Το συνδρομητικό περιοδικό Αρχαιολογία και Τέχνες μόλις εξέδωσε το νέο του τεύχος (αρ. 146), στο οποίο φιλοξενεί το τρίτο μέρος του αφιερώματος στην Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας–Σπηλαιολογίας (ΕΠΣ). Αυτή τη φορά τα άρθρα εστιάζουν στα σπήλαια της βόρειας Ελλάδας.

Το τεύχος ανοίγει με τη συνέντευξη που παραχώρησε στο περιοδικό ο αρχαιολόγος Φώτης Γεωργιάδης, προϊστάμενος του Γραφείου Βορείου Ελλάδος και αναπληρωτής προϊστάμενος της ΕΠΣ, ο οποίος έχει και την επιστημονική επιμέλεια του τρίτου μέρους του αφιερώματος.

Στη στήλη «Ελλάδα εκτός Ελλάδος», και σε κείμενο με τίτλο «Τα χαράγματα των σπηλαίων της Αριδαίας ως παράδειγμα», ο Philippe Hameau και ο Ιωάννης Μάνος παρουσιάζουν τις γραμμικές, σχηματικές παραστάσεις που συναντάμε στις βραχοσκεπές της Αριδαίας. Οι παραστάσεις αυτές εμφανίζουν ομοιότητες με βραχογραφίες που έχουν εντοπιστεί στη δυτική Μεσόγειο (Ισπανία, Γαλλία, Ιταλία), μεταξύ άλλων. Όπως διευκρινίζουν οι δύο συγγραφείς, αυτές «οι σχηματικές απεικονίσεις δεν είναι απαραίτητα προγενέστερες της γραφής. Πρόκειται για δύο διαφορετικούς τρόπους έκφρασης που μπορούν να χρησιμοποιηθούν εναλλακτικά από τους ίδιους δημιουργούς».

Το αφιέρωμα ανοίγει με άρθρο του Ανδρέα Ι. Ντάρλα για το Σπήλαιο Πετραλώνων Χαλκιδικής, με τίτλο «Εκεί όπου ξεκινά η προϊστορία του ελλαδικού χώρου».

«Οι πολύχρονες έρευνες μέσα στο σπήλαιο έχουν αποδώσει πολυάριθμα ευρήματα τα οποία αποτελούν ακόμη αντικείμενο μελέτης. Κανένα βέβαια δεν συγκρίνεται με το ανθρώπινο κρανίο (“Άνθρωπος των Πετραλώνων”). Τη μεγαλύτερη κατηγορία ευρημάτων, ωστόσο, αποτελούν τα οστά ζώων, ακολουθούμενα από τα λίθινα εργαλεία. Εκτός από αυτά, υπάρχει ακόμη ένα πλήθος “αόρατων ευρημάτων”, τα οποία προκύπτουν από τις εργαστηριακές αναλύσεις των ιζημάτων» γράφει σχετικά.

«Ομάδες λατρευτών στο ιερό σπήλαιο των Νυμφών» (Νέα Ηρακλείτσα Καβάλας) είναι ο τίτλος άρθρου του Φώτη Γεωργιάδη. «Το σπήλαιο των Νυμφών στη Νέα Ηρακλείτσα ερευνήθηκε για πρώτη φορά το 1938 από τον Γεώργιο Μπακαλάκη. Το 1967 η Χάιδω Κουκούλη–Χρυσανθάκη, στο πλαίσιο υπηρεσιακής αυτοψίας, διενήργησε περισυλλογή επιφανειακών ευρημάτων από το εσωτερικό του σπηλαίου. Σχεδόν σαράντα χρόνια αργότερα, το 2006, η Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας–Σπηλαιολογίας προχώρησε σε ολιγοήμερη ανασκαφική έρευνα, από την οποία αντλήσαμε σημαντικές νέες πληροφορίες για την ιστορία του σπηλαίου» αναφέρει σχετικά με το θέμα του κειμένου.

Ακολουθεί άρθρο που υπογράφουν ο Φ. Γεωργιάδης και ο Αναστάσιος Σύρος με τίτλο ««Δρακότρυπα» Παναγίας Θάσου: Προϊστορικό καταφύγιο – αρχαϊκό ιερό».

