«Η απομόνωση του τοπίου διέσωσε για εμάς μια ελληνική οχυρωμένη πόλη στην καλύτερη κατάσταση και μεγαλύτερη πληρότητα από οποιαδήποτε άλλη… ένα μέρος, που όσοι το έχουν δει, το αναπολούν με θαυμασμό και τείνουν να επιστρέφουν». Με τα λόγια αυτά περιγράφει ο Βρετανός αρχαιολόγος E.F. Benson το αρχαίο φρούριο των Αιγοσθένων σε άρθρο που δημοσιεύει στα τέλη του 19ου αιώνα.
Ακόμη και σήμερα, το φρούριο των Αιγοσθένων, στο Πόρτο Γερμενό της Δυτικής Αττικής, αποτελεί ένα από τα επιβλητικότερα και εντυπωσιακότερα αρχαία φρούρια στον ελλαδικό χώρο.
Η θέση που επελέγη για να κτιστεί η αρχαία πόλη των Αιγοσθένων βρίσκεται σε ένα τοπίο μοναδικού φυσικού κάλλους. Περιβάλλεται από ορεινούς όγκους που της παρέχουν γεωγραφική απομόνωση και φυσική προστασία, ενώ παράλληλα η άμεση πρόσβαση στη θάλασσα της ανοίγει ορίζοντες επικοινωνίας. Συγκεκριμένα, η αρχαία πόλη είναι κτισμένη στην ανατολική πλευρά του Κορινθιακού κόλπου, στον όρμο των Αιγοσθένων, και περιβάλλεται από τις οροσειρές του Κιθαιρώνα προς βορρά, του Μύτικα προς νότο και του Μακρού όρους προς τα νοτιοδυτικά. Η θέση θεωρείται στρατηγικής σημασίας λόγω της εγγύτητάς της —σε απόσταση μόλις 10 χλμ.— με έναν από τους κύριους στρατιωτικούς δρόμους ο οποίος, διερχόμενος από τη βόρεια Μεγαρίδα, συνέδεε την Πελοπόννησο με τη Βοιωτία.
Η θέση της αρχαίας πόλης των Αιγοσθένων φαίνεται να έχει χρησιμοποιηθεί από τα γεωμετρικά έως τα μεταβυζαντινά χρόνια.
Το φρούριο κτίστηκε στο β’ μισό του 4ου αιώνα π.Χ. προσδίδοντας στη θέση οχυρωματικό χαρακτήρα. Αποτελείται από την ακρόπολη και την κάτω πόλη, η οποία προστατευόταν από μακρά τείχη που φθάνουν μέχρι τη θάλασσα.
Η ακρόπολη είναι κτισμένη σε χαμηλό λόφο, σε απόσταση 450 μ. από τη θάλασσα. Έχει ορθογώνιο σχήμα (190×80 μ.) και ορίζεται περιμετρικά από περίβολο με πύργους. Η ανατολική της πλευρά σώζεται σε μεγάλο ύψος, ενισχύεται από τέσσερις πύργους και έχει μικρή πυλίδα.
Το πλέον εντυπωσιακό χαρακτηριστικό του φρουρίου είναι ο πύργος της νοτιοανατολικής γωνίας της ακρόπολης, ο οποίος ήταν ο μεγαλύτερος και ψηλότερος πύργος του φρουρίου. Είναι σήμερα αναστηλωμένος στην πλήρη μορφή του και προσβάσιμος εσωτερικά και στους τρεις ορόφους του.
Η ακρόπολη συνδεόταν με το λιμάνι με μακρά τείχη, τα οποία περιλάμβαναν τουλάχιστον επτά πύργους και δύο πύλες. Από τα τείχη μόνο το βόρειο είναι σήμερα ορατό.
Στα Αιγόσθενα μαρτυρείται λατρεία του μάντη και θεραπευτή Μελάμποδα, το ιερό του οποίου εκτιμάται ότι βρίσκεται κάτω από την ακρόπολη, στο χώρο εντός των μακρών τειχών.
Ένδειξη για τη συνέχιση της κατοίκησης κατά τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους αποτελεί η πεντάκλιτη βασιλική του 5ου αιώνα. Στην Ύστερη Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή περίοδο, ο χώρος της ακρόπολης φιλοξένησε μοναστήρι, από το οποίο σώζονται ερείπια κελιών, καθώς και το καθολικό.
