Αρχαιολογικοί χώροι

Ο βυζαντινός οικισμός της Ολυμπίας

Πελοπόννησος

Τώνια Μουρτζίνη (αρχαιολόγος), Αθανασία Ράλλη (αρχαιολόγος)

1
Βόρειο κτίριο

Το πρώτο κτίσμα με σαφή στοιχεία χρήσης στους χρόνους της Ύστερης Αρχαιότητας που συναντά ο εισερχόμενος στον αρχαιολογικό χώρο της Ολυμπίας επισκέπτης είναι ένα κτιριακό συγκρότημα της Ρωμαϊκής περιόδου που βρίσκεται βόρεια του Πρυτανείου και αριστερά του διαδρόμου κίνησης των επισκεπτών. Οι έρευνες στον χώρο αποδεικνύουν μετασκευές και επαναχρησιμοποίηση του αρχαίου κτιρίου κατά την Ύστερη Αρχαιότητα για χρήσεις διαφορετικές από αυτές για τις οποίες είχε κατασκευαστεί, καθιστώντας το χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της πρακτικής της περιόδου. Το εν λόγω αρχικό αρχιτεκτονικό συγκρότημα διέθετε περιστύλιο γύρω από μεγάλη δεξαμενή και θέρμες και μέχρι το τέλος της λειτουργίας του ιερού ήταν ένας χώρος για την περιποίηση των φιλοξενουμένων, ένα καπηλειό. Το κτίριο καταστράφηκε πιθανώς από τον σεισμό του 280/282 μ.Χ.

Οικοδομική δραστηριότητα στον χώρο φαίνεται ότι δεν επιχειρήθηκε ξανά παρά κατά την α’ φάση του χριστιανικού οικισμού. Τότε πάνω από τη βορειοδυτική γωνία του περιστυλίου του ρωμαϊκού κτιρίου κτίστηκε ένα ορθογώνιο οικοδόμημα, οι σωζόμενοι τοίχοι του οποίου είναι κτισμένοι ακανόνιστα με τη χρήση λίθων και κεραμίδων προερχόμενων από ήδη κατεστραμμένα κτίρια του ιερού (μεταξύ αυτών εντοπίστηκαν σπόνδυλος από κίονα του Ηραίου και κομμάτι από μαρμάρινο καλυπτήρα του ναού του Διός).

Κατά την ίδια περίοδο, όπως φανερώνουν τα ευρήματα των ανασκαφών, τμήμα του αρχαίου συγκροτήματος δέχτηκε μετασκευές προκειμένου να φιλοξενήσει αγροτικές και εργαστηριακές χρήσεις. Αναλυτικότερα αποκαλύφθηκε δεξαμενή με σκαλοπάτια που οδηγούν στο εσωτερικό της και με ένα πήλινο αγγείο βυθισμένο στο κέντρο του δαπέδου της. Ταυτίστηκε με ληνό, που χρονολογείται στην α’ φάση του οικισμού, με χρήση που φτάνει έως και τα τελευταία χρόνια της β’ φάσης του. Παράλληλα εντοπίστηκαν εργαστηριακές εγκαταστάσεις, οι οποίες σχετίζονται με εργαστήριο κεραμικής. Σε αψιδωτή αίθουσα, που αρχικά λειτουργούσε πιθανώς ως tepidarium (θερμή αίθουσα ρωμαϊκού λουτρού), εγκαταστάθηκε μικρός κεραμικός κλίβανος (έχει αναγνωριστεί και ως κλίβανος σιδηρουργείου). Στον χώρο βρέθηκαν επίσης τρεις συνεχόμενες αβαθείς δεξαμενές που περιβάλλονταν από ανοιχτό αγωγό νερού και συνδέονται μεταξύ τους με ανοίγματα–σωλήνες σε μικρή απόσταση από τον πυθμένα. Οι δεξαμενές προορίζονταν ίσως για τον καθαρισμό και την παρασκευή του πηλού.

