Το Ολυμπιείον βρίσκεται νότια της Ακρόπολης, στην κοιλάδα του Ιλισού. Αφιερώθηκε από τον Αδριανό το 131/132 μ.Χ. αλλά η ίδρυσή του τοποθετείται πολλούς αιώνες πριν. Έχει υποστηριχθεί ότι η αρχική φάση του ναού ανάγεται στο β’ μισό του 6ου αιώνα π.Χ., όταν οι Πεισιστρατίδες ξεκίνησαν την κατασκευή ενός δωρικού ναού κολοσσιαίων διαστάσεων, ο οποίος είχε εγκαταλειφθεί και παρέμεινε ημιτελής μετά την πτώση της τυραννίας το 510 π.Χ. Ευρύτερα αποδεκτό είναι ότι ο ναός ξεκίνησε από τον Αντίοχο Δ’ τον Επιφανή της Συρίας το 174 π.Χ. Ο ναός έλαβε τότε την όψη που τον χαρακτηρίζει σήμερα: οκτάστυλος και δίπτερος, διαστάσεων 107,75×41,10 μ., με 104 κίονες με κορινθιακά κιονόκρανα ύψους 17 μ. Με τον θάνατο του Αντίοχου ο ναός παρέμεινε ημιτελής. Η ολοκλήρωση του ναού και η προσθήκη του ευρέος περιβόλου με την κιονοστοιχία που περιέβαλλε τον ναό από τον Αδριανό φαίνεται να συνδέεται με τη δημιουργία του Πανελληνίου, καθώς αυτός ο ναός έγινε το επίκεντρο του συγκεκριμένου Κοινού.
Η πύλη βρίσκεται κοντά στον περίβολο του Ολυμπιείου, είναι κατασκευασμένη από πεντελικό μάρμαρο και αποτελείτο από δύο επίπεδα. Το κάτω επίπεδο σχημάτιζε πέρασμα που διαμορφωνόταν από τόξο επί πεσσών με κορινθιακά επίκρανα πλαισιωμένο από δύο ελεύθερους κίονες με κορινθιακά κιονόκρανα, τα οποία δεν σώζονται σήμερα, ενώ στις γωνίες υπάρχουν δύο πεσσοί με κορινθιακά επίκρανα τα οποία φέρουν το ενεπίγραφο επιστύλιο. Η πύλη σηματοδοτεί και νοηματοδοτεί το όριο μεταξύ των περιοχών της πόλης. Στην ανατολική πλευρά (με θέα προς τον ναό του Ολυμπίου Διός) έφερε την επιγραφή: «Αυτή είναι η πόλη του Αδριανού και όχι του Θησέα» και στη δυτική (με θέα προς την Ακρόπολη) έφερε την επιγραφή: «Αυτή είναι η Αθήνα, η αρχαία πόλη του Θησέα» (IG II2 5185). Το ανώτερο επίπεδο εμφανίζει τριμερές άνοιγμα που ορίζεται από κορινθιακούς πεσσούς, πάνω από αυτούς ιωνικά επιστύλια, και κεντρική προεξέχουσα κατασκευή σε μορφή ναΐσκου, με κορινθιακούς κίονες, αέτωμα και κεντρικό ακρωτήριο.
Το ρωμαϊκό Περιστύλιο, νότια του περιβόλου του Ολυμπιείου, έχει κάτοψη με τετράγωνη αυλή (65,40×45,26 μ.), είσοδο στα ανατολικά και δύο ορθογώνιες εξέδρες στις μακρές πλευρές (10×6 μ.). Μέσα στην υπαίθρια αυλή εντοπίστηκαν τα θεμέλια ενός ναού (11,40×15,50 μ.) κορινθιακού ρυθμού που ανάγεται στην εποχή του Αδριανού. Ο Τραυλός πρότεινε την ταύτιση αυτών των καταλοίπων με τον ναό της Ήρας και του Δία Πανελληνίου και το ιερό του Πανελληνίου.
Βρισκόταν στην αριστερή όχθη του Ιλισού, κοντά στην εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα, με ευρεία ορθογώνια αυλή (60×80 μ. περίπου), με στοές στις κατά βορρά, ανατολή και νότο πλευρές, με έναν προεξέχοντα ορθογώνιο χώρο (14,60×8 μ. περίπου), ίσως μια εξέδρα, στη δυτική πλευρά, και στον ίδιο άξονα με αυτόν τον χώρο πιθανώς πρόπυλο. Σύμφωνα με τον Τραυλό, το κτίριο πρέπει να ταυτιστεί είτε με την αδριάνεια ανακατασκευή του Γυμνασίου του Κυνοσάργους, το οποίο είχε καταστραφεί το 200 π.Χ. από τον Φίλιππο Ε’, είτε με το Γυμνάσιο του Αδριανού, που είναι γνωστό από τον Παυσανία (1.18.9). Ο Παυσανίας αναφέρει ένα κτίριο με εκατό κίονες από μάρμαρο της Αφρικής το οποίο δωρήθηκε από τον αυτοκράτορα στους Αθηναίους. Την ταύτιση με αυτό το κτίριο φαίνεται να επιβεβαιώνει και μια επιγραφή από την κοιλάδα του Ιλισού (IG II2 1102 12–14). Άλλες προτάσεις για τη θέση του: 1) το κτιριακό συγκρότημα στους κήπους του Ζαππείου (Τραυλός 1960)· 2) οι κατασκευές ανατολικά της Στοάς του Αττάλου (Thompson 1950).
Η Βιβλιοθήκη του Αδριανού βρίσκεται βόρεια της Ρωμαϊκής Αγοράς και την περιέκλειε περίβολος διαστάσεων 122×82 μ. περίπου. Διέθετε μία μόνο είσοδο από ένα μνημειακό πρόπυλο με τέσσερις κίονες από ροζ φρυγικό μάρμαρο, με κορινθιακά κιονόκρανα από πεντελικό μάρμαρο, που στήριζαν θριγκό και αέτωμα από πεντελικό μάρμαρο. Η δυτική πρόσοψη του κτιρίου από πεντελικό μάρμαρο ήταν το φόντο μιας συνεχούς χρωματικής εναλλαγής — στο πρόπυλο μεταξύ ροζ φρυγικού και λευκού πεντελικού μαρμάρου και στις προέχουσες κιονοστοιχίες επί των πτερύγων μεταξύ πράσινου καρύστιου λίθου και πεντελικού μαρμάρου. Το κτίριο ήταν ανοιχτό και περιείχε μια αυλή (82×60 μ.) με κήπο και μακρόστενη δεξαμενή στο κέντρο που περιβαλλόταν από αγάλματα, και οριζόταν από τέσσερις κιονοστοιχίες —ένα quadriporticus— οι οποίες συνέχιζαν τη χρωματική εναλλαγή με κίονες από ροζ φρυγικό μάρμαρο και κορινθιακά κιονόκρανα και βάσεις από λευκό πεντελικό μάρμαρο. Στα ανατολικά του περιβόλου υπήρχαν πέντε αίθουσες: η κεντρική αίθουσα έφερε ορθογώνιες κόγχες στις τρεις πλευρές, κατάλληλες για να φιλοξενήσουν ράφια για βιβλία· εκατέρωθεν αυτής, οι διπλανές αίθουσες έχουν ταυτιστεί ως αναγνωστήρια, ενώ οι δύο γωνιακές ως αίθουσες διδασκαλίας.