Το 1981, ο ισχυρός σεισμός των Αλκυονίδων στον Κορινθιακό κόλπο επέφερε σημαντικές βλάβες και καταρρεύσεις σε όλο το φρούριο.
Από το 2011 το Υπουργείο Πολιτισμού έχει ξεκινήσει σημαντικά έργα αναστήλωσης και αποκατάστασης του φρουρίου.
Συγκεκριμένα, το 2011 ξεκίνησε το έργο αναστήλωσης του Νοτιοανατολικού Πύργου της ακρόπολης (Π1) που χρηματοδοτήθηκε από το ΕΣΠΑ – Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Αττική 2007–2013» και εκτελέστηκε με αυτεπιστασία αρχικά από την Γ’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων και στη συνέχεια από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Αθηνών. Το έργο ολοκληρώθηκε στα τέλη του 2016 και πριν από περίπου ένα χρόνο εγκαινιάστηκε από την αρμόδια για το χώρο Εφορεία Αρχαιοτήτων Δυτικής Αττικής και άνοιξε ο χώρος για το κοινό.
Το 2013 ξεκίνησε το έργο αναστήλωσης του Βορειοανατολικού Πύργου της ακρόπολης (Π4) με χρηματοδότηση από το ΕΣΠΑ και εκτέλεση από τη Διεύθυνση Αναστήλωσης Αρχαίων Μνημείων. Το έργο αναμένεται να ολοκληρωθεί έως το τέλος του έτους. Στο πλαίσιο του έργου εκτελέστηκε υποέργο αρχαιολογικών εργασιών από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Αθηνών.
Από το 2018 ξεκίνησαν πρόδρομες εργασίες για την αναστήλωση του Μεσοπυργίου 3-4 — του τμήματος δηλαδή του τείχους που παρεμβάλλεται μεταξύ των Πύργων 3 και 4 της ακρόπολης. Οι εργασίες εκτελούνται από τη Διεύθυνση Αναστήλωσης Αρχαίων Μνημείων σε συνεργασία με την Εφορεία Αρχαιοτήτων Δυτικής Αττικής.
Επιπλέον, στην παρούσα φάση η Εφορεία Αρχαιοτήτων Δυτικής Αττικής προχωρά στην υποστύλωση των βυζαντινών κελιών στην ακρόπολη του φρουρίου, ενώ παράλληλα προετοιμάζει την ολοκληρωμένη μελέτη αναστήλωσης και αποκατάστασης του συγκροτήματος των βυζαντινών κελιών και του αρχαίου Πύργου 2, με στόχο την υλοποίηση του συγκεκριμένου έργου στο πλαίσιο συγχρηματοδοτούμενου προγράμματος.
Συνοπτική ιστορία της πόλης
Σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές, τα Αιγόσθενα αποτελούσαν κώμη που ανήκε γεωγραφικά και διοικητικά στην πόλη–κράτος των Μεγάρων, τουλάχιστον έως τα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ.. Το φρούριο, που χρονολογείται στο β’ μισό του 4ου αιώνα π.Χ., πιθανολογείται ότι κτίστηκε από τους Μεγαρείς με τη βοήθεια των συμμάχων τους Αθηναίων, προκειμένου να δημιουργηθεί μια οχυρή θέση στα βορειοδυτικά σύνορα της Αττικής για να αναχαιτισθούν τα στρατεύματα των Μακεδόνων υπό τον Φίλιππο Β’.
Επιγραφή μαρτυρεί ότι στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. εγκαταστάθηκε στα Αιγόσθενα μακεδονική φρουρά του βασιλέως Δημητρίου του Πολιορκητή, υπό Βοιώτιο φρούραρχο. Σε αυτή την επιγραφή στηρίχτηκε η άποψη ότι ίσως τα Αιγόσθενα οχυρώθηκαν από τον Δημήτριο. Η πόλη παραμένει την εποχή εκείνη στην επικράτεια των Μεγάρων, όπως αποδεικνύεται από το γεγονός ότι η συγκεκριμένη επιγραφή αποτελεί τιμητικό ψήφισμα που εκδίδουν τα Μέγαρα προς τον επικεφαλής Βοιώτιο φρούραρχο των Αιγοσθένων, ο οποίος ήταν στην υπηρεσία του Δημητρίου του Πολιορκητή.