Δυστυχώς ακριβή στοιχεία για τη χρονολογία εγκατάστασης του κεραμικού εργαστηρίου δεν υπάρχουν. Οι τρεις συνεχόμενες δεξαμενές εγκαταλείφθηκαν την ίδια εποχή, όπως και ο κλίβανος. Η ύπαρξη σφηνών κεραμικού κλιβάνου, που βρέθηκαν στην περιοχή των δεξαμενών και συνήθως θεωρείται ότι χρησιμοποιούνται στην παραγωγή πλίνθων ή κεραμιδιών, ίσως φανερώνει την ύπαρξη και άλλου κλιβάνου κοντά στο περιστύλιο, ο οποίος παρήγε κεραμίδες ή πήλινες πλίνθους δαπέδου. Βορειοανατολικά του ληνού άλλωστε, βρέθηκαν και τμήματα μητρών για την παραγωγή πήλινων λύχνων του 6ου αιώνα μ.Χ., της δεύτερης δηλαδή φάσης του οικισμού, γεγονός που φανερώνει την ύπαρξη και ενός τέτοιου εργαστηρίου πολύ κοντά στην προκείμενη εγκατάσταση.

2
Εκκλησία

Το επόμενο και πλέον χαρακτηριστικό κτίριο της περιόδου που συναντά ο επισκέπτης δεν είναι άλλο από την εκκλησία, η οποία ιδρύθηκε στο κτίριο του εργαστηρίου που χρησιμοποίησε ο μεγάλος γλύπτης Φειδίας για την κατασκευή του χρυσελεφάντινου αγάλματος του ναού του Διός. Ναι μεν δεν πρέπει η χριστιανική εκκλησία να ανήκει αναγκαστικά στα πρώτα οικοδομήματα του χριστιανικού οικισμού, ανήκει ωστόσο στα πρωτεύοντα οικοδομικά μέτρα για να δοθεί στον τόπο ένας σαφής χριστιανικός χαρακτήρας και στον πληθυσμό του οικισμού ένα κέντρο. Η μετατροπή του εργαστηρίου σε εκκλησία αποτελεί ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά παραδείγματα μετατροπής αρχαίου κτιρίου σε ναό στην περιοχή της Πελοποννήσου. Η επιλογή αυτού του κτιρίου και όχι του ναού του Διός για την εγκατάσταση της βασιλικής εξηγείται από το γεγονός ότι για πρακτικούς λόγους προτιμήθηκε το καλύτερα σωζόμενο οικοδόμημα.

Η εκκλησία της Ολυμπίας ήταν ένας σχετικά ευρύχωρος για τα δεδομένα του οικισμού ναός. Αποτελείτο από κυρίως ναό, νάρθηκα και αίθριο με τετράπλευρο πρόπυλο και πλευρικά βοηθητικά δωμάτια στα δυτικά. Ο κυρίως ναός ανήκε στον τύπο της τρίκλιτης ξυλόστεγης παλαιοχριστιανικής βασιλικής. Η εκκλησία είχε ημικυκλική αψίδα με κτιστή τράπεζα, σύνθρονο και υπερυψωμένο επισκοπικό θρόνο στο κέντρο. Μαρμάρινο φράγμα πρεσβυτερίου αποτελούμενο από τέσσερα διάτρητα μαρμάρινα θωράκια τα διαχώριζε από τον κυρίως ναό, όπου βρισκόταν ο άμβωνας. Μαρμάρινα σπόλια από παλαιότερα κτίσματα του ιερού (νοτιοδυτικό κτίριο, Φιλιππείο, Νυμφαίο, Θησαυρός Σικυωνίων) χρησιμοποιήθηκαν στην κατασκευή της. Το δάπεδο του μεσαίου κλίτους του κυρίως ναού ήταν στρωμένο με μεγάλες μαρμάρινες πλάκες σε δεύτερη χρήση. Μεταξύ αυτών είχαν τοποθετηθεί και δύο αναθηματικές επιγραφές. Η πρώτη είναι χαραγμένη σε ορθογώνια παραλληλόγραμμη πλάκα από παριανό μάρμαρο που προέρχεται από το Φιλιππείο. Σε αυτήν αναφέρεται ο αναγνώστης και «εμφυτευτής της κτήσεως» Κυριακός, που δαπάνησε χρήματα για την επένδυση του δαπέδου με μαρμάρινες πλάκες. Στην άλλη αναγράφεται το όνομα του επίσης αναγνώστη Ανδρέα, που ως ειδικευμένος τεχνίτης, μαρμαράριος, κατασκεύασε το δάπεδο.