Το κτίριο της οδού Αδριανού που βρίσκεται ανατολικά της Ρωμαϊκής Αγοράς είναι ένα από τα μεγαλύτερα μνημεία της Αδριάνειας εποχής και έχει ταυτιστεί από τον Χρύσανθο Κανελλόπουλο με το Πάνθεον της Αθήνας. Καθώς το πλάτος του σηκού αντιστοιχεί στο πλάτος της οκτάστυλης πρόσοψης, το εσωτερικό πλάτος είναι 32 μ., καθιστώντας το Πάνθεον της Αθήνας τον μεγαλύτερο σε πλάτος γνωστό σηκό (87 x περ. 36–39 μ.) — η αθηναϊκή απάντηση στο Πάνθεον του Αγρίππα στη Ρώμη, που ανακατασκευάστηκε από τον Αδριανό.
Το δυτικό πρόπυλο της Αθηνάς Αρχηγέτιδος στον μεγάλο εμπορικό χώρο της Ρωμαϊκής Αγοράς φέρει επιγραφή στο επιστύλιο (IG II2 3175), η οποία αναφέρει ότι η οικοδόμηση του συγκροτήματος ξεκίνησε το 51 π.Χ. από τον Ιούλιο Καίσαρα, περατώθηκε με τις δωρεές του Αυγούστου και εγκαινιάστηκε, κατά πάσα πιθανότητα, το 11/10 π.Χ. Η επιγραφή (IG II2 1100) στη βόρεια παραστάδα του πρόπυλου που χρονολογείται στο 124/125 μ.Χ. αναφέρεται στο ψήφισμα του Aδριανού, το οποίο ρύθμιζε τις φορολογικές υποχρεώσεις των εμπόρων του λαδιού.
Στη ΒΑ γωνία της Αγοράς εντοπίστηκε ορθογώνιο κτίριο με εσωτερική κιονοστοιχία, που ερμηνεύτηκε ως Βασιλική και χρονολογήθηκε στο α’ μισό του 2ου αιώνα μ.Χ., στα χρόνια μεταξύ του Τραϊανού και του Αντωνίνου Ευσεβούς.
Στη ΝΑ γωνία της Αγοράς εντοπίστηκε η θεμελίωση ενός Νυμφαίου, που καλύπτεται εν μέρει από την εκκλησία των Αγίων Αποστόλων, με μία ημικυκλική μαρμάρινη λεκάνη ακτίνας περίπου 7 μ. Η πρόσβαση στο κτίριο γινόταν με τρεις αναβαθμούς και στο κέντρο του βρισκόταν ένα βάθρο για την τοποθέτηση κολοσσιαίου αγάλματος. Έχει διασωθεί ένα κορινθιακό κιονόκρανο και τμήματα επιστυλίου από την πρόσοψη. Κοσμείτο με γλυπτά από τα οποία σώζονται θραύσματα πτυχώσεων.
Το Ισείον βρίσκεται στη νότια κλιτύ της Ακρόπολης, δίπλα στον ναΐσκο της Θέμιδος και το ιερό του Ασκληπιού, σε μια περιοχή αφιερωμένη στη λατρεία του Ερμή, της Αφροδίτης, του Πανός και των Νυμφών. Το κτίριο ταυτίστηκε βάσει επιγραφής που χρονολογείται στην εποχή του Αδριανού (IG II2 4771), η οποία αναφέρει ως δωρεές μιας ιέρειας τους κίονες, το αέτωμα, τα κιγκλιδώματα του ναού, ένα άγαλμα της Αφροδίτης, καθώς και τη συντήρηση του αγάλματος της Ίσιδας.
Το λεγόμενο Πομπείον στον Κεραμεικό των τειχών, ανάμεσα στην Ιερά Πύλη και το Δίπυλον, ανεγέρθηκε κατά την Αδριάνεια περίοδο πάνω στα ερείπια ενός κτιρίου του 4ου αιώνα π.Χ., που είχε καταστραφεί από τον Σύλλα. Έχει διαστάσεις 50×25 μ. και χωρίζεται σε τρία κλίτη (το κεντρικό πλάτους 8 μ., τα πλευρικά 5 μ.). Έχει προταθεί ότι το κτίριο σχετίζεται με την αποθήκευση σίτου λόγω της θέσης του κοντά στην είσοδο της πόλης και της κάτοψής του (μιας και συναντάται στην τυπολογία των σιταποθηκών με τρία κλίτη που είναι διαδεδομένες τον 2ο αι. μ.Χ.). Επιπλέον το ξύλινο, επάνω σε πεσσούς, δάπεδο δημιουργεί αεριζόμενη περιοχή, η οποία είναι απαραίτητη για την προστασία του σίτου από την υγρασία και τα παράσιτα. Ο Δίων Κάσσιος μάς πληροφορεί ότι ο Αδριανός πρόσφερε στην πόλη ετήσια δωρεά σιτηρών («σῖτος ἐτήσιος»: 69.16.2).
Στην Πλατεία Αγίας Αικατερίνης, στο ανατολικό τμήμα της Πλάκας, ανάμεσα στην Ακρόπολη και το Ολυμπιείον, σώζονται τα κατάλοιπα ενός ιωνικού περιστυλίου με κεντρική αυλή 23×43 μ. και στοά πλάτους 4 μ., στην ανατολική πλευρά της οποίας ανοίγονταν διάφοροι χώροι. Οι κίονες έχουν 4,80 μ. ύψος και χάρη στα κιονόκρανα και τις αττικές βάσεις η κατασκευή μπορεί να χρονολογηθεί στο α’ μισό του 2ου αιώνα μ.Χ.
Το 125 μ.Χ. ο Αδριανός άρχισε την κατασκευή ενός νέου υδραγωγείου, μήκους περίπου 25 χιλιομέτρων. Το Νυμφαίο παρουσίαζε πρόσοψη με τέσσερις ιωνικούς αρράβδωτους κίονες και θριγκό με αέτωμα «συριακού τύπου», ο οποίος έφερε αναθηματική επιγραφή (χρονολογημένη στο 140 μ.Χ.) που δηλώνει ότι ο Αντωνίνος Πίος (ο Ευσεβής) ολοκλήρωσε το υδραγωγείο που ξεκίνησε ο πατέρας του, ο Θεός Αδριανός.
