Η Σπιναλόγκα, το μικρό νησάκι στη βόρεια είσοδο του κόλπου της Ελούντας στο νομό Λασιθίου Κρήτης, αύξησε κατά 35% την επισκεψιμότητά του μετά το επιτυχημένο τηλεοπτικό σίριαλ στο οποίο «πρωταγωνίστησε», ενώ πριν από την προβολή της σειράς, ο τουρισμός ήταν σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Αντίστοιχα, 200 αρχαιολογικοί χώροι, μουσεία και μνημεία της ελληνικής περιφέρειας έχουν χαμηλή επισκεψιμότητα, που σημαίνει ότι υποδέχονται από… κανέναν έως το πολύ 6.000 επισκέπτες το χρόνο.

Για το λόγο αυτό, ο Οργανισμός Διαχείρισης και Ανάπτυξης Πολιτιστικών Πόρων (ΟΔΑΠ) διεξήγαγε μελέτη για να εντοπίσει τους λόγους στους οποίους οφείλεται το γεγονός, αλλά και για να προτείνει τους τρόπους βελτίωσης της κατάστασης. Τη μελέτη αυτή παρουσίασε για λογαριασμό του ΟΔΑΠ η Σύμβουλος Πολιτιστικής Διαχείρισης Μαρία Φασουλά, στο συνέδριο με τίτλο, «Experience. Culture. Everywhere. – Connecting the Dots», που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της 39ης Διεθνούς Έκθεσης Τουρισμού Philoxenia, σε συνεργασία με τη ΔΕΘ – HELEXPO.

«Το βασικό συμπέρασμα που προέκυψε είναι ότι οι τόποι αυτοί δεν είναι ορατοί, δεν τους ξέρει σχεδόν κανείς», τόνισε η κα Φασουλά και αναφέρθηκε στα στοιχεία της έρευνας που το αποδεικνύουν. «Υπάρχει αυξημένη εποχικότητα, ειδικά για τους τόπους της νησιωτικής περιφέρειας που το χειμώνα δεν έχουν πλοίο και εκεί όπου η οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα εξαρτάται από την εποχικότητα της τουριστικής κίνησης», σημείωσε. Πρόσθεσε επίσης πως το 78% των αρχαιολογικών τόπων και το 35% των μουσείων βρίσκονται σε περιοχές χωρίς σταθερό δημόσιο μέσο συγκοινωνίας, ενώ αναφέρθηκε στο 40% των αρχαιολογικών τόπων και μουσείων που βρίσκονται σε περιοχή με μνημείο παγκόσμιου φήμης και προβολής. «Για παράδειγμα όποιος έρθει στη Θεσσαλονίκη, θα πάει να δει την Αψίδα του Γαλερίου, το Αρχαιολογικό Μουσείο και το πολύ-πολύ να πάει και στη Βεργίνα. Στους υπόλοιπους προορισμούς δεν θα πάει, γιατί δεν έχει χρόνο», εκτίμησε.

Η έρευνα όμως αναδεικνύει και σημαντικούς εσωτερικούς παράγοντες στους οποίους οφείλεται αυτή η εικόνα. Βασικότερος είναι οι ελλείψεις προσωπικού, αφού το 17% των τόπων λειτουργεί μόνο τη θερινή περίοδο, το 19% λειτουργεί με εποχικό προσωπικό και ένα 70,34% λειτουργεί με ένα συνδυασμό μόνιμου και εποχικού προσωπικού. «Υπάρχει επίσης μια μεγάλη έλλειψη εξωστρέφειας, δηλαδή το 70% των αρχαιολογικών χώρων και το 54% των μουσείων δεν δέχεται καθόλου οργανωμένες επισκέψεις από τουριστικά γραφεία», είπε χαρακτηριστικά, ενώ εντύπωση έκανε το στοιχείο της ψηφιακής ένδειας, αφού σύμφωνα με τη μελέτη, μόνο το 21% των μουσείων και το 17% των αρχαιολογικών χώρων διαθέτουν σελίδα στο διαδίκτυο ή σελίδα κοινωνικής δικτύωσης.

Η έρευνα πραγματοποιήθηκε από τον περασμένο Μάρτιο έως τον Απρίλιο, συμμετείχαν κυρίως υπεύθυνοι μουσείων και αρχαιολογικών χώρων και ελήφθη δείγμα από 190 άτομα. Τα στοιχεία της συζητήθηκαν σε πάνελ που ακολούθησε της παρουσίασης για τη σημασία ανάπτυξης του Marketing Πολιτιστικού Τουρισμού.

Αναμενόμενα βρήκε τα ευρήματα της έρευνας ο δρ Derek Bryce, Senior Lecturer Marketing στο Πανεπιστήμιο του Strathclyde της Γλασκώβης, λέγοντας ότι δεν τον εξέπληξαν και κάτι αντίστοιχο σε μικρό ή μεγαλύτερο βαθμό συμβαίνει σε όλους τους προορισμούς ανά τον κόσμο. Ωστόσο, συμφώνησε ότι το ενδιαφέρον των τουριστών για τον πολιτισμό εξαρτάται και από το βαθμό που τους βολεύει να επισκεφτούν έναν προορισμό και αν αυτός βρίσκεται δίπλα σε άλλα πράγματα που θέλουν να κάνουν.

Στο σημείο της έρευνας που αναφέρει ότι οι Έλληνες δεν είναι «fan» τον μουσείων, ενώ οι ξένοι ενδιαφέρονται πολύ για το πολιτιστικό σκέλος στην Ελλάδα, στάθηκε από την πλευρά του ο Γενικός Διευθυντής Ανάπτυξης της Fraport Greece Γιώργος Βήλος. «Πιστεύω πως είναι πολύ σημαντικό να επενδύσουμε εσωτερικά στο να αντιληφθούμε ποια είναι η σημασία του πολιτισμού και η σχέση του με την ανάπτυξη ενός προορισμού», είπε χαρακτηριστικά.

Στο πάνελ συμμετείχε και ο Παύλος Τριανταφυλλίδης, Έφορος Αρχαιοτήτων Λέσβου, ο οποίος αναφέρθηκε στις προσπάθειες που γίνονται από το Υπουργείο Πολιτισμού για να αναδειχθεί ακόμη περισσότερο το βαρύ πολιτιστικό υπόβαθρο του νησιού, δεδομένου ότι δέχεται τα τελευταία χρόνια –όπως είπε– μεγάλο τουριστικό κύμα από την απέναντι μικρασιατική ακτή και μάλιστα όχι μόνο τους καλοκαιρινούς μήνες. «Προσπαθήσαμε να βρούμε νέους πόρους. Κι αυτοί ήταν ένα ξεχασμένο συνειδητά παρελθόν. Ο πολιτισμός των άλλων. Και μιλάω για τα μνημεία της οθωμανικής περιόδου, που αυτή τη στιγμή η Λέσβος καταμετρά 300. Οθωμανικά τείχη, φρούρια, χαμάμ, ιεροδιδασκαλεία, πάρα πολλές κρήνες… Κι έχουμε καταναλώσει πολλά εκατομμύρια ευρώ και πολλές μελέτες για να αναδείξουμε αυτά τα μνημεία», κατέληξε.