Στις μέρες μας, ο όρος «βανδαλισμός» [σημ. 1], που συνδέεται ετυμολογικά με την αρχαιότητα του φαινομένου που περιγράφει, δεν περιορίζεται μονάχα σε ό,τι γνωρίζαμε μέχρι τώρα, καθώς, πλέον, επιδέχεται ολοένα και περισσότερες ερμηνείες ανάλογα με τα κοινωνικοπολιτικά «συμφραζόμενα». Ενδεικτικό της διαπίστωσης αυτής είναι, μεταξύ άλλων, το γεγονός ότι το 2015 πραγματοποιήθηκε στα Εξάρχεια μία ενδιαφέρουσα έκθεση με τίτλο VANDALISM, η οποία καλούσε είκοσι έξι καλλιτέχνες να γίνουν οι ίδιοι «βάνδαλοι» μέσα από τα έργα τους, προσεγγίζοντας, με τον ανορθόδοξο αυτό τρόπο, τη συγκεκριμένη κοινωνική παθογένεια [σημ. 2]. Άρθρα που έχουν ως αντικείμενό τους την ιστορία του βανδαλισμού κάνουν, επίσης, συχνά λόγο για τον Monet και την αυθόρμητη αντίδρασή του να καταστρέψει με πινέλο και μαχαίρι ένα σύνολο από αποτυχημένους, κατά την άποψή του, πίνακες με νούφαρα, προκειμένου να αποφύγει τη δυσμενή, για τα συγκεκριμένα έργα του, δημόσια κριτική [σημ. 3]. Άλλοι πάλι καλλιτέχνες, όπως ο Βρετανός γλύπτης Anish Kapoor, δεν προσπαθούν να αποφύγουν τη δυσαρέσκεια που προκαλεί το έργο τους στην κοινή γνώμη. Έτσι, όταν το 2015 εγκατέστησε στους κήπους των Βερσαλλιών το γλυπτό του σε σχήμα κόρνου, με την ονομασία «Dirty Corner», το οποίο θεωρήθηκε από τους, κατά τα άλλα φιλότεχνους, Γάλλους πως παραπέμπει στο αιδοίο της Μαρίας Αντουανέτας, ο ίδιος εξέφρασε την άποψη ότι οι εκδηλώσεις βανδαλισμού που αυτό υπέστη, με γκράφιτι και αντισημιτικά συνθήματα τα οποία απευθύνονταν στην Εβραία μητέρα του, έπρεπε να παραμείνουν και να μην απαλειφθούν, ως υπενθύμιση της μισαλλοδοξίας και του ρατσισμού [σημ. 4].
Τα «κίνητρα», «αιτήματα» και «ερεθίσματα» που οδηγούν στον βανδαλισμό ενός έργου τέχνης είναι, συνήθως, προφανή, καθώς αποτελούν απόρροια της αντίδρασης μίας μικρής ή μεγάλης μερίδας ανθρώπων στις εκάστοτε κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις ή και στην τρέχουσα επικαιρότητα. Κάποιες, όμως, φορές αυτά είναι δυσδιάκριτα και δυσερμήνευτα, καθώς εκπορεύονται από ακτιβιστές, αναξιοπαθούντες ή και ψυχικά ασθενείς, οπότε οι λόγοι είναι περισσότερο «ιδιοσυγκρασιακοί». Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η, διάσημη και για τους βανδαλισμούς που έχει υποστεί, «Μόνα Λίζα» του Da Vinci, η οποία το 1956 λιθοβολήθηκε από τον Βολιβιανό άστεγο Ugo Ungaza Villegas, προκειμένου ο τελευταίος, όπως ο ίδιος δήλωσε, να εξασφαλίσει ένα ζεστό κρεβάτι στη φυλακή [σημ. 5].