Ο μετασχηματισμός του αστικού ιστού της Αθήνας από τον Αδριανό
Το διευρυμένο οικοδομικό πρόγραμμα του Αδριανού στην Αθήνα έχει προσελκύσει την προσοχή των ερευνητών τα τελευταία χρόνια, με νέες ανασκαφές και μελέτες για τα ξεχωριστά κτιριακά έργα –συμπεριλαμβανομένης της Βιβλιοθήκης, της Πύλης, του Πανθέου, της ολοκλήρωσης του Ναού του Ολυμπίου Διός και του υδραγωγείου — καθώς και με μια μεγάλη έκθεση στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο το 2018 για την ενασχόληση του Αδριανού με τον αθηναϊκό κλασικό πολιτισμό και τον ιδεαλισμό του («Ο Αδριανός και η Αθήνα: Συνομιλώντας με έναν ιδεατό κόσμο»). Ωστόσο, οι τρόποι με τους οποίους αυτά τα κτίρια διαμόρφωσαν το αθηναϊκό αστικό τοπίο πλαισιώνοντας και παρέχοντας πρόσβαση στα μνημεία της πόλης, συμπεριλαμβανομένης της Ακρόπολης, δεν έχουν εξεταστεί. Τα έργα του Αδριανού αφενός υιοθέτησαν το λεξιλόγιο της κλασικής αρχιτεκτονικής, και αφετέρου χορογράφησαν προσεκτικά τα υπάρχοντα μνημεία της πόλης. Αυτή η προσέγγιση στην αρχιτεκτονική και το τοπίο συναντάται και στην έπαυλή του στο Τίβολι του Λάτιου, η οποία ήταν ένας πνευματικός και γεωγραφικός μικρόκοσμος της Αυτοκρατορίας και του ελληνικού και αιγυπτιακού πολιτισμού. Για παράδειγμα, ερμηνεύει την ελληνική και αιγυπτιακή αρχιτεκτονική και γεωγραφία και δημιουργεί στους χώρους της έπαυλης στο Τίβολι μια Ακαδημία, μια Ποικίλη Στοά και μια Κάνωπο. Ο μετασχηματισμός του αθηναϊκού τοπίου μέσω μιας σειράς οικοδομικών έργων δείχνει τους τρόπους με τους οποίους ο Αδριανός ασχολήθηκε με τον κλασικό ελληνικό αρχιτεκτονικό πολιτισμό στο κέντρο της γένεσής του. Ο Αδριανός ερωτεύτηκε την ελληνική κουλτούρα και διαμορφώνοντας την αρχιτεκτονική και το αστικό τοπίο της πόλης των Αθηνών —κοιτίδας του κλασικού πολιτισμού— οικειοποιήθηκε τον ελληνικό πολιτισμό. Αυτή η οικειοποίηση εκφράστηκε με όρους ιδιοκτησίας σε μία από τις δύο επιγραφές που βρίσκονται στις δύο όψεις της Πύλης του: «Αυτή είναι η πόλη του Αδριανού και όχι του Θησέα» (IG II2 5185).
Εισαγωγή
Ο Αδριανός ανέλαβε ένα φιλόδοξο αρχιτεκτονικό πρόγραμμα σε όλη την αυτοκρατορία του, αλλά έδωσε ιδιαίτερη προσοχή στην Ελλάδα. Την αντιμετώπισε ως πολιτιστικό κέντρο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και δημιούργησε σε διάφορα μέρη κτίρια και μνημεία. Πέρα από την Αθήνα, στην οποία θα επικεντρωθούμε εδώ, αναμόρφωσε τα μνημεία της Ελευσίνας, συμπεριλαμβανομένης της κατασκευής των Προπυλαίων στο ιερό ως αντίγραφου των Προπυλαίων του Μνησικλή στην αθηναϊκή Ακρόπολη. Μάλιστα, επί Αδριανού το ιερό και τα Μυστήρια της Ελευσίνας βίωσαν μια άνθηση που είχαν να δουν από την Κλασική περίοδο.
Ο Αδριανός είχε αναπτύξει από νωρίς έντονο ενδιαφέρον για την ελληνική ποίηση, φιλολογία, επιστήμη, τέχνη και αρχιτεκτονική και στα νιάτα του είχε το παρατσούκλι graeculus. Η έντονη ενασχόληση με τον ελληνικό πολιτισμό φαίνεται και στην έπαυλή του στο Τίβολι, όπου, πέρα από όσα προαναφέραμε, κατασκεύασε επίσης έναν κυκλικό ναό της Αφροδίτης, αντίγραφο του δωρικού ναού της στην Κνίδο (μέσα του 4ου αι. π.Χ.), ο οποίος περιείχε ένα αντίγραφο του πρωτότυπου αγάλματος της Αφροδίτης του Πραξιτέλη από τον ίδιο ναό.
Στην ίδια την πόλη των Αθηνών όμως ο Αδριανός πραγματοποίησε το φιλόδοξο αρχιτεκτονικό του όραμα με την ολοκλήρωση του ναού του Ολυμπίου Διός, την κατασκευή ενός ναού της Ήρας και του Πανελληνίου Διός (Παυσανίας 1.18.9), μιας βασιλικής, ενός ιερού όλων των θεών, του Πανθέου (Παυσανίας 1.5.5, 1.19.9), μιας βιβλιοθήκης, ενός γυμνασίου και του υδραγωγείου. Πρόθεσή του δεν ήταν απλώς να στολίσει την πόλη, αλλά να δικαιώσει τον τίτλο της ως κέντρου του «Πανελληνίου» του Αυτοκράτορα — μιας θρησκευτικο–πολιτικής ένωσης ελληνικών πόλεων της Ανατολής, ενός Κοινού, που ιδρύθηκε από τον Αδριανό, με στόχο κυρίως τη διατήρηση της ρωμαϊκής κυριαρχίας στα ανατολικά και την τόνωση των εμπορικών και άλλων σχέσεων. Χρειάστηκαν επτά χρόνια για να συγκροτηθεί το Πανελλήνιον, το οποίο ξεκίνησε επίσημα τη λειτουργία του κατά την τρίτη επίσκεψη του αυτοκράτορα στην Αθήνα, τον χειμώνα του 131/132 μ.Χ. Έχοντας γνώση του κεντρικού ρόλου της Αθήνας στη Δηλιακή Συμμαχία, ο Αδριανός δημιούργησε τη δική του «Αθηναϊκή Συμμαχία». Όπως έχει επισημάνει ο Ian Worthington, με το Πανελλήνιο ο Αδριανός ένωσε τον πολιτισμό και την πολιτική για να υποστηρίξει την πολιτική της Ρώμης στα ανατολικά κατά τον 2ο αιώνα μ.Χ. Τα τεκμήρια που έχουμε για το Πανελλήνιο είναι εξ ολοκλήρου επιγραφικά, αλλά το οικοδομικό πρόγραμμα του Αδριανού στο κέντρο του Πανελληνίου διασαφηνίζει τους τρόπους με τους οποίους χρησιμοποίησε την πόλη για να κατασκευάσει την ταυτότητά του ως φιλέλληνα, ενώ ταυτόχρονα προωθούσε τα πολιτικά του ενδιαφέροντα στην Ανατολή.