Τον 3ο αιώνα π.Χ. η πόλη αυτονομείται και στα τέλη του ίδιου αιώνα εντάσσεται ως αυτόνομη πόλη στο Κοινό των Βοιωτών, όπου παραμένει πιθανώς έως τα μέσα του 2ου αιώνα π.Χ.
Στα ρωμαϊκά χρόνια, η πόλη συνδέεται με τον αυτοκράτορα Αδριανό, ο οποίος αναφέρεται σε επιγραφή ως «οικιστής».
Ενεπίγραφο βάθρο του 4ου αιώνα μ.Χ. συνδέει την πόλη με τον Φλάβιο Κλαύδιο Κωνσταντίνο, γιο του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Στην περίοδο αυτή ανήκουν πιθανόν κάποιες ανακατασκευές σε τμήματα των τειχών. Η κατοίκηση της πόλης συνεχίζεται τον 5ο–6ο αιώνα, όπως μαρτυρείται από την πεντάκλιτη παλαιοχριστιανική βασιλική που ανασκάφηκε στην κάτω πόλη, καθώς και από οικιστικά κατάλοιπα που εντοπίζονται εντός του φρουρίου και κατά μήκος του βόρειου σκέλους.
Επάνω στα ερείπια της παλαιοχριστιανικής βασιλικής, χτίστηκε στη Μεσοβυζαντινή περίοδο το ναΰδριο της Παναγίας ή Αγίας Άννας.
Στην Ύστερη Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή περίοδο, στο χώρο της ακρόπολης λειτούργησε μονή με καθολικό το ναό του Αγίου Γεωργίου. Ως χώροι διαμονής και χρήσης από τους μοναχούς λειτούργησαν τα κελιά που διαμορφώθηκαν στο Μεσοπύργιο 1–2, καθώς και στο εσωτερικό του Νοτιοανατολικού Πύργου.
Αναφορές της πόλης των Αιγοσθένων στον Ξενοφώντα
Η πόλη των Αιγοσθένων αναφέρεται δύο φορές στο έργο του Ξενοφώντος Ελληνικά, ως σταθμός του στρατού των Σπαρτιατών κατά τη διέλευσή τους από την περιοχή:
Η πρώτη αναφορά γίνεται με αφορμή την ισχυρή ανεμοθύελλα που συνάντησε ο στρατός των Σπαρτιατών στην περιοχή, περιστατικό που τοποθετείται στο 378 π.Χ. Σύμφωνα με την περιγραφή του Ξενοφώντος, ο στρατός των Σπαρτιατών με επικεφαλής τον Κλεόμβροτο επιστρέφοντας στην πατρίδα έπειτα από εκστρατεία σε θηβαϊκά εδάφη, βγαίνοντας από την Κρεύση και διασχίζοντας το βουνό που κατεβαίνει μέχρι τη θάλασσα, συνάντησαν πρωτοφανή θύελλα που μερικοί τη θεώρησαν σημαδιακή για το μέλλον. Η θύελλα ήταν τόσο βίαιη, ώστε εκτός πολλών άλλων γκρέμισε πολλά γαϊδούρια μαζί με το φορτίο τους και άρπαξε και πέταξε στη θάλασσα πολλά όπλα. Τελικά πολλοί, μην μπορώντας να βαδίσουν με τον οπλισμό τους, άφησαν στην κορυφή τις ασπίδες τους, τοποθετημένες ύπτια και γεμάτες πέτρες, και κατέβηκαν για να διανυκτερεύσουν στα Αιγόσθενα. Την άλλη μέρα επέστρεψαν, πήραν τις ασπίδες και συνέχισαν το δρόμο τους.
Η δεύτερη αναφορά του Ξενοφώντος στα Αιγόσθενα γίνεται με αφορμή τα γεγονότα μετά τη μάχη των Λεύκτρων το 371 π.Χ. Οι Λακεδαιμόνιοι, μετά την ήττα τους από τους Θηβαίους και έχοντας συμφωνήσει ανακωχή μαζί τους, έφυγαν μέσα στη νύχτα και ακολουθώντας τον δύσβατο δρόμο της Κρεύσιδος έφτασαν στα Αιγόσθενα, όπου συναντήθηκαν με το στρατό του Αρχιδάμου. Αυτός περίμενε ώσπου να παρουσιαστούν όλοι οι σύμμαχοι και κατόπιν πήρε ολόκληρο το στράτευμα μαζί ώς την Κόρινθο.
