Μια σειρά από τάφους που χρονολογούνται από την Τρίτη Ενδιάμεση Περίοδο (περ. 1077-656 π.Χ.), καθώς και αποθηκευτικούς χώρους για ελαιόλαδο, μέλι και λίπη, εργαστήρια ύφανσης και επεξεργασίας λίθου, κουζίνες και φούρνους αλλά και ένα αρχαίο αιγυπτιακό σχολείο αποκάλυψαν οι ανασκαφές γύρω από το Ραμσείο στη δυτική όχθη του Λούξορ. Η έρευνα διενεργείται από γαλλοαιγυπτιακή αρχαιολογική αποστολή του Τομέα Διατήρησης και Καταγραφής Αρχαιοτήτων του Ανώτατου Συμβουλίου Αρχαιοτήτων, του Γαλλικού Εθνικού Κέντρου Ερευνών και του Πανεπιστημίου της Σορβόννης.
Οι ανασκαφές μέσα στον ναό αποκάλυψαν τον λεγόμενο «Οίκο της Ζωής» του Ραμσείου. Καθώς με το όνομα αυτό εννοούνταν εκπαιδευτικά ιδρύματα που λειτουργούσαν μέσα στους μεγάλους ναούς, το εύρημα αποτελεί την πρώτη απόδειξη ύπαρξης σχολείου εντός του Ραμσείου. Πρόκειται για μια εξαιρετική ανακάλυψη, καθώς αποκαλύφθηκε όχι μόνο η αρχιτεκτονική του διάταξη, αλλά και ένας πλούσιος αρχαιολογικός θησαυρός που περιελάμβανε ζωγραφικές απεικονίσεις και σχολικά παιχνίδια.
Στην ανατολική πλευρά του ναού βρέθηκαν κτήρια που πιθανολογείται ότι χρησιμοποιούνταν ως διοικητικά γραφεία. Στη βόρεια πλευρά βρέθηκαν κτίσματα και αποθηκευτικοί χώροι που χρησίμευαν για την αποθήκευση ελαιολάδου, μελιού και λιπών, όπως υποδηλώνουν και πινακίδες από αμφορείς κρασιού που βρέθηκαν εκεί.
Στη βορειοανατολική περιοχή της ανασκαφής βρέθηκαν πολλοί τάφοι που χρονολογούνται από την Τρίτη Ενδιάμεση Περίοδο. Οι περισσότεροι περιείχαν ταφικούς θαλάμους και φρεάτια με καλά διατηρημένα κανωπικά αγγεία και κτερίσματα, καθώς και σαρκοφάγους τοποθετημένες τη μία μέσα στην άλλη. Βρέθηκαν επίσης 401 πήλινα ταφικά αγαλματίδια ουσάμπτι και διάσπαρτα ανθρώπινα οστά.
Ο Υπουργός Τουρισμού και Αρχαιοτήτων της Αιγύπτου, Σερίφ Φάτι, εξήρε την αποστολή για τις προσπάθειές της να αποκαλύψει νέα μυστικά του Ραμσείου και τον θρησκευτικό και κοινωνικό του ρόλο στην αρχαία Αίγυπτο.
Ο Γενικός Γραμματέας του Ανώτατου Συμβουλίου Αρχαιοτήτων, δρ Μοχάμεντ Ισμαήλ, τόνισε τη σημασία αυτών των ευρημάτων, καθώς φωτίζουν την πολύπλοκη ιστορία του ναού και ανοίγουν νέους δρόμους κατανόησης του ρόλου του στην αρχαία Αίγυπτο. Επισήμανε ότι ο ναός αυτός, που χρονολογείται από την εποχή του Νέου Βασιλείου και ειδικότερα της εποχής των Ραμσιδών (περ. 1292–1069 π.Χ.), λειτουργούσε ως βασιλικό ίδρυμα για την τέλεση θρησκευτικών τελετών αφιερωμένων στον βασιλιά ακόμα και εν ζωή, και έπαιζε σημαντικό διοικητικό και οικονομικό ρόλο.
Τα ευρήματα δείχνουν την ύπαρξη πλήρους ιεραρχικής δομής διοικητικών υπαλλήλων μέσα στον ναό. Ο χώρος δεν ήταν απλώς τόπος λατρείας, αλλά και κέντρο διανομής αποθηκευμένων ή παραγόμενων προϊόντων, που ωφελούσαν τον τοπικό πληθυσμό. Σε αυτόν περιλαμβάνονται και οι εργαζόμενοι για τους βασιλικούς τάφους κάτοικοι του αρχαίου χωριού στη θέση Ντέιρ ελ Μεντίνα, οι οποίοι υπάγονταν στη βασιλική εξουσία στο πλαίσιο του επαρχιακού συστήματος.