Ο φιλέλληνας Αδριανός και η Αθήνα
Αφού ανέλαβε τον ρόλο του αυτοκράτορα το 117 μ.Χ., ο Αδριανός επισκέφθηκε την Αθήνα τρεις φορές: το έτος 124/125 μ.Χ., το έτος 128/129 μ.Χ. και το έτος 131/132 μ.Χ. Το πιο φιλόδοξο οικοδομικό του έργο στην Αθήνα ήταν η ολοκλήρωση του ναού του Ολυμπίου Διός. Αυτός ο ναός έμεινε ημιτελής για τουλάχιστον τριακόσια χρόνια. Έχει υποστηριχθεί ότι η αρχική φάση του ναού ανάγεται στο β’ μισό του 6ου αιώνα π.Χ., όταν οι Πεισιστρατίδες ξεκίνησαν την κατασκευή ενός δωρικού ναού κολοσσιαίων διαστάσεων, έργο το οποίο μετά την πτώση της τυραννίας το 510 π.Χ. εγκαταλείφθηκε. Επιπλέον, με βάση τις συγκρίσεις ανάμεσα στις λιθοπλίνθους των θεμελιώσεων και άλλων σύγχρονων κτιρίων εντοπίστηκε μια φάση της Κλασικής εποχής, η οποία δεν αναφέρεται από τις πηγές. Ευρύτερα αποδεκτό είναι ότι ο ναός ξεκίνησε από τον Αντίοχο Δ’ τον Επιφανή της Συρίας το 174 π.Χ. και έλαβε τότε την όψη που τον χαρακτηρίζει σήμερα: οκτάστυλος και δίπτερος, διαστάσεων 107,75×41,10 μ. με 104 κίονες με κορινθιακά κιονόκρανα ύψους 17 μ. Με τον θάνατο του Αντίοχου ο ναός παρέμεινε ημιτελής.
Ο Βιτρούβιος, γράφοντας στο β’ μισό του 1ου αιώνα π.Χ., μας πληροφορεί ότι το έργο είχε ανατεθεί στον Ρωμαίο αρχιτέκτονα Κοσσούτιο και ότι ο σηκός του ναού ήταν υπαίθριος (3.2.8, 7 praef. 15, 17). Το όνομα του Κοσσούτιου αναφέρεται και σε μια αφιέρωση από την περιοχή του Ολυμπιείου (IG II2 4099). Δεν γνωρίζουμε μέχρι πού είχαν φτάσει οι οικοδομικές εργασίες επί εποχής Αυγούστου, όταν ο ναός είχε αφιερωθεί στη λατρεία του Genius Augusti (IG II2 3227). Τεκμήριο της πρώιμης αυτοκρατορικής φάσης του ναού είναι ένα κιονόκρανο της νότιας εσωτερικής κιονοστοιχίας.
Η ολοκλήρωση του ναού και η προσθήκη από τον Αδριανό του ευρέος περιβόλου με την κιονοστοιχία που περιέβαλλε τον ναό φαίνεται να συνδέεται με τη δημιουργία του Πανελληνίου, καθώς ο ναός έγινε το επίκεντρο αυτού του Κοινού. Η τελετή αφιέρωσης το 131/132 μ.Χ. σηματοδότησε την επίσημη έναρξη του Πανελληνίου και, για να γιορτάσει το γεγονός, ο Αδριανός εισήγαγε τους Πανελλήνιους αγώνες. Ο Λίβιος ισχυρίστηκε ότι ο ναός ήταν ήδη αντικείμενο θαυμασμού (41.20.8). Δεν είμαστε σίγουροι αν ο σηκός παρέμεινε χωρίς στέγη. Κατά τον Παυσανία το κολοσσιαίο λατρευτικό άγαλμα του Δία ήταν από χρυσό και ελεφαντόδοντο (1.18.6).
Η συσχέτιση του Αδριανού με τον Δία, τον Διόνυσο και τον Θησέα ίσως ήταν επίσης ένα κίνητρο για την ολοκλήρωση του ναού. Ο αυτοκράτορας διέταξε να κοπούν νομίσματα με τη μορφή του ιδίου και του Ολύμπιου Δία κατά τη δεύτερη επίσκεψή του στην Αθήνα (128/129 μ.Χ.). Μάλιστα, αποκαλείται γιος του Δία Ελευθέριου σε μια επιγραφή από την Ακρόπολη, έχοντας οικειοποιηθεί επίθετα που ανήκαν αποκλειστικά στον Δία (Ολύμπιος, Ελευθέριος και Πανελλήνιος). Έστησε επίσης ένα χρυσελεφάντινο άγαλμα του εαυτού του στον ναό, σηματοδοτώντας πλέον ξεκάθαρα την ταύτισή του με τον Δία. Στην Αθήνα, από όλους τους αυτοκράτορες, είναι αυτός που παραλληλίζεται συχνότερα με μια θεότητα.
Ωστόσο, σύμφωνα με τον Παυσανία, το πιο εντυπωσιακό από όλα τα κτίρια του Αδριανού ήταν η βιβλιοθήκη του. Ο Παυσανίας την περιγράφει ως «οικοδόμημα με 100 κίονες, με τοίχους και κιονοστοιχίες από φρυγικό μάρμαρο και επιχρυσωμένη στέγη» και διευκρινίζει ότι στα δωμάτια «φυλάσσονται βιβλία» (1.18.9). Το κτίριο βρίσκεται στα ανατολικά της Αγοράς, δίπλα στην Αγορά του Καίσαρα και του Αυγούστου — τη Ρωμαϊκή Αγορά. Τη Βιβλιοθήκη περιέκλειε ένας μεγάλος περίβολος, διαστάσεων 122×82 μ. περίπου. Είχε μία μόνο είσοδο από ένα μνημειακό πρόπυλο με τέσσερις κίονες από ροζ φρυγικό μάρμαρο, με κορινθιακά κιονόκρανα που στήριζαν θριγκό και αέτωμα, όλα από πεντελικό μάρμαρο. Το πρόπυλο βρισκόταν στο μέσο της δυτικής πρόσοψης του κτιρίου, η οποία ήταν κατασκευασμένη επίσης από πεντελικό μάρμαρο. Εκατέρωθεν του προπύλου, εκτείνονταν μνημειώδεις πτέρυγες με τη βόρεια να είναι σήμερα η καλύτερα σωζόμενη. Οι δύο πτέρυγες διέθεταν προέχουσες κιονοστοιχίες με επτά αρράβδωτους κίονες από πράσινο καρύστιο λίθο σε κάθε πλευρά, με κορινθιακά κιονόκρανα και βάσεις από πεντελικό μάρμαρο. Οι βάσεις των αρράβδωτων κιόνων ήταν τοποθετημένες σε ψηλό βάθρο από πράσινο καρύστιο λίθο κι αυτό με τη σειρά του εδραζόταν σε πλίνθο από πεντελικό μάρμαρο. Ο υπερκείμενος θλαστός θριγκός αποτελείται από διαταινιωτό ακόσμητο επιστύλιο από πεντελικό μάρμαρο. Με αυτόν τον τρόπο η δυτική πρόσοψη του κτιρίου από πεντελικό μάρμαρο ήταν το φόντο μιας συνεχούς χρωματικής εναλλαγής — στο πρόπυλο μεταξύ ροζ φρυγικού και λευκού πεντελικού μαρμάρου και στις προέχουσες κιονοστοιχίες επί των πτερύγων μεταξύ πράσινου καρύστιου λίθου και πεντελικού μαρμάρου. Βάσει των θραυσμάτων αγαλμάτων που έχουν βρεθεί μπροστά από τις πτέρυγες της δυτικής πρόσοψης, έχει προταθεί ότι σειρά αγαλμάτων, από τα οποία τουλάχιστον δύο Νίκες, βρίσκονταν επί του τοίχου των πτερύγων της Βιβλιοθήκης, και συγκεκριμένα επί των προβόλων του θριγκού των κορινθιακών κιόνων.
