Το ιερό της Ολυμπίας, φημισμένο και πολυύμνητο, αναπτύχθηκε σε μια απόμερη αλλά επιβλητική άκρη της δυτικής Πελοποννήσου, στην κοιλάδα που ορίζουν ο Κρόνιος λόφος και οι ποταμοί Αλφειός και Κλάδεος. Από πολύ νωρίς αναδείχθηκε σε ένα από τα πλέον σημαντικά θρησκευτικά και αθλητικά κέντρα του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Κατά την Ύστερη Αρχαιότητα, μετά την παύση των Αγώνων και της αρχαίας λατρείας κτίστηκε και αναπτύχθηκε στον χώρο του αρχαίου ιερού ένας σημαντικός, για τα δεδομένα της εποχής, χριστιανικός οικισμός.
Σήμερα ο αρχαιολογικός χώρος της Ολυμπίας αποτελεί έναν από τους πλέον γνωστούς αρχαιολογικούς χώρους της Ελλάδας με παγκόσμια εμβέλεια. Η φήμη και η αξία των αρχαιότερων μνημείων του επισκιάζουν τα λίγα σε αριθμό και δύσκολo να αναγνωστούν βυζαντινά κατάλοιπα, καθιστώντας τον χριστιανικό οικισμό ένα εν πολλοίς άγνωστο στο ευρύ κοινό κομμάτι της ιστορίας του τόπου. Η γνωριμία με τον βυζαντινό οικισμό της Ολυμπίας και η ανασύσταση της μορφής του, στον βαθμό που αυτό είναι εφικτό, θα επιχειρηθούν στη συνέχεια, με γνώμονα τη σκέψη ότι η ιστορία του τόπου του ιερού της Ολυμπίας σε μια εποχή όπου ουσιαστικά συντελείται η μετάβαση από τον αρχαίο στον μεσαιωνικό κόσμο δεν μπορεί παρά να έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Ιστορικό υπόβαθρο
Η περίοδος της Ύστερης Αρχαιότητας στην Ολυμπία εκτείνεται χρονικά από το τέλος του 3ου έως τις αρχές του 7ου αιώνα μ.Χ., οπότε παύει η κατοίκηση στον χώρο, και διακρίνεται από διαρκή εξέλιξη των υλικών καταλοίπων, ικανή να βεβαιώσει τη συνοχή της. Σε αυτήν μπορούμε να διακρίνουμε δύο φάσεις.
Από το 260/270 μ.Χ. μέχρι και την εποχή του Θεοδοσίου Β’ η περίοδος μπορεί να χαρακτηριστεί ως Ύστερη Ρωμαϊκή με βασικό της χαρακτηριστικό τη διατήρηση του ιερού χαρακτήρα της Ολυμπίας.
Από τον 5ο έως τον 7ο αιώνα μ.Χ. η ίδρυση στον χώρο ενός σαφώς δομημένου χριστιανικού οικισμού επιτρέπει να διαγνώσουμε μια βασική αλλαγή στη δομή και τη λειτουργία του και να ορίσουμε την περίοδο αυτή ως Πρώιμη Βυζαντινή.
Η Ολυμπία κατά την Ύστερη Ρωμαϊκή περίοδο (β’ μισό 3ου και 4ος αι. μ.Χ.)
Στο τέλος του 3ου αιώνα μ.Χ. διαπιστώνεται με σαφήνεια στην Ολυμπία μια τομή που σηματοδοτεί την έναρξη μιας νέας περιόδου σαφώς διαφοροποιημένης από τις προηγούμενες, δηλαδή την Πρώιμη και Μέση Ρωμαϊκή περίοδο. Κατά το διάστημα αυτό σημειώνεται και η πρώτη σοβαρή καταστροφή των μνημείων του ιερού, η οποία χρονολογείται μετά το 280/282 μ.Χ. και συνδέεται με τις επιπτώσεις ενός ισχυρού σεισμού που συγκλόνισε την περιοχή την όγδοη δεκαετία του 3ου αιώνα μ.Χ. Στην αρχή του 4ου αιώνα εκτεταμένες ανακατασκευές έλαβαν χώρα σε διάφορα σημεία του ιερού, που ανασυγκροτείται και αναπτύσσεται.