Παρότι έχει προταθεί χρονολόγηση της βασιλικής της Ολυμπίας στο α’ μισό του 5ου αιώνα και ακόμη πιο συγκεκριμένα μεταξύ του 435 και του 451 μ.Χ., η κάτοψη, το σχέδιο του φράγματος του πρεσβυτερίου και η διακόσμηση των πλακών του θωρακίου θεωρείται ότι τοποθετούν την εκκλησία στα μέσα ή στο β’ μισό του 5ου αιώνα, ενώ μελέτη στο πλαίσιο σχετικού ερευνητικού προγράμματος του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου υποστηρίζει την κατασκευή της το νωρίτερο στα μέσα του 5ου αιώνα.

Από τα παραπάνω καθίσταται σαφές ότι ανάμεσα στην παύση της λατρείας στον χώρο του ιερού και την ανέγερση της εκκλησίας πέρασαν αρκετές δεκαετίες, γεγονός που μπορεί να ερμηνευθεί ως επιβίωση της ειδωλολατρικής λατρείας σε έναν από τους πιο ιερούς της τόπους, ικανής να καθυστερήσει αρκετά την καθιέρωση της χριστιανικής λατρείας σε αυτόν. Ο καταστροφικός σεισμός του 551 μ.Χ. φαίνεται ότι προκάλεσε ζημιές και στην εκκλησία, η οποία επισκευάστηκε την περίοδο της β’ φάσης του οικισμού αλλά σε μικρότερη κλίμακα, περιοριζόμενη στο ανατολικό τμήμα του κεντρικού κλίτους και στον διαχωριζόμενο με φράγμα χώρο του πρεσβυτερίου. Έχει υποστηριχθεί πως η ανακαίνισή της έλαβε χώρα στο τρίτο τέταρτο του 6ου αιώνα μ.Χ., ενώ και οι νεότερες μελέτες φαίνεται ότι δέχονται κάποιες πιθανές αλλαγές στη διάρκεια του ίδιου αιώνα.

3
Οικισμός

Α’ φάση (μέσα 5ου–μέσα 6ου αι. μ.Χ.): Ο οικισμός αναπτύχθηκε στην πρώτη φάση του, όπως ήδη αναφέρθηκε, δυτικά του χώρου της Άλτεως και σε ημικυκλική διάταξη με κέντρο γύρω από το πλέον σημαντικό κτίριό του, την εκκλησία. Η οικοδόμηση κάποιων από τις ιδιωτικές οικίες του οικισμού πριν από εκείνη της εκκλησίας είναι πιθανή, αλλά το διάστημα ανάμεσά τους δεν μπορεί να είναι πολύ μεγάλο. Στον οικισμό ανήκαν μετασκευές υπαρχόντων κτιρίων, αλλά και πλήρως νεόκτιστα οικοδομήματα, όπου χρησιμοποιήθηκε κυρίως οικοδομικό υλικό από παλαιότερα κτίρια: τα εποικοδομήματα ή οι οικοδομικές προσθήκες στο βόρειο κτίριο, που ήδη αναφέραμε, και στο Πρυτανείο, οι χώροι μπροστά από την ανατολική στοά του Γυμνασίου, μετέπειτα χρήσεις του Θεηκολεώνα, η οικία με την περίστυλη αυλή και οι Θέρμες του Κλαδέου, η Οικία από σπόλια, η νοτιοδυτική γωνία του Λεωνιδαίου, οι ονομαζόμενες Θέρμες του Λεωνιδαίου, προσθήκες στις Νότιες Θέρμες και τα κτίρια νότια από αυτές. Διάσπαρτα ευρήματα, όπως και μια μεγάλη ερευνητική τομή που έγινε το 1999, δείχνουν ότι ο οικισμός συνεχιζόταν δυτικά έξω από τον σημερινό ανασκαφικό χώρο, στην άλλη πλευρά του Κλαδέου. Το παλαιό οδικό δίκτυο συνέχισε να χρησιμοποιείται. Κατά πάσα πιθανότητα με την ανέγερση της εκκλησίας ξεκίνησαν και οι ταφές. Στο κεντρικό τμήμα του ιερού κατασκευάστηκε ένα μικρό αμυντικό οχυρό, στο οποίο θα αναφερθούμε στη συνέχεια.