Το κτίριο ήταν ανοιχτό και περιείχε μια αυλή (82×60 μ.) με κήπο και μακρόστενη δεξαμενή στο κέντρο που περιβαλλόταν από αγάλματα και οριζόταν από τέσσερις κιονοστοιχίες —ένα quadriporticus— οι οποίες συνέχιζαν τη χρωματική εναλλαγή με κίονες από ροζ φρυγικό μάρμαρο και κορινθιακά κιονόκρανα και βάσεις από λευκό πεντελικό μάρμαρο. Στη βόρεια και στη νότια πλευρά της περιμέτρου του κτιρίου βρίσκονταν τρεις εξέδρες, δύο ημικυκλικές στις άκρες και μία ορθογώνια στη μέση. Αντιδιαμετρικά από την είσοδο, στα ανατολικά του περιβόλου, υπήρχαν πέντε αίθουσες. Η κεντρική αίθουσα έφερε ορθογώνιες κόγχες στις τρεις πλευρές, κατάλληλες να φιλοξενήσουν ράφια για βιβλία, ενώ στις καμπυλωτές κόγχες, στο κέντρο της ανατολικής πλευράς της αίθουσας, φιλοξενούνταν αγάλματα. Και σε αυτήν την αίθουσα συνεχιζόταν το χρωματικό παιχνίδισμα μεταξύ ροζ φρυγικού, πράσινου καρύστιου λίθου και λευκού πεντελικού μαρμάρου που βρίσκει παράλληλα στη Μαρμάρινη Αυλή των Αυτοκρατορικών Λουτρών στις Σάρδεις. Εκατέρωθεν της αίθουσας αυτής, οι διπλανές αίθουσες έχουν ταυτιστεί ως αναγνωστήρια ενώ οι δύο γωνιακές ως αίθουσες διδασκαλίας, auditoria, δεδομένου ότι στη βόρεια αίθουσα εντοπίστηκε επικλινής θεμελίωση για τη στήριξη των κερκίδων.
Ολόκληρο το συγκρότημα πιθανότατα διαμορφώθηκε στο πρότυπο του Templum Pacis (Ναός της Ειρήνης) στη Ρώμη (που ξεκίνησε από τον Βεσπασιανό το 71 μ.Χ. και αφιερώθηκε το 75 μ.Χ.), το οποίο διέθετε βιβλιοθήκη, αίθουσα έκθεσης έργων τέχνης και κήπο. Το Templum Pacis, ένα quadriporticus (περίπου 134×137 μ.), περιείχε «αποικιακούς» βοτανικούς κήπους με εξωτική χλωρίδα την οποία απέκτησαν οι Ρωμαίοι μέσω της κατάκτησης της Ανατολής και των εμπορικών συναλλαγών με την Ινδία. Ως εκ τούτου οι κήποι μαρτυρούσαν την ιδεολογική και οικονομική δύναμη της Ρώμης στο ινδομεσογειακό δίκτυο ανταλλαγών. Ο σχεδόν τετράγωνος περίβολος του Templum Pacis της Ρώμης περιείχε έξι παρτέρια που εκτείνονταν ΒΔ–ΝΑ, όπως επίσης και δεξαμενές νερού, και κοσμείτο από λεηλατημένα έργα τέχνης που σηματοδοτούσαν την κατάκτηση της Ιουδαίας. Τα παρτέρια συγκεντρώνονταν στα ΒΑ και ΝΔ του περιβόλου, εκατέρωθεν του κεντρικού ΒΔ–ΝΑ άξονά του, δημιουργώντας έτσι ένα διαχωριστικό στη μέση του περιβόλου που οδηγούσε στη νοτιοανατολική πλευρά του ναού. Ωστόσο, δεν έχουμε κανένα κείμενο ή αρχαιολογικό στοιχείο για παρόμοιες φυτεύσεις στη Βιβλιοθήκη του Αδριανού στην Αθήνα.
Η ομοιότητα της κάτοψης με το Templum Pacis της Ρώμης και το Traianeum της Italica, όπως επίσης και η κεντρική θέση του κτιρίου, οδήγησαν στην ερμηνεία της Βιβλιοθήκης του Αδριανού στην Αθήνα ως forum, ενώ μια πρόσφατη μελέτη προτείνει την ταύτιση του μνημείου με την έδρα των Πανελλήνων, που συνδεόταν με τη λατρεία του αυτοκράτορα και όπως αναφέρει ο Δίων Κάσσιος (69.16.2): «ο Αδριανός επέτρεψε στους Έλληνες να κατασκευάσουν προς τιμήν του έναν σηκό (ιερό περίβολο), ονομαζόμενο Πανελλήνιο». Έχει επίσης προταθεί ότι η κεντρική αίθουσα του κτιριακού συγκροτήματος ήταν αίθουσα Kaisersaal, δηλαδή χώρος για την αυτοκρατορική λατρεία, ότι τα αναγνωστήρια εξυπηρετούσαν ως χώροι «βουλευτηρίου» το κοινό του Πανελληνίου, και ότι η μεγαλοπρέπεια της αρχιτεκτονικής και του γλυπτικού διακόσμου παραπέμπουν σε ένα κτίριο forum και όχι σε βιβλιοθήκη. Είναι πιθανόν ότι το κτίριο εξυπηρετούσε και στέγαζε πολλαπλές δραστηριότητες λειτουργώντας ως βιβλιοθήκη, χώρος αυτοκρατορικής λατρείας, κέντρο διοικητικών υπηρεσιών, αλλά και χώρος έκθεσης έργων τέχνης.
