Την ιστορία αιώνων φόρεσαν –στην κυριολεξία– πάνω τους, γνωστοί ηθοποιοί και μοντέλα του σήμερα. Αυθεντικές ενδυμασίες από τον 18ο, τον 19ο και τον 20ό αιώνα, βγήκαν από προθήκες και ερμάρια μουσείων και συλλόγων και ζωντάνεψαν ξανά, ντύνοντας σύγχρονους ανθρώπους.
Στη συνέχεια, ο φωτογράφος Βαγγέλης Κύρης απαθανάτισε την εικόνα και το συναίσθημα όσων σήκωσαν το –κυριολεκτικό και μεταφορικό– βάρος φορεσιών των προγόνων τους. Οι εικόνες αυτές εκτυπώθηκαν σε βαμβακερό ύφασμα και έπειτα ανέλαβε ο εκφραστής της κεντητικής τέχνης Ανατόλι Γεωργίεφ έναν ιδιαίτερο ρόλο: να κεντήσει λεπτομέρειες της τυπωμένης εικόνας, να χαρίσει στο έργο μία ακόμα διάσταση και να πετύχει ένα πρωτότυπο αποτέλεσμα.
Η εμβληματική έκθεση με τίτλο «Ένδυμα Ψυχής» εγκαινιάστηκε στο Παράρτημα Θεσσαλονίκης του ΜΙΕΤ/Βίλα Καπαντζή, όπου παρουσιάζεται με πρωτοβουλία του Ιδρύματος Παπαγεωργίου και με τη συνεργασία του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης.
«Πριν από ενάμιση χρόνο είχα δει την έκθεση στο Μουσείο της Ακρόπολης, ενθουσιάστηκα, συγκινήθηκα και πρότεινα στο διοικητικό συμβούλιο του Ιδρύματος Παπαγεωργίου να τη φέρουμε στη Θεσσαλονίκη. Με πολλή χαρά το δέχτηκαν και το κάναμε, αφού την εμπλουτίσαμε με φορεσιές από τη Μακεδονία, τη Θράκη και την πολυπολιτισμική πόλη της Θεσσαλονίκης», δήλωσε λίγο πριν από τα εγκαίνια το μέλος του Ιδρύματος Ζωή Ψαρά-Παπαγεωργίου.
Ο φωτογράφος Βαγγέλης Κύρης, από την πλευρά του, είπε ότι αν και πρόκειται για την ένατη παρουσίαση αυτής της έκθεσης, αυτή είναι η καλύτερη εμφάνισή της, καθώς τα έργα «έδεσαν» με τη Βίλα Καπαντζή και είναι σαν να ανήκαν από πάντα εδώ. «Η φωτογραφική μου ανάγνωση στο συγκεκριμένο έργο έχει να κάνει περισσότερο με ένα ταξίδι από την ψυχή στην ύλη κι από το παρελθόν στο μέλλον. Εγώ προσπαθώ να βγάλω την ψυχή του ελληνικού λαού με τα βλέμματα και τα συναισθήματα και ο Ανατόλι με το ανάγλυφο της ύλης στα κεντήματα», είπε χαρακτηριστικά, τονίζοντας ότι δεν δυσκολεύτηκε να βγάλει το κατανυκτικό συναίσθημα που ήθελε, γιατί όλοι όσοι φωτογραφήθηκαν, το νιώσανε έτσι κι αλλιώς.
«Όλα είναι στο χέρι, με τις παραδοσιακές βελονιές, αλλά με έναν σύγχρονο τρόπο για να μπορεί να περάσει εύκολα στο μέλλον», είπε ο κεντητής της έκθεσης Ανατόλι Γεωργίεφ, δείχνοντας τις λεπτομέρειες στα έργα του που εντυπωσίασαν το σύνολο των επισκεπτών.
Όλη η προσπάθεια γι’ αυτήν την έκθεση ξεκίνησε πριν από έξι χρόνια με τη συλλογή του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου, συμπληρώθηκε με κρητικές φορεσιές του Ιστορικού Μουσείου Κρήτης και του Λυκείου Ελληνίδων Ηράκλειου, με κυπριακές στη Λευκωσία και «απογειώθηκε» με την προσθήκη 33 φορεσιών από μια ουσιαστική σύμπραξη φορέων της Θεσσαλονίκης και της Βόρειας Ελλάδας: το Ίδρυμα Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα και της Νεότερης Ιστορίας της Μακεδονίας, την Ισραηλιτική Κοινότητα και το Εβραϊκό Μουσείο Θεσσαλονίκης, το Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο Μακεδονίας-Θράκης, το Λύκειο Ελληνίδων Θεσσαλονίκης, το Λύκειο των Ελληνίδων Νάουσας και το Λαογραφικό Χορευτικό Όμιλο της ΧΑΝΘ.
Ως ένα «μικρό θαύμα», χαρακτήρισε την έκθεση ο υφυπουργός Σύγχρονου Πολιτισμού, Ιάσων Φωτήλας, ο οποίος απηύθυνε χαιρετισμό στα εγκαίνιά της, εκπροσωπώντας τον πρωθυπουργό. «Πώς αλλιώς μπορεί κάποιος να χαρακτηρίσει αυτή την έκθεση παρά σαν ένα θαύμα, όπου οι φορεσιές συνομιλούν με την παράδοση και την ιστορία, παύουν να είναι παγωμένα κατασκευάσματα δύο διαστάσεων, αποκτούν όγκο, σφυγμό, παλμό, ζωντανεύουν μπροστά στα μάτια μας και μαζί τους ζωντανεύει μία ολόκληρη εποχή;», τόνισε ο κ. Φωτήλας.
Μάλιστα, είπε πως θα ήθελε να είχε την ευκαιρία να ξεναγήσει στη συγκεκριμένη έκθεση όσους τον ρωτούν για τη χρησιμότητα των δράσεων σε τέχνες και μορφές πολιτισμού που δεν έχουν την τύχη να απολαμβάνουν δημοσιότητα και δημοφιλία. «Θα ήθελα να τους δείξω πώς η παράδοση υφαίνεται ιδανικά με τη χρηστικότητα και τον πολιτισμό της καθημερινότητας και να δουν πώς το ταλέντο και η αφοσίωση του χθες, συναντά και συνεργάζεται με τα ταλέντα και τη φαντασία καταξιωμένων δημιουργών», κατέληξε.
Χαιρετισμό στα εγκαίνια απηύθυναν επίσης ο πρόεδρος του ΜΙΕΤ, Γκίκας Χαρδούβελης, και ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης, Στέλιος Αγγελούδης. H έκθεση θα είναι ανοιχτή για το κοινό έως τις 6 Ιανουαρίου 2025 κατά τις εξής μέρες και ώρες: Δευτέρα-Τρίτη-Τετάρτη 10:00-17:00, Πέμπτη-Παρασκευή 12:00-20:00, Σάββατο 13:00-19:00 και Κυριακή 11:00-15:00. Η είσοδος είναι ελεύθερη.