Οι επιστημονικές μελέτες επιβεβαίωσαν ότι η τοποθεσία του Ραμσείου κατοικούνταν πριν από την κατασκευή του ναού από τον Ραμσή Β’ και επαναχρησιμοποιήθηκε σε μεταγενέστερες περιόδους. Έπειτα από λεηλασίες, μετατράπηκε σε μια τεράστια ιερατική νεκρόπολη και αργότερα χρησιμοποιήθηκε από λατόμους κατά την Πτολεμαϊκή και Ρωμαϊκή εποχή.
Ο δρ Χισάμ Ελ-Λέιτι, επικεφαλής της αιγυπτιακής πλευράς της αποστολής, ανέφερε ότι η ομάδα κατάφερε να επανανακαλύψει τον τάφο του Σεχετεπιμπρέ, που βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του ναού. Ο τάφος αυτός, ο οποίος χρονολογείται από το Μέσο Βασίλειο (2010-1640 π.Χ.), είχε ανακαλυφθεί για πρώτη φορά το 1896 από τον Βρετανό αρχαιολόγο Κουίμπελ και είναι γνωστός για τις τοιχογραφίες που απεικονίζουν τη νεκρική πομπή του ιδιοκτήτη του τάφου.
Πρόσθεσε ότι η αποστολή συνεχίζει τις ανασκαφές της με την ελπίδα να αποκαλύψει περισσότερα. Πρόσφατα, ολοκληρώθηκε η αποκατάσταση του νότιου τμήματος της Υπόστυλης Αίθουσας μέχρι το Άδυτο του ναού. Στην πρώτη αυλή του ναού συγκεντρώθηκαν όλα τα αρχαιολογικά τμήματα του αγάλματος της Τούγια, μητέρας του Ραμσή Β’, και τοποθετήθηκαν στην αρχική τους θέση. Τα τμήματα του αγάλματος του ίδιου του βασιλιά επανασυναρμολογήθηκαν και οι αποκατεστημένες βάσεις τοποθετήθηκαν στη θέση τους, ενώ έγινε μελέτη της κατάστασης διατήρησης του ίδιου του αγάλματος.
Ο επικεφαλής της αποστολής από τη γαλλική πλευρά, δρ Κριστιάν Λεμπλάνκ, ανέφερε ότι έγιναν επίσης εργασίες αποκατάστασης του βασιλικού ανακτόρου δίπλα στην πρώτη αυλή του ναού. Χάρη στις εργασίες αυτές, έγινε δυνατή η ανασύνθεση της αρχικής κάτοψης του ανακτόρου, παρόλο που έχουν διασωθεί μόνο λίγες βάσεις κιόνων. Αποκαλύφθηκαν πλήρως οι πλίνθινες τοιχοποιίες που σχημάτιζαν αρχικά την κάτοψη, η οποία περιελάμβανε αίθουσα υποδοχής και αίθουσα θρόνου, όπου ο βασιλιάς δεχόταν ακροάσεις κατά τη διαμονή του στο Ραμσείο.
Στην περιοχή του δεύτερου πυλώνα, αποκαλύφθηκε μέρος του γρανιτένιου υπέρθυρου της πύλης, που απεικονίζει τον Ραμσή Β’ θεοποιημένο ενώπιον του θεού Άμμωνα-Ρα, καθώς και απομεινάρια ενός γείσου πάνω στο οποίο στεκόταν αρχικά μια ζωφόρος με απεικονίσεις μπαμπουίνων.
Η αποστολή απομάκρυνε επίσης τις επιχώσεις από τη βόρεια και τη νότια πομπική οδό, αποκαλύπτοντας ευρήματα από την Τρίτη Ενδιάμεση Περίοδο. Διαπιστώθηκε ότι αυτό το τμήμα του ναού αποτελούσε πομπική οδό, με αγάλματα ζώων σε μορφή του θεού Άνουβι να κάθονται πάνω σε μικρά κιβώτια. Πολλά από αυτά τα θραύσματα αγαλμάτων έχουν πλέον συλλεχθεί και αποκατασταθεί.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η γαλλοαιγυπτιακή αποστολή εργάζεται στο Ραμσείο εδώ και 34 χρόνια —από το 1991 μέχρι σήμερα— πραγματοποιώντας ανασκαφές και αποκαταστάσεις σε ολόκληρο τον ναό.