Σε κάθε περίπτωση μαζί με την Αγορά του Καίσαρα και του Αυγούστου, η Βιβλιοθήκη του Αδριανού μεταμόρφωσε την πόλη της Αθήνας, εισάγοντας σχεδιαστικές μανιέρες από τη Ρώμη του 1ου αιώνα π.Χ. και του 1ου αιώνα μ.Χ. Στη Ρώμη οι αυτοκράτορες χρησιμοποίησαν την αρχιτεκτονική μορφή της τετράπλευρης στοάς που περικλείει έναν ανοιχτό χώρο για τη δημιουργία των μνημειακών συγκροτημάτων των αυτοκρατορικών fora. Τα fora έγιναν η mise en scène της εξουσίας των αυτοκρατόρων στην πόλη της Ρώμης και ο Αδριανός χρησιμοποίησε τις αναφορές που έφεραν μαζί τους αυτά τα αρχιτεκτονικά σύνολα. Οι στοές των αυτοκρατορικών fora δημιούργησαν όχι μόνο οπτικά εντυπωσιακά μαρμάρινα σκηνικά για τους ναούς που περιέβαλλαν και τα αγάλματα που κοσμούσαν τους περιβόλους, αλλά και μια «αρχιτεκτονική σύνδεσης και διέλευσης» («architecture of connection and passage») — για να χρησιμοποιήσουμε τη διάσημη έκφραση του William MacDonald. Κατασκευασμένα διαδοχικά, το ένα δίπλα στο άλλο, τα αυτοκρατορικά fora σχημάτιζαν ένα αστικό τοπίο με πυκνές κιονοστοιχίες, ενώ στο Forum Romanum, οι προσόψεις με κιονοστοιχίες μετατράπηκαν σε σκηνικά για θεάματα ψυχαγωγίας, για παράδειγμα μονομαχίες. Στην Αθήνα, η Αρχαία Αγορά με τις υπάρχουσες μακρές ελληνιστικές στοές της —για παράδειγμα, τη Στοά του Αττάλου— παρουσίαζε παραδειγματικά την κλασική και ελληνιστική αρχιτεκτονική παράδοση. Η κατασκευή της Ρωμαϊκής Αγοράς, η οποία ως σχεδιαστική πρόταση είναι συμφυής με την αρχιτεκτονική των περιστυλίων των ελληνιστικών ανακτόρων (για παράδειγμα, το ανάκτορο των Αιγών) και αγορών (π.χ., η αγορά της Πέλλας), συνέχισε την παράδοση αυτή από τη μία πλευρά. Με τη Βιβλιοθήκη του Αδριανού, από την άλλη πλευρά, εισήχθησαν στην πόλη των Αθηνών οι νέες τάσεις σχεδιασμού της πρωτεύουσας Ρώμης — το σχέδιο του quadriporticus με δεξαμενή νερού και πιθανόν φύτευση, όπως επίσης και γλυπτικό διάκοσμο. Με την κατασκευή της Βιβλιοθήκης, λοιπόν, ο Αδριανός ενίσχυσε την εικόνα του αστικού τοπίου της Αθήνας ως ένα μείγμα κλασικών, ελληνιστικών και ρωμαϊκών αρχιτεκτονικών παραδόσεων.
Η αρχιτεκτονική μορφή του quadriporticus, ή της περίστυλης αυλής, μπορούσε να εξυπηρετήσει τις λειτουργίες της αγοράς/forum, της παλαίστρας, του θρησκευτικού τεμένους ή της βιβλιοθήκης και έγινε το καθοριστικό στοιχείο των αστικών κέντρων σε όλη τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Αξιοσημείωτα παραδείγματα περίστυλων αυλών με αυτές τις λειτουργίες είναι η Βόρεια Αγορά στην Αφροδισιάδα (202×72 μ.), η Αγορά στην Αρλ (106×72 μ.), η παλαίστρα του συγκροτήματος Λουτρού–Γυμνασίου στις Σάρδεις (81,20×83,20 μ.), όπως επίσης το Templum Pacis του Βεσπασιανού στη Ρώμη (134×137 μ.) — εκτός από το κτίριο στο οποίο εστιάζουμε εδώ, τη Βιβλιοθήκη του Αδριανού στην Αθήνα (122×82 μ.).
Δεν έχουμε τόσο πολλές πληροφορίες για άλλα αδριανικά κτίρια στην Αθήνα. Το Πάνθεον έχει ταυτιστεί με τα κατάλοιπα που βρέθηκαν ανατολικά της Ρωμαϊκής Αγοράς, στην οδό Αδριανού. Οι πρόσφατες έρευνες του Χρύσανθου Κανελλόπουλου στη Βιβλιοθήκη του Αδριανού έχουν ενισχύσει την ταύτιση αυτών των καταλοίπων με το Πάνθεον της Αθήνας. Αποκαλύφθηκε μια σειρά από αρχιτεκτονικά μέλη που ταιριάζουν με το κολοσσιαίο μέγεθος του κτιρίου αυτού: βάσεις κιόνων και τύμπανα καθώς και θραύσματα από την ανωδομή, τα οποία ενσωματώθηκαν ως επί το πλείστον σε δεύτερη χρήση στο κτίριο του Τετράκογχου. Αυτά τα κατάλοιπα επιτρέπουν την ανακατασκευή των εξωτερικών και εσωτερικών αρχιτεκτονικών ρυθμών του κτιρίου, και τη συσχέτισή τους με τα επί τόπου κατάλοιπα του κτιρίου επί της οδού Αδριανού, ανατολικά της Ρωμαϊκής Αγοράς. Καθώς το πλάτος του σηκού αντιστοιχεί στο πλάτος της οκτάστυλης πρόσοψης, το εσωτερικό πλάτος είναι 32 μέτρα, καθιστώντας το Πάνθεον της Αθήνας τον μεγαλύτερο σε πλάτος γνωστό σηκό (87 x περ. 36–39 μ.) — η αθηναϊκή απάντηση στο Πάνθεον του Αγρίππα στη Ρώμη, που ανακατασκευάστηκε από τον Αδριανό.