Οι οικίες της α’ φάσης του οικισμού συνδύαζαν χώρους καθιστικού και εργασίας υπό την ίδια στέγη και αποτελούνταν συνήθως από αρκετά και μεγάλα δωμάτια με εστία, πίθους κτισμένους στο δάπεδο και πάγκους εργασίας σε ένα από αυτά, που ταυτίζεται ως εκ τούτου με κουζίνα. Άξιο αναφοράς είναι κτίριο που δεν σώζεται σήμερα και το οποίο βρισκόταν στον χώρο μεταξύ του προπύλου του Γυμνασίου και της Παλαίστρας (κάτοψη: 3α). Πρόκειται για ορθογώνιο οικοδόμημα μήκους πάνω από είκοσι μέτρα και πλάτους έξι μέτρων αποτελούμενο από τέσσερα δωμάτια. Ο ανατολικός εξωτερικός τοίχος ήταν προσανατολισμένος προς τη σημαντική οδική αρτηρία Βορρά–Νότου της Ολυμπίας, την Πομπική Oδό. Τρεις υδρορρόες από λεοντοκεφαλές προερχόμενες από το Φιλιππείο, εντοιχισμένες στον ανατολικό τοίχο του οικοδομήματος, επέτρεπαν στον φρεσκοστυμμένο μούστο να ρέει ενδεχομένως σε βαρέλια που τοποθετούνταν ακριβώς κάτω από αυτές. Στο κτίριο αναγνωρίστηκε η ύπαρξη ενός ληνού, μιας κουζίνας, καθώς και χώρων με εμπορική και εργαστηριακή χρήση. Το κτίριο ήταν σε χρήση από την πρώτη φάση του οικισμού έως και το 580/581 μ.Χ. Ανάλογα ενδιαφέρουσα είναι η καλούμενη «Oικία από σπόλια», βόρεια των Θερμών του Λεωνιδαίου και δυτικά του ΝΔ τμήματος του Λεωνιδαίου (κάτοψη: 3β), οι επιβλητικές διαστάσεις της οποίας (12,5×13,5 μ.) σε συνδυασμό με την ποιότητα κατασκευής και την κατανομή των χώρων της παραπέμπουν σε αντιπροσωπευτικά οικοδομικά έργα στρατιωτικής ή εκκλησιαστικής χρήσης (χώροι υπηρεσιών και διαμονής). Ως παράδειγμα παλαιότερου οικοδομήματος που μετασκευάστηκε και άλλαξε λειτουργία αξίζει να αναφερθούν οι ονομαζόμενες Θέρμες του Λεωνιδαίου (κάτοψη: 3γ). Στα από τον 3ο αιώνα μ.Χ. κατασκευασμένα λουτρά προστέθηκε τον 5ο αιώνα μ.Χ. ένας ληνός και διαμορφώθηκαν διάφοροι χώροι κατάλληλα. Άξια αναφοράς, τέλος, είναι η ύπαρξη πολλών χώρων βιοτεχνικής παραγωγής, ανάμεσά τους φούρνοι για ασβέστη στο Λεωνιδαίο και το Ηρώο, όπως και ένα εργαστήρι αγγειοπλαστικής και ένα σιδηρουργείο στο βόρειο κτίριο, όπως ήδη αναφέρθηκε. Ο σεισμός του 551 μ.Χ. ή και άλλες αιτίες είχαν ως αποτέλεσμα την καταστροφή του ναού του Διός, του αμυντικού φρουρίου, της εκκλησίας και πολλών άλλων κτιρίων, οδηγώντας στο τέλος της α’ φάσης του χριστιανικού οικισμού στο α’ μισό ή πιθανότερα στα μέσα του 6ου αιώνα μ.Χ.

