Το Υπουργείο Πολιτισμού αναβαθμίζει τις υποδομές εξυπηρέτησης των επισκεπτών στον αρχαιολογικό χώρο της Φαιστού, με νέο εκδοτήριο και πωλητήριο, προσθήκη διαδρομών για εμποδιζόμενους επισκέπτες και ΑμεΑ, νέα σήμανση και πληροφόρηση. Το έργο, προϋπολογισμού 2.500.000 ευρώ, χρηματοδοτείται από το Περιφερειακό Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Κρήτη» στο πλαίσιο του ΕΣΠΑ 2021-2027.
Η χωροθέτηση του παλαιού ξενοδοχείου «Ξενία» που σήμερα ανήκει στον Δήμο Φαιστού και τα συνακόλουθα έργα ήταν αυτά που καθόριζαν, μέχρι σήμερα, την πρόσβαση, την οργάνωση των υποδομών και την περιήγηση στον χώρο της Φαιστού. Με την εκπόνηση του Ενιαίου Σχεδίου Διαχείρισης διασφαλίζονται οι αναγκαίες κλίσεις για την πορεία των ΑμεΑ, βάσει της στάθμης των νέων κτηριακών υποδομών, σε σχέση με τη στάθμη του χώρου στάθμευσης και του υπάρχοντος πλατώματος θέασης των ΑμεΑ, πάνω από την Άνω Δυτική Αυλή του Ανακτόρου. Το νέο συγκρότημα συγκεντρώνει το σύνολο των υποδομών, διαμορφώνοντας έναν ενιαίο κεντρικό χώρο για την εξυπηρέτηση των επισκεπτών και την καλύτερη λειτουργία των υποδομών, όπως το εκδοτήριο, το πωλητήριο, οι χώροι υγιεινής, αλλά και το αίθριο μεταξύ αυτών.
Η Υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη δήλωσε: «Προτεραιότητά μας είναι η αναβάθμιση των παρεχομένων υπηρεσιών στους αρχαιολογικούς χώρους, με έμφαση στην προσβασιμότητα των ΑμεΑ και των εμποδιζόμενων επισκεπτών. Το μινωικό ανάκτορο της Φαιστού αποτελεί, μαζί με τον αρχαιολογικό χώρο της Κνωσού, έναν από τους πλέον σημαντικούς πολιτιστικούς χώρους της Κρήτης, με μεγάλη επισκεψιμότητα. Σήμερα, βρίσκεται προς σειριακή εγγραφή, με τα έξι μινωικά ανάκτορα, για τον κατάλογο Μνημείων Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO. Ο στόχος μας είναι, μέσω των προτεινόμενων επεμβάσεων, να διαμορφωθεί ένας σύγχρονος, λειτουργικά και αισθητικά, ενιαίος, κεντρικός και καλύτερα ελεγχόμενος χώρος. Σημειώνω ότι επιπλέον των έργων προστασίας και ανάδειξης της Φαιστού, στο πλαίσιο του Εθνικού Στρατηγικού Σχεδίου αντιμετώπισης των επιπτώσεων της Κλιματικής Αλλαγής στην Πολιτιστική Κληρονομιά, βρίσκεται σε εξέλιξη το σχέδιο διαχείρισης του αρχαιολογικού χώρου, ως προς τη θωράκισή του έναντι της κλιματικής κρίσης, το οποίο εκπονείται από το Υπουργείο Πολιτισμού με την επιστημονική συνεργασία του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου και του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών. Το σύνολο των έργων που έχουν δρομολογηθεί στον αρχαιολογικό χώρο της Φαιστού χρηματοδοτούνται από το Επιχειρησιακό Πρόγραμμα της Περιφέρειας Κρήτης του ΕΣΠΑ 2021-2027, την οποία και ευχαριστώ».
