Το νησί
Η Δήλος είναι ο μεγαλύτερος αρχαιολογικός χώρος της Ελλάδας και ταυτόχρονα το μικρότερο νησί της στο οποίο ιδρύθηκε πόλη−κράτος. Βρίσκεται στο κέντρο των Κυκλάδων και εκτείνεται σε μήκος 5 χλμ., ενώ το πλάτος της δεν ξεπερνά σε κανένα σημείο τα 1.300 μέτρα. Στην αρχαιότητα ήταν λίγο μεγαλύτερη απ’ ό,τι σήμερα, δεδομένου ότι η στάθμη της θάλασσας έχει από τότε ανέβει κατά περίπου 2,5 μέτρα.
Το ανάγλυφο του νησιού είναι βραχώδες. Το όρος Κύνθος, με μέγιστο ύψος τα 113 μέτρα, είναι το ψηλότερο σημείο του. Στα βόρεια, μια πεδιάδα που διασχίζει το νησί από τα ανατολικά προς τα δυτικά χωρίζει τον Κύνθο από τον λόφο «Γκαμήλα». Στα νότια, οι πρόποδες του Κύνθου εκτείνονται μέχρι τον λόφο της «Κάτω Βάρδιας». Τα κύρια φυσικά αγκυροβόλια βρίσκονται στη δυτική ακτή, η οποία απέχει μόλις 700 μέτρα από τη γειτονική Ρήνεια. Τρεις κόλποι διαδέχονται ο ένας τον άλλο από βορρά προς νότο: ο Σκαρδανάς, ο κόλπος του αρχαίου λιμανιού που προστατεύεται από δύο νησίδες, και ο κόλπος των Φούρνων.
Η γεωλογική σύσταση του νησιού αποτελείται κατά κύριο λόγο από γρανίτη (70%) και γνεύσιο (25%), ενώ υπάρχει λίγος πωρόλιθος και λίγο μάρμαρο. Όλα αυτά τα πετρώματα αξιοποιήθηκαν κατά την αρχαιότητα ως οικοδομικά υλικά. Ωστόσο, ένα πρόγραμμα που βρίσκεται τώρα σε εξέλιξη δείχνει ότι οι μεγαλύτερες ποσότητες γνευσίου, πωρόλιθου και μαρμάρου που είχαν χρησιμοποιηθεί ήταν εισαγόμενες. Το γρανιτικό υπέδαφος έχει παίξει σπουδαίο ρόλο στην ιστορία της Δήλου. Ευνόησε τον σχηματισμό υδροφόρου ορίζοντα και μιας λίμνης, χωρίς τα οποία το νησί δεν θα μπορούσε να συντηρήσει έναν οικισμό σημαντικού μεγέθους. Ούτε τα χαμηλά επίπεδα βροχόπτωσης που καταγράφονται στο νησί (200 με 400 χλστ. ετησίως) ούτε ο Ινωπός, ένας χείμαρρος διαλείπουσας ροής, δεν θα ήταν αρκετά για να εξασφαλίσουν αρκετό νερό σε έναν πληθυσμό που ξεπέρασε τους 10.000 κατοίκους.
Ο μύθος
Οι μυθικές διηγήσεις τοποθετούν στη Δήλο τη γέννηση του Απόλλωνα και της δίδυμης αδερφής του, της Αρτέμιδος. Ο ομηρικός Ὕμνος εἰς Ἀπόλλωνα αφηγείται τις περιπλανήσεις της μητέρας τους, της Λητούς, καταδιωκόμενης από τη ζήλια της Ήρας. Η Δήλος συμφώνησε να τη δεχτεί, ύστερα από τον όρκο που της έδωσε η Λητώ — η οποία φαίνεται πως γνώριζε πολύ καλά την ένδεια του νησιού: αν το νησί αποκτούσε έναν ναό του Απόλλωνα, θα το επισκέπτονταν συχνότερα «άνθρωποι πάντες» (στ. 57) και οι κάτοικοί του «θα τρέφονται από άλλων τα χέρια, αφού το χώμα [τ]ου είναι άγονο» (στ. 60). Από την Αρχαϊκή εποχή το ιερό του Απόλλωνα αποτελούσε το κύριο θέλγητρο της Δήλου και το ίδιο ίσχυε και κατά την Ελληνιστική περίοδο, όταν ο κωμικός ποιητής Κρίτων χαρακτήριζε τους Δηλίους ως «παράσιτα του θεού» (παρατίθεται από τον Αθήναιο, Δειπνοσοφισταί IV, 173 b−c).