Οι αγώνες και οι λατρευτικές εκδηλώσεις προς τιμήν του Διός εξακολούθησαν να τελούνται με πλήρες πρόγραμμα και με συμμετοχές που επιβεβαιώνουν τη διατήρηση της εθνικής σημασίας τους τουλάχιστον έως το 385 μ.Χ., όπως αποδεικνύει η εύρεση, σε κτίριο στο νοτιοδυτικό τμήμα του ιερού που ταυτίστηκε με την έδρα μιας αθλητικής ένωσης, χάλκινης ενεπίγραφης πλάκας που αποτελεί τμήμα ενός καταλόγου των μελών της. Τα οικοδομικά μέτρα και ο επιγραφικός κατάλογος αποτελούν αποδείξεις ότι η Ολυμπία παρέμεινε έως το τέλος του 4ου αιώνα ένας ζωντανός τόπος πολιτισμού και αθλητικών αγώνων. Καμία πραγματικά βεβαιωμένη χρονολογία δεν υπάρχει για το τέλος της λατρείας και των αγώνων στον χώρο του ιερού. Το 391 μ.Χ. ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Θεοδόσιος Α’ εξέδωσε διάταγμα απαγόρευσης τέλεσης της λατρείας στα ελληνικά ιερά, ο βαθμός όμως της επιτυχίας του αυτοκρατορικού απαγορευτικού διατάγματος για τον ύστερο 4ο αιώνα μ.Χ. δεν είναι ξεκάθαρος. Την ίδια εποχή πραγματοποιήθηκε και η μεταφορά του χρυσελεφάντινου αγάλματος του Διός από την Ολυμπία στην Κωνσταντινούπολη. Όσον αφορά στους Αγώνες ειδικότερα, ευρήματα υποδηλώνουν ότι αυτοί θα μπορούσαν να διεξάγονται για αρκετό χρονικό διάστημα μετά το τέλος της λατρείας.
Η Ολυμπία κατά την Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο (5ος–7ος αι. μ.Χ.)
Αμέσως μετά την παύση των Αγώνων και της λατρείας προς τιμήν του Διός, το αργότερο γύρω στα μέσα του 5ου αιώνα μ.Χ., ένας χριστιανικός πληθυσμός εγκαταστάθηκε στον χώρο του πρώην ιερού ιδρύοντας έναν οικισμό. Η ανάπτυξή του αφορούσε στην κάλυψη των αναγκών ξενόφερτων πληθυσμιακών ομάδων από τις επαρχιακές περιοχές και τις αγρεπαύλεις της κοιλάδας του Αλφειού. Βασικό λόγο επιλογής της θέσης αποτέλεσε το άφθονο έτοιμο δομικό υλικό των παλαιότερων κτιρίων, που χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή του νέου οικισμού. Άλλωστε κάποια από τα κτίρια του ιερού, όπως οι θέρμες, σώζονταν αρκετά καλά μαζί με τις υδραυλικές τους εγκαταστάσεις και προσφέρονταν για μια νέα χρήση. Ο οικισμός αυτός είχε καθαρά χριστιανικό χαρακτήρα. Στην εξέλιξή του διακρίνονται δύο φάσεις.
Α’ φάση του οικισμού (μέσα 5ου–μέσα 6ου αι. μ.Χ.)
Ο οικισμός αναπτύχθηκε στην α’ φάση του δυτικά του χώρου της Άλτεως, σε ημικυκλική διάταξη και με κέντρο το πλέον σημαντικό κτίριό του, την εκκλησία, που κτίστηκε στη θέση του πρώην εργαστηρίου του Φειδία. Την προστασία του ανέλαβε μάλλον μια φρουρά, η οποία οικοδόμησε ένα αμυντικό μικρό οχυρό στο κέντρο του ιερού. Η α’ φάση του χριστιανικού οικισμού διήρκεσε μέχρι το α’ μισό ή πιθανότερα μέχρι τα μέσα του 6ου αιώνα μ.Χ., οπότε ο ναός του Διός, το αμυντικό τείχος, η εκκλησία και πολλά άλλα κτίρια καταστράφηκαν, ίσως από τον σεισμό του 551 μ.Χ., αν και η καταστροφή πολλών από τα οικοδομήματα σε μία δεδομένη χρονική στιγμή αμφισβητείται.
