαγειρικά σκεύη από χαλκό. Η χρήση πολλών όρων, παραγώγων του χαλκού, δείχνει την ευρεία χρήση του μετάλλου αυτού στην καθημερινή ζωή. Ας μην ξεχνάμε και «τα χάλκινα», δηλαδή τα νομίσματα ευτελούς αξίας από χαλκό.
Επειδή ο χαλκός οξειδώνεται και πρασινίζει, δηλητηριάζοντας την τροφή, τα χάλκινα τα επικάλυπταν με καλάι ή τα γάνωναν. Με άλλα λόγια τα επικάλυπταν με κασσίτερο (στην πραγματικότητα, το καλάι είναι μείγμα κασσίτερου και μολύβδου), δίνοντάς τους μια όψη γυαλιστερή με χρώμα ασημί. Συχνά, σκεύη όπως ταψιά ή κανάτια, τα γάνωναν μόνο στο εσωτερικό τους, δηλαδή μόνο στις επιφάνειες που έρχονταν σε επαφή με την τροφή ή το πόσιμο νερό.
Ο γανωτής ή καλαϊτζής, συνήθως γύφτος, πολλές φορές δούλευε στο ύπαιθρο, στις αυλές των σπιτιών, όπου άναβε φωτιά με κάρβουνα για να θερμάνει τα σκεύη που θα γάνωνε και να λιώνει το καλάι. Στις γειτονιές σημαντικό ήταν το πέρασμα του καλαϊτζή, χάρη στον οποίο ανανεώνονταν τα μαγειρικά σκεύη του νοικοκυριού.