Η αρχαία Άμφισσα συμπίπτει με τη σύγχρονη πόλη που είναι κτισμένη ανάμεσα στον Παρνασσό και τη Γκιώνα, στις υπώρειες του πρόβουνου Έλατος. Η πόλη απλωνόταν στην πεδιάδα του άνω ρου του ποταμού Ύλαιθου, στη συμβολή φυσικών χερσαίων δρόμων ανάμεσα σε ορεινούς όγκους — δρόμων που χρησιμοποιήθηκαν για τις μετακινήσεις των φύλων, για στρατιωτικές επιχειρήσεις αλλά και για εμπορικούς σκοπούς μέχρι τους νεότερους χρόνους. Το γεγονός αυτό είχε καθοριστική σημασία για την ανάπτυξη της Άμφισσας ως της «μεγίστης και ονομαστοτάτης» πόλης των Λοκρών, σύμφωνα με τον περιηγητή Παυσανία.
Χτισμένη «υπέρ του Κρισαίου πεδίου», όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος, και στην απόληξη του φυσικού διαδρόμου ο οποίος, μέσα από τα περάσματα της αρχαίας Δωρίδας και Φωκίδας, συνέδεε οδικά τον Μαλιακό με τον Κορινθιακό κόλπο από τα μυκηναϊκά μέχρι τα νεότερα χρόνια, μπορούσε να επικοινωνεί με τους Δελφούς, το σημαντικό λιμάνι της Κίρρας, την υπόλοιπη δυτική Λοκρίδα, την Πελοπόννησο, καθώς και την Κεντρική και Βόρεια Ελλάδα.
Πατρίδα του ποιητή Αρχύτα και του ολυμπιονίκη Ξενοφάνη, σύμφωνα με τον μύθο πήρε το όνομά της από την κόρη του βασιλιά Μάκαρος και εγγονή του Αιόλου, Άμφισσα, η οποία υπήρξε αγαπημένη του θεού Απόλλωνα. Ως μυθικοί οικιστές της θεωρούνταν ο βασιλιάς της Καλυδώνας Ανδραίμων και η σύζυγός του Γόργη. Φιλολογικές μαρτυρίες αποδίδουν στον Αριστοτέλη την ερμηνεία του ονόματός της από το ρήμα αμφιέννυμι (=περιβάλλω, περικλείω) λόγω του φυσικού περιβάλλοντος το οποίο διαμορφώνουν τα βουνά που περικλείουν την πόλη, «Άμφισσαν δ’ ωνόμασαν διά το περιέχεσθαι τον τόπον όρεσιν» (Rose, Aristotelis fragmenta, 562).
Με το πέρασμα των χρόνων το αρχαίο όνομα ξεχάστηκε. Η πόλη πιθανόν τον 10ο αιώνα ονομάστηκε Σάλωνα, σύμφωνα με μια εκδοχή από τη φράση «έσω αλώνια», ενώ στα χρόνια της Φραγκοκρατίας πήρε το όνομα La Sole και στην Καταλανοκρατία La Sola. Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας, με το διάταγμα του βασιλιά Όθωνα της 8ης (20ής) Απριλίου 1835, η πόλη πήρε ξανά το αρχαίο όνομά της.
Τις βασικότερες πληροφορίες για τα μνημεία της Άμφισσας μας τις παρέχει ο περιηγητής Παυσανίας στα Φωκικά του, αλλά και νεότεροι περιηγητές όπως οι Spon και Wheler, Pouqueville, Leake, Dodwell κ.ά., οι οποίοι μας δίνουν σημαντικές πληροφορίες για τα μνημεία της πόλης που ήταν ορατά στις μέρες τους.
Ο περιηγητής Παυσανίας, τον 2ο αιώνα μ.Χ., επισκέφθηκε την Άμφισσα και τη χαρακτήρισε ως την πιο μεγάλη και ονομαστή πόλη των Λοκρών. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην πόλη κατέγραψε λιγοστές πληροφορίες για τα μνημεία της. Μνημονεύει τους τάφους της επώνυμης ηρωίδας της πόλης, Άμφισσας, και των οικιστών της, Ανδραίμονα και Γόργης, που πρέπει να ήταν ομόταφοι, και αναφέρει ότι στην ακρόπολη υπήρχε ναός της θεάς Αθηνάς με χάλκινο άγαλμά της το οποίο, σύμφωνα με τους Αμφισσείς, το έφερε μαζί του ως λάφυρο από την Τροία ο βασιλιάς Θόας, γιος του Ανδραίμονα και της Γόργης. Ιδιαίτερη μνεία κάνει ο Παυσανίας σε μια μυστική τελετή στο πλαίσιο της λατρείας των Ανάκτων παίδων, που άλλοι ταυτίζουν με τους Διόσκουρους, άλλοι με τους Κουρήτες και ορισμένοι με τους Κάβειρους.
Στους νεότερους χρόνους, πολλοί περιηγητές έφταναν στο χωριό Καστρί, τους μετέπειτα Δελφούς, για να γνωρίσουν και να μελετήσουν κυρίως τους Δελφούς, αλλά και τους χώρους και τα μνημεία της ευρύτερης περιοχής. Οι πρώτοι Ευρωπαίοι περιηγητές στα οδοιπορικά τους δίνουν λιγοστές πληροφορίες αρχαιογνωστικού περιεχομένου για την Άμφισσα. Κυρίως επισκέπτονται την περιοχή και αντιγράφουν επιγραφές.