Το έργο περιλαμβάνει: 1. Νέα χωροθέτηση της υποδοχής και της εισόδου/εξόδου, και νέες υποδομές εξυπηρέτησης κοινού (εκδοτήριο, πωλητήριο, WC – όλα σε ισόγεια διάταξη), ακριβώς δίπλα στην υφιστάμενη είσοδο. 2. Δημιουργία πλησίον της εισόδου, νέου υπαίθριου χώρου συγκέντρωσης, με βαθμίδες και θέαση στο ανάκτορο. 3. Βελτίωση της πορείας επισκεπτών μέσω δύο διαδρομών, μίας νότια για το κοινό, και μίας βόρεια για τα ΑμεΑ ως την Άνω Δυτική Αυλή, με κοινή επιστροφή για το σύνολο του κοινού. 4. Δημιουργία νέων σημείων πληροφόρησης και θέασης. Οι χώροι αυτοί εντάσσονται στο τοπίο και συμβάλλουν στην αποσυμφόρηση του μνημείου από το κοινό, στην αναψυχή και πληροφόρησή του.
Ο λόφος του ανακτόρου κατοικήθηκε αδιάλειπτα από την 4η χιλιετία έως τον 2ο αι. π.Χ. Το Παλαιό Ανάκτορο οικοδομήθηκε μεταξύ 1900-1700 π.Χ. στην κορυφή του λόφου. Στο τέλος της Παλαιοανακτορικής περιόδου κάλυπτε έκταση περί τα 9.000 τ.μ. Καταστράφηκε δυο φορές από σεισμό και επαναοικοδομήθηκε. Τα αρχιτεκτονικά λείψανα των τριών διαδοχικών οικοδομικών φάσεων διατηρούνται σε καλή κατάσταση στο νοτιοδυτικό τμήμα, όπου τοίχοι σώζονται σε ύψος 6 μ. και όπου βρίσκεται το στεγασμένο τμήμα του Παλαιού Ανακτόρου. Μετά την οριστική καταστροφή του (~1700 π.Χ.), ανεγέρθηκε ανατολικότερα και σε υψηλότερο επίπεδο το Νέο Ανάκτορο, που κατοικήθηκε ως τα μέσα του 15ου αι. π.Χ. οπότε και καταστράφηκε. Το Νέο Ανάκτορο ήταν μικρότερο αλλά μνημειακότερο από το Παλαιό και διέθετε όλα τα χαρακτηριστικά ενός μινωικού ανακτόρου, όπως ορθογώνια κεντρική αυλή, με πτέρυγες στις 4 πλευρές, μεγάλη έκταση (~8.000 τ.μ.), αυλή με πομπικό δρόμο, για σύνδεση ανακτόρου-πόλης, μνημειακή είσοδο με κλίμακα, πολυτελείς αίθουσες, δεξαμενές καθαρμών, βασιλικά διαμερίσματα, αποθήκες και εργαστήρια, μεγαλοπρεπή κλιμακοστάσια. Η πόλη γύρω από αυτό εξακολούθησε να κατοικείται γνωρίζοντας ιδιαίτερη άνθηση στα γεωμετρικά (810-700 π.Χ.) και στα ελληνιστικά (323-67 π.Χ.) χρόνια. Γύρω στο 150 π.Χ., η πόλη της Φαιστού καταστράφηκε οριστικά.
Η ανασκαφή του ανακτόρου ξεκίνησε το 1900 από τους Ιταλούς αρχαιολόγους Federico Halbherr και Luigi Pernier, ο οποίος και ανακάλυψε το 1908 τον δίσκο της Φαιστού. Το 1909 είχε ολοκληρωθεί η ανασκαφή του Νέου Ανακτόρου, ακολούθησαν κάποιες εργασίες ως το 1914 και από το 1928 ως το 1932. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι ανασκαφές συνεχίστηκαν από το 1950 μέχρι το 1971, περίοδο κατά την οποία ανασκάφηκε το Παλαιό Ανάκτορο αλλά και τμήματα της πόλης των προϊστορικών και ιστορικών χρόνων.