Ειδικότερα όσον αφορά στον ναό του Διός, η καταστροφή του από φυσικά αίτια (σεισμό) δεν θεωρείται πιθανή αλλά αποδίδεται σε ανθρωπογενή αίτια (κατεδάφιση για αφαίρεση οικοδομικού υλικού – μετάλλου συνδέσμων), ενώ σε ανάλογα αίτια ίσως οφείλεται η καταστροφή και άλλων οικοδομημάτων.
Β’ φάση του οικισμού (μέσα 6ου–αρχές 7ου αι. μ.Χ.)
Μετά την καταστροφή του ναού του Διός, ένας νέος οικισμός δημιουργήθηκε στον χώρο του αρχαίου ιερού, με κέντρο αυτή τη φορά τον χώρο στα ανατολικά του ναού. Η συνεχιζόμενη χρήση αρκετών κτισμάτων και της εκκλησίας φανερώνει ότι ο δεύτερος αυτός οικισμός δημιουργήθηκε σε μικρό χρονικό διάστημα μετά την εγκατάλειψη του πρώτου και από τον ίδιο πληθυσμό. Ο νέος οικισμός εμφάνιζε σημαντικές διαφορές από τον οικισμό της α’ φάσης, όπως αναλυτικά θα περιγραφεί. Ενδεικτικό των διαφορών είναι το γεγονός ότι οι παλαιοί Γερμανοί ανασκαφείς χαρακτήρισαν ως «βυζαντινό» τον οικισμό της πρώτης φάσης και ως «σλάβικες καλύβες» τον οικισμό της δεύτερης, παρότι αμφότεροι κατοικούνταν από Έλληνες χριστιανούς μόνο. Οι χαρακτηριστικές διαφορές στον τρόπο οικοδόμησης και αποικισμού μεταξύ των δύο περιόδων χρήσης δεν περιορίζονται άλλωστε στην Ολυμπία, αλλά είναι μέρος μιας τάσης αγροτικοποίησης που παρατηρείται σε όλη τη Βαλκανική χερσόνησο. Πέρα από τους τοπικούς παράγοντες για τις διαφορές ευθύνονται τάσεις παρακμής, που αφορούν σε όλη την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ως συνέπεια υπερβολικών πολεμικών πιέσεων.
Το τέλος του οικισμού
Ο οικισμός εγκαταλείφθηκε, όπως αποκαλύπτει η μελέτη της κεραμικής, των νομισμάτων και των μικροευρημάτων από τον χώρο του ιερού, το αργότερο στον πρώιμο 7ο αιώνα μ.Χ. και αιτία της εγκατάλειψής του ήταν η εμφάνιση μιας εξωτερικής απειλής. Ο οικισμός δεν φαίνεται να δέχθηκε βίαιη κατάληψη, καθώς αρχαιολογικές ενδείξεις για αυτό δεν έχουν βρεθεί, αλλά εγκαταλείφθηκε βιαστικά από τους κατοίκους του υπό την απειλή επιδρομών. Στην Ολυμπία έχουν εντοπιστεί δεκατρείς θησαυροί (δώδεκα νομισματικοί και ένας αποτελούμενος από διάφορα πολύτιμα αντικείμενα) του ύστερου 6ου αιώνα μ.Χ., η απόκρυψη των οποίων συνδέεται, όπως συμβαίνει και με άλλους νομισματικούς θησαυρούς της Πελοποννήσου, με τις ιστορικές συνθήκες της έλευσης των Αβάρων και των Σλάβων στον ελλαδικό χώρο. Οι θησαυροί αυτοί εντοπίστηκαν διεσπαρμένοι σε όλη την έκταση του οικισμού, αλλά παρουσίασαν ιδιαίτερη συγκέντρωση στον χώρο ανατολικά του ναού του Διός. Κάποιοι από τους κατοίκους του οικισμού φαίνεται ότι επέστρεψαν στους πρόποδες του Κρονίου λόφου για σύντομο χρονικό διάστημα πριν τον εγκαταλείψουν οριστικά, όπως αποκαλύπτει το γεγονός ότι τα υστερότερα νομίσματα που έχουν βρεθεί, δηλαδή αυτά του Φωκά (602–610 μ.Χ.), δεν αντιπροσωπεύονται στους νομισματικούς θησαυρούς, αλλά αποτελούν μεμονωμένα ευρήματα και ερμηνεύονται ως ενδείξεις μιας περιορισμένης κίνησης του οικισμού σε μια περίοδο μεταγενέστερη αυτής που υποδεικνύουν οι θησαυροί.