Ο πρώτος από τους Ευρωπαίους περιηγητές που έφτασε στην Άμφισσα ήταν ο Ιταλός μεγαλέμπορος Cyriaque de Pizzicoli [Ciriaco de Pizzicolli], ο επονομαζόμενος Κυριακός της Αγκώνας, ο οποίος από τις 21 Μαρτίου 1436 και για κάποιες ημέρες βρέθηκε στους Δελφούς και επισκέφθηκε τα Σάλωνα (Άμφισσα) όπου κατέγραψε και μελέτησε δύο επιγραφές.
Ιδιαίτερη σημασία για την ιστορία της Άμφισσας είχε η επίσκεψη στην πόλη το 1676 του περιηγητή J. Spon. Ο Spon, που γνώριζε τις σχετικές φιλολογικές πηγές για την Άμφισσα, επισκέφθηκε τον ναό της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος και μελέτησε —όπως αναφέρει ο συνταξιδιώτης του G. Wheler— την ιδιαίτερα σημαντική για την ιστορία του τόπου λατινική επιγραφή του 4ου αιώνα μ.Χ. που βρισκόταν εκεί. Έτσι η πόλη των Σαλώνων ταυτίστηκε με την αρχαία Άμφισσα. Πρόκειται για το διάταγμα του Ρωμαίου ανθύπατου Δέκιμου Σεκουνδίνου προς τους τοπικούς άρχοντες της Άμφισσας με το οποίο επιβάλλεται ο καθαρισμός των αγωγών ύδρευσης και η επαναφορά του νερού στις δημόσιες δεξαμενές από τις οποίες το είχε εκτρέψει προς όφελός του o Εσπέριος, κάτοικος της Άμφισσας.
Ο Louis-François-Sebastien Fauvel, o Jacques Foucherot, o Sir William Gell (o οποίος επισκέφθηκε την Άμφισσα το 1804-1806), ο François Pouqueville, ο William Turner και o Thomas Smart Hughes επισκέπτονται την πόλη και περιγράφουν κυρίως τα ερείπια της απόρθητης ακρόπολης.
Τον 19ο αιώνα σημειώνεται η άνθηση του επιστημονικού περιηγητισμού. Tο 1801 φτάνει στην Άμφισσα ο Iρλανδός αρχαιολόγος Εdward Dodwell ο οποίος περιγράφει ορισμένες ορατές αρχαιότητες της πόλης όπως το Κάστρο, ένα ψηφιδωτό δάπεδο με παραστάσεις ζώων, ένα επιτύμβιο μνημείο και άλλα αρχαία κατάλοιπα. Συγκεκριμένα, για τα ταφικά μνημεία αναφέρει «λίγο πιο έξω από την πόλη, κοντά σ’ ένα ρυάκι που το λένε Γατσοπνίχτη, υπάρχει ένα αρχαίο επιτάφιο δωμάτιο κομμένο μέσα σε βράχο. Έχει σχήμα κωνοειδές και μοιάζει με άλλα της Ελλάδας και Ιταλίας. Η σαρκοφάγος που ανοίχτηκε, είναι μέρος του στερεού βράχου. Καλείται λύκου τρούπα και θεωρείται ιερή από τους Τούρκους, οι οποίοι φαντάζονται ότι κάποτε περιείχε οστά ενός αγίου Μουσουλμάνου και προς τιμήν του τοποθετούσαν εκεί αναμμένα κεριά… Κοντά στο επιτύμβιο δωμάτιο υπάρχουν μερικά αρχαία ίχνη και τείχη, ίσως λείψανα άλλων επιτάφιων».
Στο ίδιο ταφικό μνημείο αναφέρεται και ο Jean Alexandre Buchon ο οποίος επισκέπτεται την πόλη το 1840–1841. Συγκεκριμένα αναφέρει: «Kατά μήκος του ποταμού, βρίσκεται ένα μνημείο της αρχαιότητας. Είναι μια σπηλιά εμβαδού έξι τετραγωνικών ποδών σκαλισμένη σε στερεό βράχο. Η πύλη της είναι μεγάλη και ψηλή και στο βάθος είναι ένας συλημένος τάφος. Σύμφωνα με τις τοπικές παραδόσεις, ήταν ο τάφος του Αιγυπτίου Φωκά, ο οποίος έδωσε το όνομά του στη Φωκίδα. Από το σπήλαιο αυτό, ένα πόδι πάνω από το ποτάμι, στους πρόποδες του βουνού, απέναντι από τα Σάλωνα, μπορείτε να δείτε ολόκληρη την κοιλάδα, όπου θα πρέπει ν’ αναπτύχθηκε η αρχαία Άμφισσα, όπου τα τείχη που ακολουθούν την κοίτη του ποταμού, τοποθετούνται περίπου 100 πόδια πιο κάτω». Μέχρι σήμερα είναι ορατό και επισκέψιμο αυτό το φυσικό σπηλαιώδες όρυγμα, γνωστό με το όνομα «Λυκότρυπα».
Η ιστορική εξέλιξη της πόλης πέρα από τις γραπτές πηγές πιστοποιείται και από τις υλικές μαρτυρίες, τα κατά χώραν εναπομείναντα οικοδομικά κατάλοιπα και τα ευρήματα της αρχαιολογικής έρευνας που επιτρέπουν εν μέρει την ανασύσταση της ιστορίας στην περιοχή από τους προϊστορικούς έως τους νεότερους χρόνους. Ξεχωριστή θέση κατέχουν ο θολωτός τάφος στη θέση Άμπλιανος, η οχύρωση της πόλης, τα κτίρια, θρησκευτικά ή κοσμικά, τα οποία κοσμούνται με πολυτελή ψηφιδωτά δάπεδα, τα οικοδομικά λείψανα οικιών και εργαστηρίου, τα νεκροταφεία της, τα οποία μαρτυρούν το επίπεδο οικονομικής ευημερίας της πόλης.