Το Πάνθεον ήταν πιθανότατα ο τόπος συνάντησης των μελών του Πανελληνίου παρά ένας πραγματικός ναός και για αυτό τον λόγο έχει προταθεί η ταύτιση της Βιβλιοθήκης με την έδρα των Πανελλήνων (Δίων Κάσσιος 69.16.2). Ίσως ο ναός της Ήρας και του Δία Πανελληνίου που αναφέρει ο Παυσανίας (1.18.9) να είναι ιερό του Πανελληνίου. Ο Τραυλός πρότεινε την ταύτιση καταλοίπων ναού ανασκαμμένου εν μέρει στην κοιλάδα του Ιλισού, τα οποία χρονολογούνται στην εποχή του Αδριανού, με τον ναό της Ήρας και του Δία Πανελληνίου και το ιερό του Πανελληνίου. Η βασιλική στη βορειοανατολική γωνία της αθηναϊκής Αγοράς μπορεί να είχε δημόσια λειτουργία. Το γυμνάσιο αναφέρεται ότι βρισκόταν κοντά στη Βιβλιοθήκη και είχε εκατό κίονες (Παυσ. 1.18.6–9.). Και η γέφυρα 50 μέτρων πάνω από τον ποταμό Κηφισό που συνδέει την Αθήνα με την Ελευσίνα χτίστηκε πιθανώς κατά την πρώτη επίσκεψη του Αδριανού στην Αθήνα. Το πιο αξιοσημείωτο είναι ίσως η βελτίωση της ύδρευσης της πόλης με την κατασκευή ενός νέου υδραγωγείου, μήκους περίπου 25 χιλιομέτρων —μια κατασκευή που ξεκίνησε ο Αδριανός το 125 μ.Χ.— και το Νυμφαίο, στην Πλατεία Δεξαμενής στις νοτιοανατολικές πλαγιές του Λυκαβηττού. Το νερό ερχόταν με υπόγειες σήραγγες από τις νότιες πλαγιές της Πάρνηθας και έφτανε στον Λυκαβηττό. Το Νυμφαίο παρουσίαζε πρόσοψη με τέσσερις ιωνικούς αρράβδωτους κίονες και θριγκό με αέτωμα «συριακού τύπου», ο οποίος έφερε αναθηματική επιγραφή (χρονολογημένη στο 140 μ.Χ.) που δηλώνει ότι ο Αντωνίνος Πίος (ο Ευσεβής) ολοκλήρωσε το υδραγωγείο που ξεκίνησε ο πατέρας του, ο Θεός Αδριανός.
Επιπλέον αρκετά κτίρια και επεμβάσεις έχουν χρονολογηθεί στην εποχή του Αδριανού. Για παράδειγμα, το Ισείον στη νότια κλιτύ της Ακρόπολης, το Νυμφαίο στη ΝA γωνία της Αγοράς, η Αποθήκη ή το λεγόμενον Πομπείον στον Κεραμεικό, το Ιωνικό Περιστύλιο στην πλατεία Αγίας Αικατερίνης στην Πλάκα, η ανασύνθεση του δεύτερου ορόφου της σκηνής του Θεάτρου του Διονύσου, τα αγάλματα των «Γιγάντων» στη βόρεια πρόσοψη του Ωδείου του Αγρίππα και η προσθήκη ενός αγάλματος του αυτοκράτορα μέσα στον σηκό του Παρθενώνα, δίπλα στο χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς Παρθένου (Παυσ. 1.24.7).
Η πύλη του Αδριανού
Η Πύλη του Αδριανού αποτυπώνει τους τρόπους με τους οποίους οικειοποιήθηκε ο Αδριανός την αρχιτεκτονική και πολιτιστική κληρονομιά της πόλης των Αθηνών και τη μετέτρεψε σε ένα υβρίδιο ελληνικού και ρωμαϊκού πολιτισμού. Η πύλη βρίσκεται κοντά στον ναό του Ολυμπίου Διός και πιθανότατα αφιερώθηκε από τους Αθηναίους το 131/132 μ.Χ. κατά τη διάρκεια της τρίτης επίσκεψης του Αδριανού στην Αθήνα. Ήταν κατασκευασμένη από πεντελικό μάρμαρο και αποτελείτο από δύο επίπεδα. Το κάτω επίπεδο σχημάτιζε πέρασμα που διαμορφωνόταν από τόξο επί πεσσών με κορινθιακά επίκρανα, πλαισιωμένο από δύο ελεύθερους κίονες με κορινθιακά κιονόκρανα, τα οποία δεν σώζονται σήμερα, ενώ στις γωνίες υπάρχουν δύο πεσσοί με κορινθιακά επίκρανα τα οποία φέρουν το ενεπίγραφο επιστύλιο. Το ανώτερο επίπεδο σχημάτιζε τριμερές άνοιγμα που ορίζεται από κορινθιακούς πεσσούς, πάνω από αυτούς ιωνικά επιστύλια, και κεντρική προεξέχουσα κατασκευή σε μορφή ναΐσκου, με κορινθιακούς κίονες, αέτωμα και κεντρικό ακρωτήριο. Κατά πάσα πιθανότητα υπήρχαν αγάλματα στο ανώτερο επίπεδο στις δύο πλευρές του κεντρικού ανοίγματος. Η ιδιαιτερότητα του ανώτερου επιπέδου, που δίνει περισσότερο την εντύπωση ναΐσκου, καθιστά την Πύλη του Αδριανού μοναδική. Ο ασυνήθιστος σχεδιασμός βρίσκεται σε διάλογο με την κλασική και ελληνιστική αρχιτεκτονική παράδοση της Αθήνας και είναι παραδειγματικός του κλασικισμού που έχει συνδεθεί με τον Αδριανό. Κατά πάσα πιθανότητα οι Αθηναίοι κατασκεύασαν και αφιέρωσαν την πύλη στον Αδριανό για τις πολλές ευεργεσίες του.
Σε κάθε πλευρά της πύλης υπήρχε μια επιγραφή. Στην ανατολική πλευρά (με θέα προς τον ναό του Ολυμπίου Διός): «Αυτή είναι η πόλη του Αδριανού, και όχι του Θησέα» και στη δυτική (με θέα προς την Ακρόπολη): «Αυτή είναι η Αθήνα, η αρχαία πόλη του Θησέα». Φαίνεται, λοιπόν σαν η πύλη να σηματοδοτεί, όπως επίσης και να νοηματοδοτεί, το όριο μεταξύ των περιοχών της πόλης. Οι δύο επιγραφές είναι αμφιλεγόμενες. Η κοινή ερμηνεία της ανατολικής επιγραφής είναι ότι αναφέρεται σε δύο διακριτές περιοχές της Αθήνας — η μία είναι μια νέα συνοικία της πόλης, που ιδρύθηκε από τον αυτοκράτορα με το νέο οικοδομικό του πρόγραμμα, μακριά από την παλιά πόλη, επομένως «πόλη του Αδριανού, και όχι του Θησέα». Η άποψη αυτή βασίζεται σε αρχαιολογικές μαρτυρίες νέων κτισμάτων και ιδιαίτερα ενός μεγάλου ρωμαϊκού λουτρού στα ανατολικά της πύλης και δίπλα στον ναό που πιθανώς χρονολογούνται σε αυτήν την εποχή, γεγονός που πιθανόν υποδεικνύει την ύπαρξη νέας συνοικίας (Hadrianopolis· Hist. Aug. Hadr. 20.4). Είναι πιθανόν βέβαια ότι τα κτίρια αυτά είναι μεταγενέστερα του Αδριανού και ανήκουν, για παράδειγμα, στην περίοδο του Αντωνίνου Πίου, ο οποίος ολοκλήρωσε το υδραγωγείο του πατέρα του, όπως αναφέραμε.