Η ιστορία
Τα πρώτα ίχνη κατοίκησης ανάγονται στο β’ μισό της 3ης χιλιετίας π.Χ. και περιορίζονται στα ερείπια κάποιων σπιτιών που ανασκάφηκαν στην κορυφή του Κύνθου. Τα επόμενα ίχνη χρονολογούνται στη Μυκηναϊκή περίοδο και εντοπίζονται στην πεδιάδα, όπου αργότερα χτίστηκαν τα ιερά του Απόλλωνα και της Αρτέμιδος. Εκεί αποκαλύφθηκαν ταπεινά λείψανα ενός οικισμού και τάφων, στα οποία θα πρέπει να προσθέσουμε τα πλούσια κινητά ευρήματα από την ανασκαφή του αρχαϊκού ναού της Αρτέμιδος. Αυτά προέρχονται αναμφίβολα από τάφους και δεν μας επιτρέπουν —όπως εξάλλου και τα υπόλοιπα κινητά ευρήματα και αρχιτεκτονικά κατάλοιπα που ήρθαν στο φως — να υποθέσουμε ότι το ιερό, που διαπιστωμένα λειτουργούσε κατά τη Γεωμετρική περίοδο, είχε κάποιο μυκηναϊκό παρελθόν.
Οι ανακαλύψεις δεν επιτρέπουν ούτε να πούμε με βεβαιότητα αν η Δήλος κατοικούνταν αδιάλειπτα πριν από το β’ μισό του 10ου αιώνα π.Χ. Ωστόσο, ήδη από τον 8ο αιώνα π.Χ., το ιερό το επισκέπτονταν προσκυνητές όχι μόνο από τις πόλεις των άλλων νησιών των Κυκλάδων, αλλά και Αθηναίοι και Έλληνες από την Ιωνία της Μικράς Ασίας. Αυτή η προσέλευση προσκυνητών αποδεικνύεται από τα ευρήματα — κυρίως κεραμική. Θα πρέπει να περιμένουμε το β’ μισό του 7ου αιώνα π.Χ. για να δούμε να κάνουν την εμφάνισή τους στα ιερά του Απόλλωνα και της Αρτέμιδος κούροι και κόρες, από μάρμαρο Νάξου και, αργότερα, από τον 6ο αιώνα π.Χ., από παριανό μάρμαρο. Η μνημειακή αρχιτεκτονική αναπτύσσεται επίσης στο νησί κατά τον 6ο αιώνα π.Χ., κυρίως με τη χορηγία ξένων, εκ των οποίων οι πιο επιφανείς είναι οι Νάξιοι. Οι ξένες παρεμβάσεις δεν περιορίζονται σε προσφορές αγαλμάτων και μνημείων. Στο β’ μισό του 6ου αιώνα π.Χ., ο τύραννος της Αθήνας Πεισίστρατος διατάζει να απομακρύνουν όλους τους τάφους που βρίσκονταν γύρω από το ιερό του Απόλλωνα (Θουκυδίδης 3.104.1, Ηρόδοτος 1.64), ενώ ο τύραννος της Σάμου Πολυκράτης αφιερώνει το γειτονικό νησί της Ρήνειας στον Δήλιο Απόλλωνα (Θουκυδίδης 3.104.2).