Στην πόλη του Ηρακλείου Κρήτης βανδαλίζεται συνεχώς, εδώ και δεκαετίες, ενίοτε μάλιστα με ιδιαίτερη σφοδρότητα, το περίτεχνο μαρμάρινο θύρωμα του Δικαστικού Μεγάρου της πόλης, η ιστορία του οποίου δεν είναι παντελώς άγνωστη στην τοπική κοινωνία [σημ. 6]. Γι’ αυτό, εξάλλου, φρόντισε ένας ευαισθητοποιημένος πολίτης, ο Στέλιος Βισκαδουράκης, ο οποίος, μην αντέχοντας να αντικρίζει τις αλλεπάλληλες εικόνες φθοράς του μνημείου, έλαβε την πρωτοβουλία να τοποθετήσει μία πληροφοριακή πινακίδα στην είσοδο του Μεγάρου, με το εξής μήνυμα:
«Θύρωμα (πύλη) της εκκλησίας της μονής του Αγίου Φραγκίσκου του Χάνδακα. Η μαρμάρινη ετούτη πύλη ήταν δώρο στην εκκλησία του Αγίου Φραγκίσκου από τον Κρητικό Πέτρο Φίλαργο, ο οποίος ήταν τρόφιμος της Μονής και στα 1409 ανακηρύχτηκε Πάπας της Ρώμης (ο μόνος Κρητικός Πάπας) με το όνομα Αλέξανδρος Εʼ. Αυτός την έστειλε δώρο από τη Ρώμη στο Ηράκλειο (Χάνδακα) κομμάτι-κομμάτι και την συναρμολόγησαν εδώ. Τοποθετήθηκε σαν πύλη των σημερινών δικαστηρίων, στα τέλη του 19ου αιώνα. Άκου, λάθος σύμβολο καταστρέφεις, αγαπητέ συμπολίτη. Ετούτη η Πύλη μεταφέρθηκε εδώ, για να ομορφύνει την πόλη και να μας θυμίζει ποιοι είμαστε. Για να τη δει στο παρελθόν ο παππούς σου, σήμερα εσύ κι ο πατέρας σου, κι αύριο ο γιος σου.
»Δεν φταίει σε τίποτα και δεν αντιπροσωπεύει καμία αρχή με την οποία εσύ διαφωνείς. Μην την καταστρέφεις. Όταν την κτυπάς, κτυπάς τον εαυτό σου. Αν θες να αντιδράς, να πεις και να βρεις το δίκιο σου, αντέδρασε αλλού κι όχι εδώ, στην ιστορία μας. Εγώ, έβαλα τον μπέτη μου μπροστά και σου μίλησα. Ήθελα να σου το πω και κάμε ό,τι θες. Bάψε την, χάλασε την Πύλη, το οίκημα, κατέστρεψε κι αυτό το κείμενο να μην υπάρχει. Να ξέρεις όμως ότι καταστρέφεις κι εμένα κι εσένα και τα “πιστεύω” μας. Και στα “πιστεύω” μας πρέπει το 2017 να είμαστε μαζί για να εισακουστούμε. Δεν θα εισακουστούμε με καταστροφή αλλά με δημιουργία.
»Σ.Β. Ένας πολίτης αυτής της πόλης. Δηλαδή εσύ, εγώ, ο άλλος, δηλαδή, όλοι μας».
