Το συνδρομητικό περιοδικό Αρχαιολογία και Τέχνες μόλις εξέδωσε το νέο του τεύχος (αρ. 145), στο οποίο φιλοξενεί το δεύτερο μέρος του αφιερώματος στην Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας–Σπηλαιολογίας (ΕΠΣ).

Το τεύχος ανοίγει με τη συνέντευξη που παραχώρησε στο περιοδικό ο Γιάννης Μπασιάκος, ερευνητής επί 35 και πλέον χρόνια στο Εργαστήριο Αρχαιομετρίας του ΕΚΕΦΕ «Δημόκριτος», ο οποίος έχει αφιερώσει τις μελέτες του στις δραστηριότητες του προϊστορικού ανθρώπου, αλλά και στο φυσικό περιβάλλον και το κλίμα, που συνεχίζουν να μεταβάλλονται μέχρι σήμερα.

Στη στήλη «Ελλάδα εκτός Ελλάδος», η δρ Στέλλα Κατσαρού και η Katja Sporn παρουσιάζουν τη συλλογή του Ludwig Reisch και την έρευνα για την Παλαιολιθική περίοδο στο σπήλαιο Κεφαλάρι της Αργολίδας.

«Το 2016 τρία κιβώτια με τη Συλλογή παλαιολιθικής πανίδας από το σπήλαιο Κεφαλάρι του Άργους, που ήταν το αντικείμενο μελέτης του Ludwig Reisch, έφτασαν από το Πανεπιστήμιο του Έρλανγκεν στην Αθήνα. Το πρωτογενές αυτό ανασκαφικό υλικό ήρθε να συμπληρώσει τα δεδομένα για τη σημαντική παλαιολιθική εγκατάσταση της Πελοποννήσου» γράφουν στο κείμενό τους με τίτλο «Από την Ελλάδα στη Γερμανία».

Το αφιέρωμα ξεκινάει με το άρθρο της Κατερίνας Τρανταλίδου «Απόντες από όλους, παρόντες σε λίγους» που αναφέρεται σε ένα διεπιστημονικό ερευνητικό πρόγραμμα στο Καταφυγάδι των Κυθήρων.

«Το Καταφυγάδι, σαν χρονοκάψουλα, περιέχει το σύνολο των πολιτισμικών στοιχείων που συνθέτουν τη φυσιογνωμία των Κυθήρων, η οποία διαχρονικά έχει δεχθεί επιρροές (και μετοικούντες) από τη Λακωνία, την Κρήτη, τα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου πελάγους ή τις ακτές της Αδριατικής», αναφέρουν χαρακτηριστικά.

«Σπήλαιο Πανός Μαραθώνα – Ένας σημαντικός τόπος μνήμης και λατρείας» είναι ο τίτλος του άρθρου που υπογράφει η Αλεξάνδρα Μαρή.

«Την ύπαρξη σπηλαίου αφιερωμένου στον Πάνα γνώριζαν και οι περιηγητές του 19ου αιώνα Hobhouse, Dodwell, Chandler και Leake, οι οποίοι είχαν μάταια επιχειρήσει να το εντοπίσουν» σημειώνει η Α. Μαρή. «Παρόμοιες προσπάθειες είχαν καταβάλει και μεταγενέστεροι ερευνητές του 20ού αιώνα. Όλοι τους εισέρχονταν (από λάθος και καθ’ υπόδειξη κατοίκων της περιοχής) σε άλλο, κοντινό σπήλαιο, παρόμοιας μορφολογίας αλλά πολύ μικρότερο σε μέγεθος και διαστάσεις και καθόλου εντυπωσιακό ως προς τον διάκοσμό του. […] Το Σπήλαιο Πανός υπέδειξε τελικά, τον Φεβρουάριο του 1958, ο παλαιός αρχαιοκάπηλος Μιλτιάδης Γκίκας στον Καραβασίλη, εργατοτεχνίτη τού αρχαιολόγου της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας Ιωάννη Παπαδημητρίου».

Ο Δρ Φάνης Μαυρίδης και η Αντιγόνη Παπαδέα, στο άρθρο τους «Η πρώιμη προϊστορία της Αττικής: μαρτυρίες από σπήλαια», εστιάζουν την έρευνά τους στα σπήλαια Σχιστού Κερατσινίου και Κουβαρά.

Σε αυτά τα δύο σπήλαια «έχουν εντοπιστεί κατάλοιπα του τέλους της Πλειστόκαινου και της Ολόκαινου εποχής. Οι θέσεις αυτές εντάσσονται σε μια ευρύτερη συζήτηση που αφορά τη μετάβαση από την Ανώτερη Παλαιολιθική στη Μεσολιθική περίοδο και τις σχέσεις συνέχειας ή ασυνέχειας μεταξύ τους» γράφουν.