Μια διαφορετική μετάφραση έχει προταθεί για την επιγραφή που βλέπει προς τα δυτικά (προς την παλιά πόλη): «Αυτή είναι η πόλη που άνηκε στον Θησέα». Αυτή η μετάφραση, λοιπόν, δεν υπονοεί σύνδεση της πύλης με μια νέα συνοικία ή κάποια συγκεκριμένη περιοχή της Αθήνας. Αυτή η ανάγνωση προτείνει ότι οι Αθηναίοι αναγνώριζαν πως ο Αδριανός αντικατέστησε τον θρυλικό Θησέα ως ιδρυτή της πόλης, μιας και η ίδρυση του Πανελλήνιου ενίσχυσε την πολιτική σημασία της Αθήνας. Η θέση της πύλης κοντά στο ιερό του ναού του Ολυμπίου Διός, το επιδιωκόμενο επίκεντρο του Πανελληνίου, υποστηρίζει αυτή την ερμηνεία. Αν αποδεχθούμε αυτήν την ερμηνεία τότε η επιγραφή με ανατολικό προσανατολισμό («Αυτή είναι η πόλη του Αδριανού και όχι του Θησέα») είχε σκοπό να δηλώσει ότι το Πανελλήνιο δημιουργούσε μια νέα πόλη του Αδριανού, μια πόλη που δεν είχε πλέον σχέση με τον Θησέα. Ο Ian Worthington έχει εγείρει αμφιβολίες σχετικά με αυτήν την ερμηνεία, μιας και δεν αναφέρεται ο Αδριανός να παίρνει τη θέση του ήρωα ως ιδρυτής της πόλης, ούτε οι Αθηναίοι τον αποκαλούν «νέο Θησέα».
Φαίνεται λοιπόν ότι από τη διατύπωση της δυτικής επιγραφής μπορεί να υποστηριχθεί μόνο η μετάφραση «Αυτή είναι η Αθήνα, η αρχαία πόλη του Θησέα», και αντίστοιχα της ανατολικής, λιγότερο αμφιλεγόμενης, «Αυτή είναι η πόλη του Αδριανού και όχι του Θησέα». Αυτή η τιμητική πύλη —ένα μνημείο που αντικατοπτρίζει τον κλασικισμό του Αδριανού στην καρδιά του αθηναϊκού κλασικισμού— εξυπηρέτησε τόσο τους Αθηναίους, οι οποίοι με αυτόν τον τρόπο τίμησαν τις ευεργεσίες του Αδριανού, όσο και την οικειοποίηση του Αδριανού που έθεσε τον κλασικό πολιτισμό στο επίκεντρο του νέου Πανελληνίου. Εδώ βλέπουμε την αρχιτεκτονική κατοχύρωση μιας νέας Αθήνας, «του Αδριανού και όχι του Θησέα». Η πύλη ολοκλήρωνε το σχεδιαστικό του έργο στην αιωνόβια πόλη του Θησέα, μιας και πλαισίωνε την Ακρόπολη, που ο Αδριανός τόσο θαύμαζε.
Πράγματι, ο μετασχηματισμός του αθηναϊκού τοπίου από τον Αδριανό μπορεί να γίνει κατανοητός μόνο ως έργο αρχιτεκτονικής τοπίου, μέσα από μια σειρά κτιρίων —τη Βιβλιοθήκη–quadriporticus, το Νυμφαίο στον Λυκαβηττό, και το Ολυμπιείο— γύρω από τον λόφο της Ακρόπολης, που δημιούργησαν έναν σχεδιαστικό διάλογο με τα υπάρχοντα κλασικά μνημεία της πόλης. Εδώ βλέπουμε πώς ο Αδριανός συνδιαλέγεται με την κλασική ελληνική αρχιτεκτονική στον πυρήνα της γένεσής της. Όπως και στην έπαυλή του στο Τίβολι όπου χορογράφησε κτίρια–αναφορές στον αθηναϊκό κλασικό πολιτισμό —π.χ. την Ακαδημία και την Ποικίλη Στοά— έτσι και στην Αθήνα οι αρχιτεκτονικές παρεμβάσεις του χορογραφήθηκαν γύρω από τα υπάρχοντα κτίρια και τα πλαισίωσαν, διεκδικώντας τα με αυτόν τον τρόπο ως ιδιοκτησία του. Για παράδειγμα, η πύλη του πλαισίωσε την Ακρόπολη και το τέμενος του Ολυμπιείου πλαισίωσε τον ναό του Ολυμπίου Διός, τον οποίο έπειτα από τόσους αιώνες ολοκλήρωσε εκείνος. Αυτή η πλαισίωση παρουσίασε το αστικό τοπίο της Αθήνας ως ένα μείγμα κλασικών, ελληνιστικών και ρωμαϊκών αρχιτεκτονικών παραδόσεων.
Η πλαισίωση του κήπου της Βιβλιοθήκης με τις κιονοστοιχίες από φρυγικό μάρμαρο, από την άλλη πλευρά, έφερε τις εξ ολοκλήρου σχεδιαστικές μανιέρες της Ρώμης στην Αθήνα και πρέπει να ιδωθεί στο ευρύτερο πλαίσιο των ρωμαϊκών αρχιτεκτονικών μορφών κατά τη διάρκεια του 1ου αιώνα π.Χ. και του 1ου αιώνα μ.Χ. Οι στοές των quadriporticus, όπως του Templum Pacis στη Ρώμη και της Βιβλιοθήκης του Αδριανού στην Αθήνα, πλαισίωναν τους κήπους και κατ’ επέκταση τα οικοσυστήματα τα οποία βρίσκονταν υπό τον έλεγχο της Αυτοκρατορίας, όπως αναφέραμε. Τα πλαίσια που διαμόρφωναν οι κιονοστοιχίες αυτών των στοών όχι μόνο αρθρώνουν τα όρια αλλά και τα διαπραγματεύονται. Στη Βιβλιοθήκη του Αδριανού επιπλέον, η στοά από φρυγικό μάρμαρο, που πλαισίωνε και όριζε τον περικλειόμενο κήπο και τη δεξαμενή νερού, υποδήλωνε την πρόσβαση στον υλικό πλούτο από τα άκρα της αυτοκρατορίας, από τη μία πλευρά, και την κυριότητα της Ρώμης επί του αθηναϊκού οικοσυστήματος, από την άλλη. Όπως οι στοές της Βιβλιοθήκης και του τεμένους του Ολυμπίου Διός, έτσι και η Πύλη του Αδριανού πλαισίωσε και υποδήλωσε τη ρωμαϊκή κυριαρχία πάνω στην αθηναϊκή πόλη και τον κλασικό ελληνικό πολιτισμό.