Σύμφωνα, ωστόσο, με τη νεότερη έρευνα, μόνο τα κυκλικά βάθρα, φτιαγμένα από πορφυρό μάρμαρο και κοσμημένα με φύλλα άκανθας, καθώς και τα δυο επίκρανα παραστάδος από γκρίζο μάρμαρο ανάγονται στην Ενετική περίοδο και θα μπορούσαν, ως εκ τούτου, να προέρχονται από τη Μονή του Αγίου Φραγκίσκου, πιθανότατα μάλιστα από διαφορετικά θυρώματά της. Τα υπόλοιπα αρχιτεκτονικά γλυπτά, συμπεριλαμβανομένου του ανθεμωτού υπερθύρου, κατασκευασμένου από το ίδιο υλικό με το εξωτερικό πλαίσιο του θυρώματος, είναι σύγχρονα με την ανακατασκευή του οθωμανικού κτηρίου στο οποίο φιλοξενείται το Δικαστικό Μέγαρο από τη δεκαετία του 1920 μέχρι σήμερα [σημ. 7]. Και μολονότι θα έπρεπε να εκκρεμούν μονάχα η μελέτη και η τεκμηρίωση του περίτεχνου αυτού θυρώματος από τους ειδικούς, εκείνο που προέχει εξακολουθητικά είναι το εξαιρετικά δύσκολο έργο της διάσωσής του όχι τόσο από την αναπόφευκτη φθορά του χρόνου όσο από τις άδικες εις βάρος του «επιθέσεις» που συνεχίζονται αδιάλειπτα, μέχρι πρόσφατα, με την παραμικρή αφορμή. Και αυτό διότι το συγκεκριμένο, διατηρητέο, δημόσιο κτήριο, που βρίσκεται στο κέντρο του αστικού ιστού, έχει μετατραπεί στον κατεξοχήν αποδέκτη της νεανικής παρεκκλίνουσας συμπεριφοράς, η οποία έχει χαρακτήρα αντιστασιακό και εξεγερσιακό, στο πλαίσιο του λεγόμενου πολιτισμικού δυϊσμού, όπως ορίζεται κοινωνιολογικά η διάκριση ανάμεσα στη λαϊκή και τη λόγια πολιτισμική παράδοση [σημ. 8].
Σημειώνεται ότι η διαδικασία αυτή δεν υπάγεται σε κανόνες και στερεότυπα γι’ αυτό και διέπεται από τον αυτοσχεδιασμό και τον αυθορμητισμό των φορέων και «δημιουργών» της, έχοντας χαρακτήρα εναλλασσόμενο, ευμετάβλητο και γι’ αυτό δυναμικό αλλά εφήμερο [σημ. 9]. Συνακόλουθα, το τελικό «προϊόν» είναι απρόσωπο και ανώνυμο, δίχως καμία αισθητική και πρωτοτυπία, συνιστώντας ένα υποπολιτισμικό μόρφωμα (style) που διαφοροποιείται ως «εναλλακτική» μορφή πολιτισμικής και πολιτικής έκφρασης, η οποία, υποτίθεται, προτίθεται να συμβάλει στην επίλυση των κοινωνικών και πολιτικών αδιεξόδων [σημ. 10]. Βεβαίως, αντανακλά μία προσπάθεια επικοινωνίας, εκτόνωσης της νεανικής αντίδρασης και ίσως ακόμη σάτιρας και κοινωνικού μετασχολιασμού με τρόπο όμως παθητικό και ατελέσφορο: μέχρι στιγμής τουλάχιστον καμία πράξη βανδαλισμού έργων τέχνης δεν έχει αλλάξει απολύτως τίποτα στην κοινωνία και στη δημόσια πολιτική [σημ. 11].
Απεναντίας, ο βανδαλισμός, μολονότι δεν αποσκοπεί στο οικονομικό όφελος, προκαλεί την εκούσια και στοχευμένη υποβάθμιση του φυσικού και πολιτισμικού περιβάλλοντος, καθώς συνδέεται με την εκφραστική επιθετικότητα διά της καταστροφής ενός έργου τέχνης, πολλώ δε μάλλον εάν αυτό αποτελεί σύμβολο κοινωνικοπολιτικών, πνευματικών και πολιτισμικών θεσμών. Στην προκειμένη περίπτωση, το θύρωμα του Δικαστικού Μεγάρου Ηρακλείου, ως pars pro toto (μέρος αντί του όλου) του χώρου που στεγάζει τον θεσμό της Δικαιοσύνης, αποκτά ιδιότητες που ως «άψυχο» τέχνεργο δεν «υποχρεούται» να έχει από τη φύση του: έτσι, κάθε φορά που λεκιάζεται με μπογιά «αιμορραγεί» και όταν λιθοβολείται αποκτά «πληγές» που δύσκολα κλείνουν, ενώ κάποιες είναι ανήκεστες [σημ. 12].