Β’ φάση (μέσα 6ου–αρχές 7ου αι. μ.Χ.): Ο νέος οικισμός που δημιουργήθηκε στον χώρο του αρχαίου ιερού είχε κέντρο αυτή τη φορά τον χώρο στα ανατολικά και νοτιοανατολικά του ναού του Διός αλλά εκτεινόταν σε όλο τον χώρο του ιερού. Αποτελείτο από πυκνά τοποθετημένα συγκροτήματα οικιών με μικρού μεγέθους δωμάτια. Στην κατασκευή των οικιών αυτών είχε ενσωματωθεί μεγάλο μέρος των αετωματικών γλυπτών του ναού του Διός, στοιχείο που απουσίαζε τελείως από τις οικίες της α’ φάσης, ενώ τοίχοι των οικιών του περνούσαν πάνω από τμήματα του αμυντικού τείχους. Για πρώτη φορά σε αυτή την εποχή κτίστηκαν τάφοι και οικίες στον χώρο της πρώην Άλτεως και το Ηραίο βεβηλώθηκε με την εγκατάσταση ενός πατητηριού στον οπισθόδομό του.

Εντυπωσιακές είναι οι διαφορές ανάμεσα στις δύο φάσεις του οικισμού, που αφορούν τόσο στη διαμόρφωση της κάτοψης των οικιών και στην τεχνική οικοδόμησής τους όσο και στη γενική δομή του (θέση – τρόπος ανάπτυξης) και τη χωροθέτηση των τάφων του. Τον οικισμό της α’ φάσης χαρακτήριζε η ύπαρξη αραιά τοποθετημένων και σχετικά μεγάλων ανεξάρτητων οικιών, ενδεχομένως κρατικών κτιρίων. Ο οικισμός της β’ φάσης αποτελούνταν από πυκνά τοποθετημένα κτιριακά συγκροτήματα, αναπτυγμένα κατά μήκος στενών παρόδων. Τα κτίρια του οικισμού της β’ φάσης χαρακτήριζε μία χωρίς σχέδιο οικοδόμηση, όπως και η απώλεια ουσιαστικών στοιχείων της αρχαίας κατασκευαστικής τεχνικής. Διαφορετικό ήταν επίσης το υλικό κατασκευής. Οι τοίχοι πολλών σπιτιών ήταν κατασκευασμένοι από σχεδόν ορθογώνια αρχιτεκτονικά μέλη παλαιότερων κτιρίων, τοποθετημένα κάθετα το ένα πάνω από το άλλο. Τα μεταξύ τους κενά γέμιζαν θραύσματα μαρμάρων (μεταξύ άλλων και των αετωματικών γλυπτών), κεραμίδια και πέτρες χωρίς συνδετικό κονίαμα, αλλά πιθανώς με λάσπη ως συνδετικό υλικό. Οι διαστάσεις των οικιών ήταν κατά κύριο λόγο μικρότερες, ενώ και εσωτερικά ήταν χωρισμένες σε μικρούς χώρους. Ενσωματωμένοι στο δάπεδο πίθοι, ανυψωμένοι πάγκοι εργασίας, απλές εστίες, καθώς και περιστασιακή ύπαρξη λιθοστρώσεων και ασβεστοκονιάματος είναι μερικά από τα στοιχεία που παρατηρούνται στον οικισμό. Η χρήση αρκετών κτισμάτων της α’ φάσης (Οικία από σπόλια, Θέρμες Λεωνιδαίου, ληνός με λεοντοκεφαλές, βόρειο κτίριο) συνεχίστηκε και στη β’ φάση, ενώ η εκκλησία επισκευάστηκε. Πολλοί είναι οι ληνοί και αυτής της φάσης του οικισμού, ενώ έχει διαπιστωθεί και η ύπαρξη φούρνων κυρίως για παραγωγή ασβέστη, χωροθετημένων έξω από τον οικισμό.