Και στις δύο αναφορές υποδεικνύεται η στρατηγική θέση των Αιγοσθένων, πλησίον ενός από τους κύριους στρατιωτικούς οδικούς άξονες της αρχαιότητας.
Το ιερό του Μελάμποδος
Στην πόλη των Αιγοσθένων μαρτυρείται ιερό αφιερωμένο στο μάντη και θεραπευτή σωμάτων και ψυχών Μελάμποδα.
Ο περιηγητής Παυσανίας αναφερόμενος στα Αιγόσθενα μιλά μόνο για το ιερό αυτό, αποδίδοντάς του ιδιαίτερη σημασία. Συγκεκριμένα γράφει: «Στα Αιγόσθενα υπάρχει ιερό του Μελάμποδα, του γιου του Αμυθάονα, και παράσταση ενός άνδρα, όχι μεγάλη, σκαλισμένη πάνω σε στήλη. Για τον Μελάμποδα υπάρχει θυσία και μια εορτή που γίνεται κάθε χρόνο. Αυτός λένε πως δεν προμηνύει το μέλλον ούτε με όνειρα ούτε με κανένα άλλο τρόπο».
Σύμφωνα με το μύθο, όταν ο Μελάμπους γεννήθηκε, η μητέρα του τον απόθεσε κάτω από μία συστάδα δέντρων και ενώ η σκιά των δέντρων προστάτευε το σώμα του, τα πόδια του έμειναν έκθετα στον ήλιο και μαύρισαν. Γι’ αυτό ονομάστηκε Μελάμπους, δηλαδή αυτός που έχει μαύρα πόδια.
Σε νόμισμα των Αιγοσθένων, κομμένο στα αυτοκρατορικά χρόνια, απεικονίζεται ένα παιδί που θηλάζει από κατσίκα. Ίσως υπήρχε κάποια τοπική παράδοση για ένα παιδί που το εγκατέλειψαν στον Κιθαιρώνα —ο Μελάμπους (;)— και που μεγάλωσε εκεί τρεφόμενο από θεόσταλτη αίγα. Ο μύθος που απεικονίζεται στο νόμισμα συνδέεται πιθανότατα με το όνομα που δόθηκε στην πόλη, το πρώτο συνθετικό του οποίου προέρχεται από τη λέξη «αἴξ».
Η θέση του ιερού δεν είναι γνωστή. Εκτιμάται ότι βρίσκεται στην κάτω πόλη, στον εντός των μακρών τειχών χώρο.
Επιγραφές επιβεβαιώνουν την ύπαρξη ιερού αφιερωμένου στον Μελάμποδα στην πόλη των Αιγοσθένων και τη διοργάνωση αγώνων στη γιορτή που γινόταν κάθε χρόνο προς τιμήν του. Το ιερό φαίνεται πως ήταν ιδιαίτερα σημαντικό και για την πολιτική ζωή της πόλης, καθώς αποτελούσε τον επίσημο χώρο όπου στήνονταν τα ψηφίσματα του δήμου.
Περιήγηση στο χώρο
Η διαδρομή περιήγησης που προτείνεται στους επισκέπτες ξεκινάει από την ανατολική πλευρά του φρουρίου. Ασφαλτοστρωμένος δρόμος οδηγεί από την παραλιακή οδό του Αγίου Νικολάου στα ανατολικά της ακρόπολης. Ακολουθώντας την πινακίδα του αρχαιολογικού χώρου, ο επισκέπτης αφήνει τον ασφαλτοστρωμένο δρόμο και οδηγείται προς τα αριστερά, σε χωμάτινη οδό που καταλήγει σε μικρής έκτασης ελεύθερο χώρο στάθμευσης οχημάτων, εξωτερικώς της ανατολικής πλευράς του φρουρίου. Στο χώρο αυτό έχει δημιουργηθεί σημείο θέασης και πληροφόρησης ΑμΕΑ, με δύο ενημερωτικές πινακίδες, εκ των οποίων η μία σε γραφή Braille.
Ακολουθεί χωμάτινο μονοπάτι προς την αρχαία πυλίδα, πλησίον του Πύργου 2, από την οποία ο επισκέπτης εισέρχεται στο εσωτερικό του φρουρίου.