Αμέσως μετά την εγκατάλειψη του χριστιανικού οικισμού της Ολυμπίας από τους κατοίκους του ή έστω λίγο αργότερα, Σλάβοι κατέλαβαν την περιοχή της κοιλάδας του Αλφειού και του Κλαδέου. Το νεκροταφείο των καύσεων αυτών των κατοίκων του χώρου αποκαλύφθηκε μερικώς από το 1959 έως το 1967 κατά τη διάρκεια της κατασκευής του Νέου Μουσείου Ολυμπίας βορείως του Κρονίου λόφου. Η μελέτη των ευρημάτων του νεκροταφείου αποκάλυψε ότι η κατάληψη του χώρου από τους Σλάβους ξεκίνησε στο β’ τέταρτο του 7ου αιώνα μ.Χ. και διήρκεσε μέχρι τουλάχιστον τον ύστερο 8ο αιώνα μ.Χ. Η παρουσία τους μαρτυρείται για τουλάχιστον 175 χρόνια, παρότι ο οικισμός τους δεν έχει ακόμη εντοπιστεί. Το γεγονός ότι δεν διαπιστώθηκε η ύπαρξη αντικειμένων του βυζαντινού οικισμού στο σλαβικό νεκροταφείο ή και αντίστροφα αποτελεί ένδειξη ότι οι δύο ομάδες δεν έζησαν παράλληλα στην περιοχή ούτε για ένα μικρό χρονικό διάστημα. Η περίπτωση της Ολυμπίας αναδεικνύεται έτσι σε μία από τις σπάνιες περιπτώσεις, στις οποίες η άμεση αντικατάσταση του ελληνικού χριστιανικού πληθυσμού από τον σλαβικό στο όριο ανάμεσα στην Ύστερη Αρχαιότητα και στους βυζαντινούς χρόνους, η οποία μαρτυρείται από τις πηγές, αποδεικνύεται και αρχαιολογικά. Η σλαβική κατάκτηση σημαίνει άμεσα —αν και όχι βίαια— και το τέλος της Ύστερης Αρχαιότητας για την Ολυμπία. Στους αιώνες που ακολούθησαν ο χώρος του ιερού καλύφθηκε από τις πλημμύρες των ποταμών Αλφειού και Κλαδέου και από τις κατολισθήσεις του Κρονίου λόφου και οδηγήθηκε στη λησμονιά.
Ιστορία των ερευνών
Η συστηματική έρευνα του ιερού της Ολυμπίας άρχισε το 1875 από το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο και συνεχίζεται, με μικρές διακοπές, μέχρι τις μέρες μας. Την πρώτη ανασκαφική περίοδο στον χώρο χαρακτήριζε η συστηματική καταγραφή του συνόλου των ευρημάτων ανεξάρτητα από τη χρονολογική τους ταυτότητα. Δυστυχώς η προσέγγιση αυτή δεν επικράτησε στην ανασκαφική περίοδο που ξεκίνησε από το 1936 φέρνοντας στο φως το σύνολο της ιερής Άλτεως και το μεγαλύτερο μέρος των περιοχών γύρω από αυτή. Οι ανασκαφές της περιόδου αυτής προσανατολίστηκαν στην αποκάλυψη των μνημείων που χρονολογούνται από τη Γεωμετρική έως και την Ελληνιστική περίοδο, ενώ η ρωμαϊκή Ολυμπία και ακόμη περισσότερο η Ύστερη Ρωμαϊκή και Πρώιμη Βυζαντινή περίοδός της θεωρήθηκαν περίοδοι παρακμής και αγνοήθηκαν. Τα υπερκείμενα αρχαιολογικά στρώματα αφαιρέθηκαν ως επί το πλείστον χωρίς προηγούμενη επαρκή τεκμηρίωση, ενώ από τον κεντρικό χώρο του ιερού καθαιρέθηκαν κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα με παρόμοιο τρόπο όλα τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα της περιόδου. Το πλήθος παρ’ όλα αυτά των χρονολογούμενων στη Ρωμαϊκή περίοδο και την περίοδο της Ύστερης Αρχαιότητας ευρημάτων από τον χώρο της Ολυμπίας (κτίρια, ψηφιδωτά δάπεδα, τοιχογραφίες και μικροευρήματα) απέδειξε πως η προσέγγιση αυτή ήταν λανθασμένη, καθώς η παρουσία τους μαρτυρά την εντατική χρήση του ιερού τόπου ή τη συνέχιση της κατοίκησής του κατά τη διάρκεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορικής εποχής, της Ύστερης Αρχαιότητας και του Πρώιμου Μεσαίωνα.