Δυστυχώς, το θύρωμα του Δικαστικού Μεγάρου δεν είναι το μόνο μνημείο της πόλης του Ηρακλείου που «κακοποιείται» συστηματικά. Παρόμοιες επιθέσεις έχουν δεχτεί, κατά καιρούς, τα Ενετικά τείχη, ο τάφος του Νίκου Καζαντζάκη [σημ. 13] και ο Μητροπολιτικός Ναός του Αγίου Μηνά [σημ. 14], ενώ είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με την «Έκθεση για τα Περιστατικά εις βάρος χώρων θρησκευτικής σημασίας στην Ελλάδα» της Γενικής Γραμματείας Θρησκευμάτων, το 24% των σχετικών περιστατικών που έλαβαν χώρα κατά το έτος 2021 στη χώρα μας καταγράφηκαν στην Κρήτη [σημ. 15]. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι οι βανδαλισμοί μνημείων και ιστορικών κτηρίων στον αστικό πυρήνα του Ηρακλείου είναι ένα γεγονός με πλούσιο παρελθόν που οι απαρχές του ανάγονται τουλάχιστον στα χρόνια της Οθωμανικής κυριαρχίας και της Κρητικής Πολιτείας [σημ. 16]. Σημειώνεται, μεταξύ άλλων, ότι το 1902 καθαιρέθηκε τμήμα του Ενετικού τείχους στην Πύλη του Αγίου Γεωργίου, το 1904, αντί της ανακαίνισης και μετατροπής του σε μουσείο, αποφασίστηκε η κατεδάφιση του πρώτου ορόφου της ενετικής Loggia [σημ. 17], αφού πρώτα χαρακτηρίστηκε «επικινδύνως ετοιμόρροπος», ενώ την ίδια περίοδο αφανίστηκε ο μικρός Κούλες στον λιμένα του Ηρακλείου. Αποτελεί δε τραγική ειρωνεία το γεγονός ότι, για την ανακατασκευή του κτηρίου των οθωμανικών Κισλάδων, στο κεντρικό τμήμα των οποίων φιλοξενείται το Δικαστικό Μέγαρο Ηρακλείου, χρησιμοποιήθηκε, σύμφωνα με τον τοπικό τύπο της εποχής, αρχαίο οικοδομικό υλικό από την Κνωσό [σημ. 18]:
«Η ενταύθα στρατιωτική διοίκησις, προς τον σκοπόν του να προμηθευθή λίθους χρησίμους εις την οικοδομήν του εν τη πόλει ημών ανεγειρομένου μεγάλου στρατώνος, ενεργεί ανασκαφάς εν τη χώρα της αρχαίας πόλεως Κνωσού. Ιδίως δε αι ανασκαφαί αύται ενεργούνται δυστυχώς εις το μέρος ένθα έκειτο μεγαλοπρεπές τι αρχαίον κτήριον, ούτινος τα σωζόμενα μέρη καταστρέφονται και κατακρημνίζονται. Εκ της οικοδομής λοιπόν ταύτης, οι στρατιώται εξήγαγον μέχρι τούδε κιονόκρανα κορινθιακού ρυθμού και κολοσιαία τμήματα γύσου εκ μαρμάρου, πλην των πολλών επίσης μεγάλων λίθων [σημ. 19]. Του έργου της καταστροφής ταύτης περιελθόντος εγκαίρως εις γνώσιν του προεδρείου του παρ’ ημίν Συλλόγου [σημ. 20], απετάθη τούτο εις τε τον ενταύθα διοικητήν ως και εις την Σεβ. Γεν. Διοίκησιν εξαιτούμενον την αναστολήν της επιτελουμένης καταστροφής, επί βλάβη της επιστήμης και της τέχνης. Ευελπιστούμεν ότι η Α. Εξ. ο Γεν. Διοικητής, επιδειξάμενος μέχρι τούδε τρανά δείγματα άκρου σεβασμού και συντόνου μερίμνης υπέρ της διασώσεως των λειψάνων της αρχαιότητος, θέλει λάβη ως τάχιστα τα κατάλληλα μέτρα προς διάσωσιν τοιούτου πολυτίμου μνημείου της αρχαιότητος».