«Πρόκειται για ένα μικρών διαστάσεων σπήλαιο, το συνολικό μήκος του οποίου δεν υπερβαίνει τα 50 μ. και το μέγιστο πλάτος τα 10 μ. Η είσοδός του είναι σχετικά στενή και το “κατώφλι” της βρίσκεται περίπου 1,20 μ. ψηλότερα από το δάπεδο του σπηλαίου, μια υψομετρική διαφορά που γεφυρώνεται με ήπια κατωφέρεια. Σε ολόκληρη την έκταση του σπηλαίου υπάρχουν επιφανειακά διάσπαρτα λείψανα ποικίλων περιόδων, από όστρακα χειροποίητων αγγείων μέχρι εφυαλωμένη κεραμική, όπως και λίγα κατάλοιπα σύγχρονων δραστηριοτήτων» γράφουν.

Στα σπήλαια Πετρωτού Αλιστράτης Σερρών αναφέρεται το άρθρο του Αναστάσιου Σύρου με τίτλο «Υπόγειες διαδρομές ενός πετρότοπου».

«Ήδη από τη δεκαετία του 1970, οι πρώτες ερευνητικές αποστολές, στις οποίες μετείχαν κατά καιρούς η Ελληνική Σπηλαιολογική Εταιρεία, το Πανεπιστήμιο Αθηνών, το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας της Βιέννης και πιο πρόσφατα η Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας–Σπηλαιολογίας, προχώρησαν στη χαρτογράφηση της περιοχής και των σπηλαίων της και δημιούργησαν μια σημαντική δεξαμενή δεδομένων, κυρίως γεωλογικών, παλαιοντολογικών και βιοσπηλαιολογικών. Μολονότι προέκυψαν και στοιχεία για την ύπαρξη αρχαιολογικών καταλοίπων, η περαιτέρω διερεύνησή τους ήταν εντελώς αποσπασματική. Η Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας–Σπηλαιολογίας επιχείρησε τον εμπλουτισμό των διαθέσιμων πληροφοριών, στοχεύοντας στην αρχαιολογική, κυρίως, τεκμηρίωση των σπηλαίων. Ο συνολικός αριθμός τους ανέρχεται πλέον στα 27» αναφέρουν χαρακτηριστικά.

«Προϊστορική εγκατάσταση στο σπήλαιο Καταρρακτών» (Σιδηρόκαστρο Σερρών) είναι ο τίτλος άρθρου που υπογράφουν ο Αναστάσιος Σύρος και ο Μιλτιάδης Μυτελέτσης.

«Είναι βέβαιο ότι το σπήλαιο Καταρρακτών Σιδηροκάστρου αποτέλεσε διαχρονικά ένα ελκυστικό και φιλόξενο περιβάλλον για τον άνθρωπο. Οργανωμένες οικιστικές δομές αναδεικνύουν τη συστηματική χρήση του σε περιόδους της προϊστορίας, ταυτόχρονα μάλιστα με μια γενικευμένη τάση χρήσης των σπηλαίων στην περιοχή αυτή της Βαλκανικής χερσονήσου» επισημαίνουν.

Το αποτύπωμα μιας δραστήριας προϊστορικής κοινότητας στο σπήλαιο «Ατσπάς» Σκάλας Μαριών Θάσου αναζητά ο Αναστάσιος Σύρος στο άρθρο του με τίτλο «Ξερολιθιές στο σκοτάδι».

«Το σπήλαιο “Ατσπάς” αποτελεί κιβωτό πολύτιμων πληροφοριών για τη σχέση των προϊστορικών ανθρώπων με τα σπήλαια και τη λειτουργία τους μέσα στο “αφιλόξενο” σπηλαιοπεριβάλλον» γράφει και καταλήγει: «Αναμένεται με μεγάλο ενδιαφέρον η μελλοντική συστηματική διερεύνησή του, ώστε να αποκαλυφθεί και να αναδειχθεί δεόντως ένα πολιτισμικό σύνολο που είχε παραμείνει στο σκοτάδι για 4.500 χρόνια περίπου».

Ένα «Οδοιπορικό στα σπήλαια της Κοζάνης και της περιφέρειάς της», με ιδιαίτερη αναφορά σε όσα χρησιμοποιούνται ως σύγχρονοι χώροι λατρείας, μας παρουσιάζει η Ζωή Ιντζέ στο δικό της κείμενο.