Στο πνεύμα της παραπάνω διαπίστωσης, στην ανασκαφική περίοδο που ξεκίνησε το 1985 υπό τη γενική διεύθυνση του Helmut Kyrieleis εντάχθηκε από το 1987 και ένα ερευνητικό πρόγραμμα υπό τη διεύθυνση του καθ. Ulrich Sinn, που εστίασε στην εξέλιξη του ιερού κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους και την Ύστερη Αρχαιότητα. Στο πλαίσιό του μελετήθηκαν ευρήματα τόσο των νέων όσο και των παλαιών ανασκαφών, της πρώτης κυρίως ανασκαφικής περιόδου, οπότε και είχε γίνει συστηματική καταγραφή του υλικού και συντάχθηκαν εκτεταμένες τοπογραφικές μελέτες του ιερού των ρωμαϊκών χρόνων και του χριστιανικού οικισμού και των τάφων του. Τα αποτελέσματα των ερευνών του προγράμματος δημοσιεύθηκαν —πέρα από τις προκαταρκτικές αναφορές και διάφορα εξειδικευμένα άρθρα— σε τόμο της σειράς Olympische Forschungen με τίτλο «Olympia in frühbyzantinischer Zeit» του Thomas Völling με τη συνεργασία των Holger Baitinger, Sabine Ladstätter, Arno Rettner και Martin Miller, που εκδόθηκε το 2018.
Στοιχεία οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης του βυζαντινού οικισμού της Ολυμπίας
Τα αρχαιολογικά δεδομένα που σχετίζονται με τον χριστιανικό οικισμό της Ολυμπίας και η μελέτη και ερμηνεία αρκετών από τα σχετικά ευρήματα παρέχουν πληθώρα στοιχείων για την οικονομική και κοινωνική οργάνωσή του και επιτρέπουν την εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με τον τρόπο ζωής των κατοίκων του.
Βάση της οικονομίας της κοινωνίας της Ολυμπίας την περίοδο αυτή είναι αναμφίβολα η αγροτική παραγωγή. Τόσο από τις παλαιές όσο και από τις σύγχρονες έρευνες προέκυψε και μελετήθηκε ένας ικανός αριθμός αγροτικών εργαλείων, τα οποία, τόσο από τα ανασκαφικά δεδομένα όσο και από την τυπολογία τους, χρονολογήθηκαν στον 5ο και 6ο αιώνα μ.Χ. και συνδέθηκαν με τον βυζαντινό οικισμό. Βρέθηκαν εργαλεία για την καλλιέργεια της γης, όπως υνιά, τσάπες, αξίνες, φτυάρια, τσεκούρια, και εργαλεία θερισμού, όπως δρεπάνια και κλαδευτήρια. Η εκτεταμένη αμπελοκαλλιέργεια για την παραγωγή κρασιού μαρτυρείται εξάλλου και από την ύπαρξη τουλάχιστον 19 ληνών, οι οποίοι έχουν εντοπιστεί σε όλη την έκταση της ανασκαφής. Η καλλιέργεια δημητριακών μαρτυρείται επίσης έμμεσα από την εύρεση μεγάλου αριθμού χειρόμυλων σε όλο τον αρχαιολογικό χώρο, ενώ λείπουν οι ενδείξεις για την παραγωγή ελαιόλαδου.