Περισσότερο από έναν αιώνα μετά, εν έτει 2025, η αγωνία για τη διάσωση των μνημείων του Ηρακλείου εξακολουθεί να είναι μεγάλη. Έχουν, φυσικά, διαφοροποιηθεί οι συνθήκες και τα «μέσα» που οδηγούν στον σύγχρονο βανδαλισμό τους με το αποτέλεσμα να μην αλλάζει εδώ και δεκαετίες. Βεβαίως, υπάρχει, ένα αυστηρό νομικό πλαίσιο προστασίας που καθιστά τον βανδαλισμό των μνημείων ποινικό αδίκημα, ωστόσο το φαινόμενο δεν ανακόπτεται. Προφανώς επειδή, από μόνο του, το νομικό πλαίσιο δεν αρκεί, δίχως μία ολιστική προσέγγιση του προβλήματος, που θα έχει ως βασικό της άξονα την Παιδεία. Στο πλαίσιο αυτό, το Πρωτοδικείο, η Εισαγγελία και ο Δικηγορικός Σύλλογος Ηρακλείου ανέλαβαν τα τελευταία χρόνια την πρωτοβουλία της συλλογής, διάσωσης και μελλοντικής μουσειολογικής αξιοποίησης των κειμηλίων που σχετίζονται με τον θεσμό της Δικαιοσύνης στο Ηράκλειο, ενώ πραγματοποιούνται με συστηματικό πλέον τρόπο επισκέψεις και ξεναγήσεις μαθητικών και φοιτητικών ομάδων στο Δικαστικό Μέγαρο με απώτερο σκοπό την ενημέρωση και την ευαισθητοποίηση των νέων στον τομέα της διάσωσης της πολιτισμικής και πνευματικής κληρονομιάς της πόλης τους [σημ. 21]. Είναι δεδομένο, βέβαια, ότι το κτήριο του Δικαστικού Μεγάρου Ηρακλείου, ακολουθώντας το πεπρωμένο του, μοιάζει αμφιπρόσωπο, καθώς είναι αφενός επιβλητικό ως προς τη θέση και το μέγεθος και αφετέρου ταλαιπωρημένο από την εντατική χρήση και επιφορτισμένο με αντικρουόμενες, συχνά «μυθολογικές» και «μεταφυσικές», εμπειρίες, καθώς επίσης ατομικές και συλλογικές και μνήμες που προκαλούν ανάμικτα συναισθήματα στους «εξωτερικούς» παρατηρητές. Παράλληλα, όμως, δημόσια κτήρια όπως αυτό του Δικαστικού Μεγάρου Ηρακλείου χαρακτηρίζονται διεθνώς στη βιβλιογραφία ως τόποι απρόσμενης μάθησης, καθώς τα ίδια καλούνται να αντιμετωπίσουν σημαντικές προκλήσεις που αφορούν στην ταυτότητά τους και κυρίως στη συνεχή τους διάδραση με τον κοινωνικό τους περίγυρο. Την ίδια στιγμή, το Δικαστικό Μέγαρο εγγράφεται στην κατηγορία των ιστορικών κτηρίων που, καθώς σχετίζονται με την πρακτική εφαρμογή της Δικαιοσύνης, έχουν να μας διηγηθούν πολλά για δύσκολα και αμφιλεγόμενα γεγονότα της τοπικής ιστορίας [σημ. 22]. Στο πλαίσιο αυτό είναι σημαντικό το γεγονός ότι οι νέοι, έπειτα από την ξενάγησή τους, έχουν σχηματίσει διαφορετική και οπωσδήποτε θετική εικόνα για το ιστορικό αυτό κτήριο, καθώς συνειδητοποιούν ότι λειτουργεί αδιαλείπτως εδώ και πολλές δεκαετίες, έχοντας ενσωματώσει στην πλούσια βιογραφία του, τον δικαστικό και νομικό πολιτισμό της τοπικής κοινωνίας, τον οποίο οφείλουν να γνωρίζουν και να σέβονται.
Χριστίνα Παπαδάκη
Αρχαιολόγος, Μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών Πανεπιστημίου Αιγαίου
Δικαστικός Γραμματέας (Πρωτοδικείο Ηρακλείου)