Χαλιά και κιλίμια δημιουργήματα των αργαλειών του 19ου αιώνα φιλοξενούνται στην έκθεση, στην πλατεία της Σαμαρίνας, που διοργανώνει η εκπαιδευτικός και ερευνήτρια σε θέματα λαογραφίας Χάιδω Αγουρογιάννη. Πρόκειται για αριστουργήματα της υφαντικής τέχνης που αναπτύχθηκε στη Σαμαρίνα στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα, όταν στο χωριό ενσωματώθηκαν αρκετοί διάσπαρτοι οικισμοί που βρίσκονταν στις πλαγιές της Πίνδου. Η έκθεση περιλαμβάνει 10 μεγάλα και μικρά υφαντά που χρονολογούνται από το 1812 μέχρι το 1896 και ορισμένα άλλα που χρονολογούνται από το 1903 έως το 1920.
Η κα Αγουρογιάννη μίλησε στο ΑΠΕ ΜΠΕ για το πώς κατάφερε να συγκεντρώσει και να διασώσει τον σημαντικό υφαντικό πλούτο του χωριού της, καθώς η φθαρτότητα των υλικών και η συνεχής χρήση από τους κατόχους τους εξαιτίας της νομαδικής ζωής (το χειμώνα στον κάμπο της Θεσσαλίας και την άνοιξη έως το καλοκαίρι στην Σαμαρίνα) είχαν ως αποτέλεσμα πολλά από αυτά να καταστραφούν.
Όλα ξεκίνησαν πριν το 2011, όταν η Χάιδω Αγουρογιάννη, συνταξιούχος δασκάλα, αποφάσισε να εκδώσει ένα λεύκωμα αφιερωμένο στις φορεσιές της Σαμαρίνας. «Συλλέγοντας φωτογραφικό υλικό από Σαμαριναίους από κάθε γωνιά της Ελλάδας και του κόσμου, διαπίστωσα ότι σε αρκετές φωτογραφίες υπήρχαν και χαλιά με τη χαρακτηριστική τεχνοτροπία της Σαμαρίνας». Μας λέει ότι η πρώτη «μαγιά» των σπάνιων υφαντών ήταν τα οικογενειακά κειμήλια από την προγιαγιά της, «ένα υφαντό χαλί και 4 μπερντέδες (τα υφαντά που κρέμονταν ως διαχωριστικά ανάμεσα στα δωμάτια αντί για πόρτες) που χρονολογούνται από το 1860». Ορισμένα από τα κιλίμια φέρουν σχέδια με επιρροές από την Οθωμανική περίοδο, ενώ άλλα φέρουν γεωμετρικούς κόμβους και σχήματα σε μορφή ρόμβων ή ακόμη και αρχαίους μαιάνδρους. Η κα Αγουρογιάννη αναφέρει ότι οι Σαμαριναίοι εξαιτίας του νομαδικού τους βίου, μετακινούνταν συνεχώς από τη Σαμαρίνα στη Θεσσαλία και αντίστροφα κι έρχονταν σε επαφή με τους νεωτερισμούς των μεγάλων αστικών κέντρων, ενώ από την άλλη, τα καραβάνια των Κυρατζήδων που ταξίδευαν στην κεντρική Ευρώπη και στις παραδουνάβιες περιοχές της ανατολικής Ευρώπης μετέφεραν επίσης καινούργια στοιχεία και επιρροές που οι υφάντρες της Σαμαρίνας έπλεκαν στους αργαλειούς τους. «Ένα υφαντό ριχτάρι που το χρησιμοποιούσαν ως διακοσμητικό σκέπασμα στο κρεββάτι του ιδιοκτήτη έχει αποτυπωμένη τη φυσιογνωμία ενός νέου ζευγαριού, που θυμίζει περισσότερο τη γαλλική ή αυστριακή ατμόσφαιρα, είναι χαρακτηριστικό δείγμα της εποχής». Το παλιότερο χαλί με ημερομηνία πλεγμένη από την υφάντρα της Σαμαρίνας είναι σε φόντο κόκκινο όπως και τα περισσότερα υφαντά αυτής της περιόδου μέχρι και το 1896. Στη συνέχεια, αναφέρει η κα Αγουρογιάννη: «για λόγους που δεν γνωρίζω στα χαλιά που υφαίνονται στους αργαλειούς έχουμε χρώμα μπλε ή λουλακί». Τα υφαντά της πρώτης περιόδου έχουν όλα φυσική βαφή από ριζάρι που το προμηθεύονταν από τα Αμπελάκια της Λάρισας, ενώ λίγο μετά το 1896 άρχισαν να χρησιμοποιούν χημικές βαφές που προμηθεύονταν από τις αγορές της Ευρώπης.
Στην έκθεση υπάρχει κι ένα χαλί με ωραία υφαντική εικονογράφηση για το οποίο γράφουν τις εντυπώσεις τους ακι οι περιηγητές A.J.B. Wace και M.S. Thompson που το 1910 πέρασαν από τη Σαμαρίνα και το είδαν σε κατοικία όπου φιλοξενήθηκαν.
Πολλά από τα σπάνια υφαντά της έκθεσης προέρχονται από οικογενειακά κειμήλια που τα χρησιμοποιούσαν στις προγονικές κατοικίες οι συγγενείς τους και κατάφεραν να τα διαφυλάξουν από τη φθορά του χρόνου.
Η κα Αγουρογιάννη, φανερά συγκινημένη, μας δηλώνει ότι η έκθεση αυτή «είναι ένα μικρό λιθαράκι στη μνήμη των γυναικών της Σαμαρίνας που εκτός από τη φροντίδα των πολυμελών οικογενειών είχαν αναλάβει κατ’ αποκλειστικότητα την ύφανση χαλιών και κιλιμιών αλλά και της καθημερινής φορεσιάς της οικογένειας».
Μας εξηγεί ότι τα μαλλιά από τα κουρέματα των προβάτων έπρεπε πρώτα να καθαριστούν και στη συνέχεια να πλυθούν καλά στα ρέματα της περιοχής. Μετά ακολουθούσε μια χρονοβόρα και δύσκολη διαδικασία για να μεταμορφωθεί το μαλλί σε νήμα και στη συνέχεια να υφανθεί στους αργαλειούς της οικογένειας.
Τη σπουδαιότητα της υφαντικής τέχνης στην καθημερινή ζωή των βλαχόφωνων χωριών της Πίνδου αποτύπωσαν σε φιλμ οι αδελφοί Μανάκια δημιουργώντας τις «Υφάντρες», την πρώτη κινηματογραφική ταινία στα Βαλκάνια. Γυρίστηκε στην Αβδέλλα το 1905 με την κάμερα Bioscop 300 που αγόρασε ο Μίλτος Μανάκια από το Λονδίνο. Είχε διάρκεια μόλις ενός λεπτού και παρουσιάζει τη γιαγιά τους, τη Δέσπω, και άλλες γυναίκες του χωριού τους να γνέθουν μαλλί μπροστά στα σπίτια τους.