Πέρα από την πρωτογενή παραγωγή, η οικονομία του οικισμού στηριζόταν σε μεγάλο βαθμό και στη δευτερογενή, όπως μαρτυρεί η ύπαρξη εργαστηρίων διαφόρων ειδών, χρονολογούμενων σε αυτήν την περίοδο. Φούρνοι και καμίνια, στα όρια του οικισμού για τον κίνδυνο της φωτιάς, πήλινες μήτρες και ασβεστοκάμινοι, χάλκινα και σιδερένια αντικείμενα καθώς και εκκαμινεύματα μετάλλων που έχουν βρεθεί αποτελούν ενδείξεις μιας ανθηρής τοπικής εργαστηριακής παραγωγής. Περισσότερα είναι τα στοιχεία που έχουν δώσει οι ανασκαφικές έρευνες των τελευταίων ετών και η παράλληλη μελέτη των ευρημάτων της εξεταζόμενης περιόδου σε σχέση με τα εργαστήρια κεραμικής του οικισμού, ενώ σημαντικές είναι και οι ενδείξεις για την ύπαρξη σιδηρουργείων. Από αυτά μπορούμε να συμπεράνουμε την ύπαρξη μιας ανθηρής τοπικής παραγωγής, που καθιστούσε, σε μεγάλο βαθμό τουλάχιστον, αυτάρκη την υπάρχουσα κοινότητα.
Οι κάτοικοι του οικισμού επίσης συμμετείχαν, έστω και σε μικρό βαθμό, σε ένα εκτεταμένο δίκτυο εμπορικών σχέσεων. Αυτό φανερώνεται τόσο από τα ευρεθέντα νομίσματα όσο και από τα κεραμικά είδη που εισάγονταν είτε ως αυτόνομα αντικείμενα είτε ως αγγεία μεταφοράς προϊόντων από ένα ευρύ σύνολο άλλων περιοχών παραγωγής, το οποίο κάλυπτε το μεγαλύτερο μέρος της Ανατολικής Μεσογείου και της Βόρειας Αφρικής.
Από τις επιγραφές της εκκλησίας άλλωστε πληροφορούμαστε και για άλλα επαγγέλματα των μελών της χριστιανικής κοινότητας της Ολυμπίας, εκκλησιαστικά αλλά και κοσμικά, όπως του αναγνώστη, μέλους του κατώτερου κλήρου, του «εμφυτευτή της κτήσεως», του επί μισθώσει της γης δηλαδή αγρότη, και του μαρμαράριου, του πελεκητή δηλαδή του μαρμάρου.
Όσον αφορά στην κοινωνική οργάνωση της ζωής του οικισμού, ως βασικότερο χαρακτηριστικό της προβάλλει η έντονη παρουσία και σημασία του χριστιανισμού. Τη σημασία αυτή φανερώνουν εκτός από την εκκλησία και ένας σχετικά μεγάλος αριθμός αντικειμένων με σαφή χριστιανικά σύμβολα. Λυχνάρια, θυμιατήρια, σφραγίδες άρτων, αρκετά κοσμήματα ή διακοσμητικά ενδυμάτων που έχουν βρεθεί φέρουν χριστιανικά σύμβολα. Από αυτά αξίζει να αναφερθούν ενδεικτικά μερικά. Τα εργαλεία με ξεκάθαρα χριστιανικά σύμβολα από τον βυζαντινό οικισμό αρχίζουν να εμφανίζονται στα μέσα του 5ου αιώνα. Τα περισσότερα ευρήματα ανήκουν μάλιστα στον 6ο αιώνα, όπως για παράδειγμα μια χάλκινη ράβδος με τα σύμβολα του σταυρού και του πουλιού ή μια αρτοσφραγίδα με την ευχή Η ΕΥΛΟΓΙΑ ΕΦ ΗΜΑΣ. Χαρακτηριστικό είναι άλλωστε το χάραγμα του χριστιανικού συμβόλου του ψαριού στον τοίχο του λεγόμενου «Κτιρίου με την περίστυλη αυλή» στο δυτικό τμήμα του ιερού, που χρονολογείται στον 6ο αιώνα μ.Χ. Επίσης, στον χώρο των θερμών βόρεια του Πρυτανείου βρέθηκε και ένα μοναδικό στην Ολυμπία λυχνάρι, το οποίο φέρει στον δίσκο την εγχάρακτη επιγραφή ΦΩC ΧΡΙCΤΟΥ και στη βάση τα γράμματα Α και Ω, καθώς και άλλα εισαγόμενα αγγεία με χριστιανικά σύμβολα.