Μετά τους Περσικούς Πολέμους, από τους οποίους η Δήλος δεν επλήγη, η Αθήνα επέλεξε το νησί ως τόπο συνάντησης της πολιτικής και στρατιωτικής συμμαχίας (Συμμαχία της Δήλου) που ιδρύθηκε το 478 π.Χ. για να συντονίσει τη συνέχιση του αγώνα ενάντια στην Περσική Αυτοκρατορία. Το ταμείο με τις εισφορές των συμμαχικών πόλεων φυλασσόταν στον ναό του Απόλλωνα. Η διαχείριση της περιουσίας του ιερού πέρασε τότε στα χέρια των Αθηναίων, οι οποίοι τη διατήρησαν ακόμη και μετά τη μεταφορά του ταμείου στην Αθήνα, πιθανώς το 454 π.Χ., και την κράτησαν σχεδόν αδιάκοπα μέχρι το 314 π.Χ. Η κυριαρχία των Αθηναίων δεν περιορίστηκε στον τομέα της διαχείρισης της ιερής περιουσίας. Το 426 π.Χ. αναδιοργάνωσαν τα Δήλια, εξάγνισαν το νησί από όλους τους τάφους και απαγόρευσαν να γεννιέται και να πεθαίνει κανείς στη Δήλο (Θουκυδίδης 3.104). Το περιεχόμενο των τάφων της Δήλου συγκεντρώθηκε σε έναν βόθρο που βρέθηκε στην ανατολική ακτή του νότιου τμήματος της Ρήνειας, όπου αναπτύχθηκε στη συνέχεια η νεκρόπολη της Δήλου. Το 422/421 π.Χ., οι Αθηναίοι εκδίωξαν τους Δηλίους οι οποίοι μπόρεσαν, ωστόσο, να επιστρέψουν στην πατρίδα τους την επόμενη χρονιά, χάρη σε έναν χρησμό από τους Δελφούς.
Επωφελούμενη από τις μεγάλες ανακατατάξεις στις πολιτικές ισορροπίες που προέκυψαν από την επέκταση του βασιλείου της Μακεδονίας, τις κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου και την αποδυνάμωση της Αθήνας, η Δήλος μπόρεσε να ανακτήσει τη διαχείριση της περιουσίας του ιερού του Απόλλωνα το 314 π.Χ. και να γίνει το κέντρο μιας συνομοσπονδίας που συσπείρωνε όλες τις Κυκλάδες, του Κοινού των Νησιωτών. Εγκαινιάστηκε τότε η περίοδος που οι νεότεροι ιστορικοί ονόμασαν περίοδο της Ανεξαρτησίας. Ήταν για τη Δήλο μια εποχή ειρήνης και οικονομικής ευημερίας κατά την οποία η πόλη και το ιερό άλλαξαν ριζικά, κυρίως χάρη στην οικοδομική πολιτική που οι Δήλιοι χρηματοδότησαν με την περιουσία του ιερού του Απόλλωνα και χάρη στις δωρεές μνημείων από τους Αντιγονίδες της Μακεδονίας, τους Λαγίδες της Αιγύπτου και πιθανώς και από τους Ατταλίδες της Περγάμου. Δίπλα στο ιερό του Απόλλωνα, όπου οι βασιλείς εξέφραζαν τόσο την ισχύ τους όσο και την ευσέβειά τους, αναπτύχθηκε το εμπορικό λιμάνι του οποίου η σημασία –τοπική αρχικά– επεκτάθηκε από το β΄ μισό του 3ου αιώνα π.Χ. στην ευρύτερη Μεσόγειο.
Αυτή η περίοδος της Ανεξαρτησίας έλαβε τέλος το 167 π.Χ. Μετά τη μάχη της Πύδνας, η Ρωμαϊκή Σύγκλητος παραχώρησε τη Δήλο στην Αθήνα και κατήργησε τους εμπορικούς δασμούς. Η πόλη της Δήλου καταλύθηκε και οι Δήλιοι εκδιώχθηκαν από το νησί τους, το οποίο έγινε κληρουχία της Αθήνας και τέθηκε υπό την επίβλεψη ενός επιμελητή. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου κυριαρχίας του νησιού, η οποία χαρακτηρίζεται από τους ιστορικούς ως «αθηναϊκή», το ελεύθερο λιμάνι εξελίχθηκε σε εμπορικό κόμβο μεταξύ της Καμπανίας και της ανατολικής Μεσογείου, προσελκύοντας όχι μόνο σημαντικούς Αθηναίους αλλά και πολλούς εμπόρους από την ανατολική Μεσόγειο και, ακόμη περισσότερο, από την Ιταλία. Οι ιδιωτικές εμπορικές εγκαταστάσεις γνώρισαν μια ανάπτυξη άνευ προηγουμένου προκειμένου να καλύψουν τις ανάγκες του διαμετακομιστικού εμπορίου, και η πόλη άλλαξε σημαντικά. Η παλιά Συνοικία του Θεάτρου ανοικοδομήθηκε εξ ολοκλήρου και επεκτάθηκε, ενώ αστικοποιήθηκαν νέοι τομείς του νησιού, στα βόρεια και στα ανατολικά του ιερού του Απόλλωνα. Στα ιερά των παραδοσιακών Ελλήνων θεών προστέθηκαν δεκάδες άλλοι χώροι λατρείας αφιερωμένοι στους θεούς που λατρεύονταν από τον κοσμοπολίτικο πληθυσμό που ζούσε τότε στο νησί. Στους χώρους κοινωνικών συναναστροφών όπου σύχναζαν παλιότερα οι Δήλιοι, προστέθηκαν τώρα κτίσματα στα οποία συγκεντρώνονταν διαφορετικές εθνοτικές κοινότητες, οργανωμένες σε συλλόγους υπό την προστασία των προγονικών θεών τους.