Ένα σχετικά καλά στοιχειοθετημένο παράδειγμα τέτοιου σπιτιού είναι η λεγόμενη «Οικία της Ύστερης Αρχαιότητας» του β’ μισού του 6ου αιώνα μ.Χ., χτισμένη δυτικά της εκκλησίας (κάτοψη: 3δ). Στην οικία αυτή από μια ανοιχτή αυλή υπήρχε πρόσβαση σε έναν μικρό πλευρικό χώρο (πιθανόν στάβλο ή αχυρώνα) και στην κυρίως οικία, η οποία χωριζόταν σε τουλάχιστον τρία δωμάτια διαφορετικού μεγέθους. Το δυτικότερο δωμάτιο χαρακτηρίζεται ως κουζίνα λόγω της ύπαρξης μιας επιφάνειας εργασίας και ενός πίθου. Παρόμοιο αλλά λιγότερο καλά διατηρημένο ήταν ένα συγκρότημα στη νοτιοανατολική περιοχή με ποικίλους μεγάλους χώρους, έναν ενσωματωμένο πίθο και έναν πλευρικό χώρο με πατητήρι, ο οποίος ήταν προσβάσιμος μέσω μιας ανοιχτής αυλής.

4
Αμυντικό τείχος

Στο α’ μισό του 6ου αιώνα μ.Χ. στον χώρο του ιερού κτίστηκε ένα ισχυρό τραπεζιόσχημο τείχος, κατασκευασμένο βιαστικά από βάθρα αγαλμάτων και πλήθος αρχιτεκτονικών μελών παλαιότερων κτιρίων (του Μητρώου, της Ποικίλης Στοάς, του Λεωνιδαίου, του Βουλευτηρίου και των Θησαυρών των Γελώων και των Μεγαρέων). Το τείχος είχε πάχος τριών μέτρων. Τη βόρεια πλευρά του αποτελούσε ως επί το πλείστον ο ναός του Διός, τη νότια η Νότια Στοά, ενώ οι δύο άλλες πλευρές του σχημάτιζαν δύο σκέλη που κατέληγαν στα δύο αντίστοιχα άκρα της Νότιας Στοάς. Η μικρή αυτή οχύρωση αποτελούσε μια στρατιωτική βάση για αυτούς που θα προστάτευαν τα γειτονικά δυτικά όρια της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, καθώς ήταν συνηθισμένο φαινόμενο της περιόδου να μην εγκαθίστανται οι φρουρές ακριβώς στα σύνορα αλλά στους αντίστοιχους γειτονικούς οικισμούς. Το τείχος αυτό σωζόταν στις αρχές του 20ού αιώνα σε ύψος τεσσάρων μέτρων, κατεδαφίστηκε όμως κατά τη διάρκεια των ανασκαφών που ακολούθησαν προκειμένου να εξαχθούν τα κτισμένα αρχαία γλυπτά, οι επιγραφές και τα αρχιτεκτονικά μέλη και σήμερα διακρίνονται μόνο τα κατάλοιπα ενός πύργου του.