Τη νέα εποχή του χριστιανισμού στην Ολυμπία πιστοποιούν επίσης οι τουλάχιστον 337 ταφές της περιόδου που έχουν εντοπιστεί σε ολόκληρη την έκταση των ανασκαφών. Οι κύριοι τύποι τάφων είναι οι κιβωτιόσχημοι (από λίθινες πλάκες) και οι κεραμοσκεπείς, ωστόσο έχουν βρεθεί και απλά ορύγματα, ένας κτιστός τάφος (στους εσωτερικά σοβατισμένους τοίχους του οποίου σώζονται απεικόνιση εδαφίου της Βίβλου και χαράγματα σταυρών) και μια πιθοειδής ταφή. Εκτός από πέντε τάφους με προσανατολισμό Β–Ν, όλοι οι άλλοι είναι προσανατολισμένοι στον άξονα Α–Δ με τον νεκρό τοποθετημένο εκτάδην με το κεφάλι προς τη Δύση, ώστε να κοιτά προς την Ανατολή. Κτερίσματα βρέθηκαν σε 72 ταφές, κυρίως σε κιβωτιόσχημους τάφους. Το παλαιότερα χρονολογημένο κτέρισμα είναι μια πόρπη από αγκράφα υποδήματος, η οποία χρονολογείται στο β’ μισό του 5ου αιώνα.
Πληροφορίες για το επίπεδο της καθημερινής ζωής των κατοίκων του οικισμού της Ολυμπίας κατά την εξεταζόμενη περίοδο μας δίνουν και κάποια ιδιαίτερα ευρήματα των ανασκαφών, όπως είναι τα κοσμήματα. Ένα ασημένιο δακτυλίδι και ένα χάλκινο βραχιόλι του 6ου αιώνα με εγχάρακτες χριστιανικές επιγραφές (ΧΡΙC/ΤΕΒΟ/ΗΘ και † Κ(ύρι)ε, βοηθη+ τη φορούση αντίστοιχα) φανερώνουν εκτός από τη θρησκευτικότητα των κατόχων τους κάποια ευμάρεια και καλαισθησία. Δείγμα υψηλού βιοτικού επιπέδου αποτελεί άλλωστε και η εισαγωγή πολυτελών ειδών, η οποία εξακολουθεί να υπάρχει παράλληλα με την τοπική παραγωγή, παρότι και οι δύο παρουσιάζουν μείωση στη φάση του δεύτερου οικισμού, όπως και η ύπαρξη διαφόρων γυάλινων αγγείων και λύχνων. Τέλος, τα εργαλεία καλλωπισμού και τα εξαρτήματα των ενδυμάτων (περόνες, πόρπες) δείχνουν ότι οι κάτοικοι ακολουθούσαν τις επιταγές της μόδας παρά την απομόνωση της περιοχής. Τα παραπάνω μαρτυρούν την ύπαρξη πολλών εύπορων μελών στην κοινότητα της Ολυμπίας, ίσως μεγάλων γαιοκτημόνων, ιδιοκτητών εκτάσεων εύφορης γης στην εγγύτερη ενδοχώρα της, οι οποίοι διαβιούν δίπλα σε φτωχότερα μέλη, απλούς αγρότες ή τεχνίτες και άλλους. Επίσης άξια αναφοράς είναι και η εύρεση στον οικισμό μεγάλου αριθμού υφαντικών βαρών, τα οποία υποδεικνύουν παραγωγή υφασμάτων.
Τέλος, παρότι ο χαρακτήρας του οικισμού της Ολυμπίας είναι οπωσδήποτε κατά κύριο λόγο χριστιανικός, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε τη συνύπαρξη των χριστιανών κατοίκων με εθνικούς, σε μια εποχή μάλιστα που συνεχίζεται έντονα στην Πελοπόννησο ο διάλογος της ειδωλολατρίας με τον Χριστιανισμό.
Είναι φανερό ότι, παρά τα όσα ανοιχτά στην έρευνα ερωτήματα αφήνει ο χριστιανικός οικισμός που ιδρύθηκε στον χώρο του αρχαίου ιερού της Ολυμπίας κατά την Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο, αυτός εντάσσεται με ευκολία στο γενικότερο πλαίσιο των γνώσεων που έχουμε σήμερα για τους οικισμούς της περιόδου, που σηματοδοτούν τη μετάβαση από τον αρχαίο κόσμο στο Βυζάντιο και σε μια ζωή με διαφορετική θεώρηση και φιλοσοφία.