Η εξαιρετική ευημερία που γνώρισε η Δήλος γύρω στο 100 π.Χ. ήταν συνδεδεμένη με μια πολιτική κατάσταση που ανατράπηκε από την επέκταση της Ρώμης στην Ανατολή και από τις αντιστάσεις που προκάλεσε. Κατά τη διάρκεια του μακροχρόνιου πολέμου που έφερε τη Ρώμη αντιμέτωπη με τον βασιλιά Μιθριδάτη ΣΤ’ του Πόντου, η Δήλος καταστράφηκε δύο φορές, μια πρώτη φορά το 88 π.Χ. και μια δεύτερη το 69 π.Χ. Μετά τις δύο αυτές επιδρομές, η Ρώμη αποφάσισε να οχυρώσει την πόλη με τείχος και να τη μετατρέψει σε στρατιωτική βάση, αλλά δεν επεδίωξε να αποδώσει ξανά στο νησί τον εμπορικό ρόλο που είχε στα τέλη του 2ου αιώνα π.Χ., ο οποίος ήδη είχε αρχίσει να φθίνει από τις αρχές του 1ου αιώνα π.Χ. Στο β’ τέταρτο του 1ου αιώνα π.Χ., τα λιμάνια της Όστιας και των Ποτιόλων στην Ιταλία βρίσκονταν σε πλήρη άνθηση και, στην Ανατολή, όλες οι ακτές της Μεσογείου, εκτός από την Αίγυπτο, είχαν εκπέσει σε ρωμαϊκές επαρχίες. Μεταξύ των δύο, ο δηλιακός συνδετικός κρίκος δεν ήταν πλέον χρήσιμος. Η παρακμή ήταν μη αναστρέψιμη. Η πόλη συγκεντρώθηκε γύρω από το λιμάνι και από το ιερό του Απόλλωνα που προσέλκυε ακόμη κάποιους επισκέπτες. Έπειτα από μια σχετική ανάκαμψη κατά την Πρωτοβυζαντινή περίοδο, το νησί ερημώθηκε οριστικά.
Η αρχαιολογική έρευνα
Εντούτοις, η Δήλος δεν λησμονήθηκε ποτέ ούτε από τους χαρτογράφους ούτε από τους δυτικούς περιηγητές. Στις αρχές του 18ου αιώνα, ο Jacob Spon και ο Joseph Pitton de Tournefort είχαν ήδη δημοσιεύσει δύο αξιοσημείωτες εικονογραφημένες περιγραφές του νησιού και είχαν κάνει γνωστές κάποιες από τις επιγραφές που υπήρχαν σε αυτό. Από τα μέσα του ίδιου αιώνα, με τους James Stuart και Nicholas Revett και στη συνέχεια με τον Julien David Le Roy, άρχισαν οι απόπειρες αποτύπωσης μνημείων και γλυπτών, εγχείρημα στο οποίο περισσότερο από κάθε άλλον διακρίθηκαν οι αρχιτέκτονες της Γαλλικής Επιστημονικής Αποστολής του Μοριά, που πέρασαν από τη Δήλο το 1829.