«Οι ορεινοί όγκοι του νομού αποτελούν πεδίο δράσης για την εξερεύνηση των διάφορων σπηλαιομορφών που αναπτύσσονται στα πετρώματά τους και μάλιστα σε ικανό αριθμό, ενώ φαίνεται ότι τα ανθρώπινα ίχνη δεν απουσιάζουν από αυτούς τους ιδιαίτερους και μερικές φορές δυσπρόσιτους χώρους. Η χρήση των σπηλαίων ποικίλλει ανάλογα με την εποχή, την περιοχή και τη θέση τους» αναφέρει και προσθέτει: «Σήμερα, πολλά σπήλαια έχουν μετατραπεί σε χώρους σταβλισμού, ενώ δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που οι πιστοί συλλέγουν το “αγίασμα”, το νερό δηλαδή που ρέει στους βράχους των σπηλαίων, το οποίο σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση είναι θαυματουργό και θεραπευτικό».

«Το σπηλαιοπάρκο των Λουτρών Πόζαρ», το πρώτο και από τα σημαντικότερα στην Ελλάδα, γνωρίζουμε μέσα από το άρθρο της Ζωής Ιντζέ και του Αναστάσιου Σύρου.

«Η ιστορία της εξερεύνησης των σπηλαίων των Λουτρών ξεκινάει το 1990 από ερασιτεχνικές σπηλαιολογικές ομάδες, οι επισκέψεις των οποίων αποτέλεσαν την αφορμή για την έναρξη μιας συστηματικής και επιστημονικής ανασκαφικής έρευνας (1992–2007). Η έρευνα αυτή πραγματοποιήθηκε επί σειρά ετών από την Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας–Σπηλαιολογίας σε συνεργασία με το Γεωλογικό Τμήμα του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης στο σπήλαιο Αρκουδοσπηλιά, ένα από τα μεγαλύτερα σπήλαια του φαραγγιού, το οποίο φέρει σημαντικά παλαιοντολογικά και αρχαιολογικά κατάλοιπα. Ωστόσο, έρευνες της Εφορείας πραγματοποιήθηκαν και στα υπόλοιπα σπήλαια του συμπλέγματος στις δύο όχθες του φαραγγιού, νότια και βόρεια, κυρίως με τη διενέργεια αυτοψιών, ενώ τα έτη 2007 και 2010 διενεργήθηκε σύντομη ανασκαφική έρευνα στο σπήλαιο Αποθήκη Ανταρτών, αποκαλύπτοντας κατάλοιπα της Νεολιθικής περιόδου» επισημαίνουν.

Το αφιέρωμα ολοκληρώνεται με ένα άρθρο για τη «Διαχρονική χρήση των σπηλαίων στις Πρέσπες» που υπογράφουν η Χριστίνα Μιχελάκη και ο Μιχάλης Κοντός.

«Η διαπίστωση των σχέσεων μεταξύ των προϊστορικών κατοίκων των σπηλαίων της Μεγάλης Πρέσπας και των προϊστορικών κοινοτήτων της ευρύτερης λεκάνης των Πρεσπών είναι σημαντική, ωστόσο δεν αποτελεί έκπληξη. Κοινά πολιτιστικά στοιχεία στις παρόχθιες περιοχές της λίμνης, που σήμερα ανήκουν σε τρία διαφορετικά κράτη, διαπιστώνονται και σε μεταγενέστερες περιόδους, μέχρι και σήμερα. Η λίμνη αποτέλεσε και αποτελεί κοινό ζωτικό χώρο» τονίζουν.

Το τεύχος ολοκληρώνεται με έναν οδηγό αφιερωμένο στο Σπήλαιο της Θεόπετρας που υπογράφουν ο Μιχάλης Κοντός, ο Γιάννης Κομίτσας, ο Γιάννης Γιαννακάκης και η Βιβή Μπατσούκα.

«Τα αποτελέσματα των ανασκαφών στο σπήλαιο της Θεόπετρας υπήρξαν καθοριστικά για την καλύτερη κατανόηση των πρώιμων περιόδων της θεσσαλικής και ευρύτερα της ελληνικής προϊστορίας. Τα ευρήματα αποδεικνύουν τη συνεχή ανθρώπινη παρουσία στην περιοχή για 130.000 περίπου χρόνια κυρίως, μέσω της τεκμηριωμένης ανασκαφικά παρουσίας της Μεσολιθικής για πρώτη φορά σε προϊστορική θέση της Θεσσαλίας, και τη χωρίς κενά σύνδεση της Παλαιολιθικής με τη Νεολιθική περίοδο, η οποία μέχρι τότε γενικά αμφισβητούνταν» αναφέρουν σχετικά με τη σημασία του σπηλαίου.