Και όσο ετοιμάζεται η βάση δεδομένων WikiLoot, τα μουσεία δεν φαίνεται να αλλάζουν τη στάση τους στο θέμα. Με άλλα λόγια, η δημοσίευση φωτογραφιών που κατασχέθηκαν στην Ελβετία και στην Ελλάδα στο πλαίσιο ερευνών υποθέσεων αρχαιοκαπηλίας σε πολλές περιπτώσεις δεν θορύβησε τους ιθύνοντες των πολιτιστικών ιδρυμάτων που έχουν στις συλλογές τους τα αντικείμενα των φωτογραφιών.
Ο DavidGillστην ιστοσελίδα του LootingMattersπαραθέτει παραδείγματα: «Η Νέα Γλυπτοθήκη Κάρλσμπεργκ αρνήθηκε να παραδώσει το υλικό που της ζητήθηκε από τις ιταλικές αρχές. Το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης στην Αθήνα έχει αθηναϊκό αγγείο που βρέθηκε στο φάκελο του Medici. Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο στη Μαδρίτη δεν έχει ακόμη λύσει τη διαφωνία του με την Ιταλία».
Από τη στιγμή που ένα αντικείμενο εντοπίζεται σε φωτογραφικό αρχείο σπείρας αρχαιοκαπήλων, προφανώς πρέπει να ερευνηθεί η προέλευσή του. Ωστόσο, τα περισσότερα μουσεία, όπως και οι οίκοι δημοπρασιών αρκούνται πολλές φορές σε δηλώσεις του ύφους εκείνης του οίκου Christie’s, όπου εκπρόσωπός του επιβεβαίωνε ότι «[ο οίκος] δεν πουλά έργα για τα οποία έχουμε λόγους να πιστεύουμε ότι είναι κλεμμένα» (MaxBernheimer, Μάιος 2010). Παρ’ όλα αυτά, δημοπράτησε αντικείμενα, όπως ο μαρμάρινος κορμός νέου στη φωτογραφία, που παρουσίαζαν ανησυχητικά πολλές ομοιότητες με κάποια από το φάκελο Medici. Ανοιχτή πληγή λοιπόν φαίνεται να αποτελούν τα αντικείμενα που εμφανίζονται σε δημοπρασίες, αλλά ακόμη και εκείνα που εκτίθενται σε μουσεία και, την ίδια στιγμή, εντοπίζονται σε αρχεία υποθέσεων του παράνομου εμπορίου αρχαιοτήτων.
«Νομίζω ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η συμμόρφωση με τις διεθνείς συνθήκες. Και εκεί ορισμένοι δεν φαίνονται πρόθυμοι να επιδείξουν πνεύμα συνεργασίας» καταλήγει ο DavidGill.