Η Γαλλική Σχολή Αθηνών ξεκίνησε ανασκαφές στη Δήλο το 1873 υπό την επίβλεψη της ελληνικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Η αρχή έγινε με την εξερεύνηση του Κύνθου. Από το 1877 ξεκίνησε η ανασκαφή των ιερών του Απόλλωνα και της Αρτέμιδος, ενώ από το 1903 έως το 1913 οι ανασκαφικές εργασίες της Σχολής γνώρισαν μια περίοδο ιδιαίτερα έντονης δραστηριότητας χάρη στο ευεργέτημα του δούκα Joseph-Florimond de Loubat. Πάνω από τα τρία τέταρτα του χώρου που έχει ανασκαφεί μέχρι σήμερα, και που ασφαλώς δεν αντιπροσωπεύει παρά μόνο το ένα τρίτο της αρχαίας πόλης, ανασκάφηκαν πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο μόνος μεγάλος τομέας που ανασκάφηκε έκτοτε βρίσκεται στα βορειοδυτικά της λίμνης, όπου τη δεκαετία του 1960 ήρθαν στο φως τέσσερις οικιστικές νησίδες. Επί του παρόντος, τόσο για την Εφορεία Αρχαιοτήτων Κυκλάδων όσο και για τη Γαλλική Σχολή Αθηνών, αυτό που προέχει είναι κυρίως η μελέτη, η συντήρηση και η ανάδειξη των λειψάνων που έχουν ήδη αποκαλυφθεί και όχι τόσο η έναρξη νέων ανασκαφών. Οι ανασκαφές που έχουν πραγματοποιηθεί τα τελευταία χρόνια συνδέονται με προγράμματα ανάδειξης ή δημοσίευσης μνημείων που έχουν σε μεγάλο βαθμό ήδη έρθει στο φως.
Πρόσβαση στη Δήλο και εισαγωγή στην επίσκεψη
Η πρόσβαση στη Δήλο γίνεται κατά κύριο λόγο από τη Μύκονο. Τα σκάφη φεύγουν από το παλιό λιμάνι της Μυκόνου και δένουν στο νησί σε μια προβλήτα που έχει διαμορφωθεί από μπάζα των ανασκαφών. Η τοπογραφική προσέγγιση, στην οποία προσκαλούμε τον αναγνώστη, οργανώνεται σε τομείς και αποτελεί μια εισαγωγή, η οποία μπορεί να συμπληρωθεί από την ανάγνωση του Οδηγού της Δήλου των Philippe Bruneau και Jean Ducat και την επίσκεψη στο διαδικτυακό Γεωγραφικό Σύστημα Πληροφόρησης (ΓΣΠ/web-SIG) της Δήλου (https://sig-delos.efa.gr). Η διαδρομή μας έχει ως σημείο εκκίνησης το δυτικό παραλιακό μέτωπο, την αγορά και το ιερό του Απόλλωνα. Η διαδρομή συνεχίζει με τις Συνοικίες της Λίμνης, του Σταδίου και του Ινωπού για να καταλήξει στον Κύνθο και στη Συνοικία του Θεάτρου. Έτσι, δεν συμπεριλαμβάνεται στην περιήγηση η δηλιακή ύπαιθρος, στην οποία έχουν εντοπιστεί μερικές πλούσιες κατοικίες, περισσότερα από δέκα αρχαία αγροκτήματα, δεκάδες λατομεία και εκατοντάδες καλλιέργειες σε άνδηρα. Έξω από την προτεινόμενη διαδρομή μένει επίσης το μουσείο, το οποίο αυτή την περίοδο ανακαινίζεται στο πλαίσιο ενός προγράμματος ΕΣΠΑ.
Στις οικιστικές περιοχές και στην εμπορική ζώνη του δυτικού παραλιακού μετώπου, όλα τα σπίτια και όλα τα καταστήματα χτίστηκαν ή ανασκευάστηκαν ευρύτατα στο β’ μισό του 2ου αιώνα π.Χ. ή στις πρώτες δεκαετίες του 1ου αιώνα π.Χ. Πολύ πιο σημαντική είναι η χρονολογική διαφοροποίηση των μνημείων που βρίσκονται εντός των ιερών αλλά και των δημοσίων κτηρίων που είναι διάσπαρτα στην πόλη. Στη Δήλο του 100 π.Χ., νεότερα σπίτια και εμπορικά κτήρια συνυπήρχαν με μια δημόσια αρχιτεκτονική κληρονομιά που είχε σωρευτεί από τον 6ο αιώνα π.Χ.