Στο σπήλαιο της Δράκαινας, στον Πόρο της Κεφαλονιάς, εστιάζει στο κείμενό της με τίτλο «Αρχαία δάση, “ναυπηγήσιμος ύλη” και ναυτική υπεροχή» η δρ Αγάθη Καραδήμα.

«Η μελέτη των αρχαιολογικών καταλοίπων που ήρθαν στο φως με τη συστηματική ανασκαφή στο σπήλαιο της Δράκαινας, όπως έγινε ευρύτερα γνωστή η θέση, αποκάλυψαν πολλές πτυχές της ιστορίας της 1ης χιλιετίας π.Χ. για την ευρύτερη περιοχή της κεντρικής Μεσογείου» αναφέρει χαρακτηριστικά στο κείμενό της που επικεντρώνεται «σε δύο σημαντικές διαστάσεις της ιστορίας που αναδύθηκε μέσα από τη μελέτη της κεραμικής. Η πρώτη αφορά την κοινότητα των ανθρώπων που συντηρούν τη λατρεία, και ειδικά των γυναικών, κατά τη διάρκεια του 5ου αιώνα, όπως μαρτυρούν τα πήλινα αφιερώματα που βρέθηκαν, ιδιαίτερα δε αυτά που σχετίζονται με μία από τις λατρευόμενες θεότητες, την Αρτέμιδα Βενδίδα. Η δεύτερη συνδέεται με την οικονομική σημασία του λιμανιού του Πόρου και τη χρήση της ξυλείας από τον Αίνο στη ναυπηγική».

«Ο Πάνας στον Ελικώνα και παντού» είναι ο τίτλος του άρθρου της δρος Βιβής Βασιλοπούλου.

«Είναι θεϊκό βουνό ο Ελικώνας, με τον βωμό του Δία στην κορυφή και πιο κάτω την Κοιλάδα των Μουσών και το Άντρο των Λειβηθρίδων Νυμφών που αναφέρει ο Στράβων στα Γεωργικά και αργότερα ο Παυσανίας στα Βοιωτικά. […] Μελετώντας την εξέλιξη της μορφής του Πάνα στη διαδρομή των ιστορικών χρόνων, στο σπήλαιο του Ελικώνα και σε άλλα σπήλαια όπου τα αφιερώματά του είναι συχνά, παρακολουθούμε ταυτόχρονα και την πορεία του από τη θηριομορφία στον εξανθρωπισμό. Από έναν “μαύρο” Πάνα σε έναν “λευκό”, που εικονοποιεί ταυτόχρονα και τις δύο πτυχές της Φύσης και της φύσης μας, τη σκοτεινή και τη φωτεινή της πλευρά», γράφει η δρ Βασιλοπούλου.

Ο Γιάννος Γ. Λώλος και η Χριστίνα Μαραμπέα μάς ταξιδεύουν στο «Σπήλαιο του Ευριπίδη και την περιοχή του».

Στο άρθρο τους παρουσιάζουν «τα αρχαιολογικά χαρακτηριστικά του Σπηλαίου του Ευριπίδη στη νότια Σαλαμίνα, το οποίο ανασκάφηκε συστηματικά κατά τα έτη 1994/1995–2000», και σκιαγραφούν «τα διαθέσιμα αρχαιολογικά δεδομένα της ευρύτερης περιοχής του». «Στόχος μας είναι η ανάδειξη της ιδιαίτερης φυσιογνωμίας και σημασίας του Σπηλαίου του Ευριπίδη, μοναδικού, από αρχαιολογική άποψη, σε σχέση με τα άλλα σπήλαια της νήσου καθώς συνδέεται με τη μορφή του μεγάλου τραγικού ποιητή» καταλήγουν.

«Οι μεταβολές της θαλάσσιας στάθμης μέσα από τα σπήλαια της Μάνης» είναι ο τίτλος άρθρου του Ισίδωρου Καμπόλη.

«Στο τοπίο της Μάνης, ο τεκτονισμός αποτελεί τον πρώτης τάξης παράγοντα διαμόρφωσης του ανάγλυφου με αποτέλεσμα το επιφανειακό γεωλογικό αρχείο της σχετικής θαλάσσιας στάθμης να εντοπίζεται αποσπασματικό. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, σπήλαια με θέση κοντά στη σημερινή ακτογραμμή μπορούν να διατηρήσουν πολύτιμες πληροφορίες για τις παρελθοντικές θαλάσσιες στάθμες και να μας διαφωτίσουν για περιόδους που απέχουν δεκάδες έως εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια από τη σημερινή εποχή» επισημαίνει.

Η Κατερίνα Τρανταλίδου γράφει για «Τα σπήλαια ως χώρο καταυλισμού ανθρώπων και ζώων», με βάση τα αρχαιολογικά τεκμήρια: «Επειδή το μεγαλύτερο τμήμα της Βαλκανικής χερσονήσου καλύπτεται από οροσειρές, η επικοινωνία των πεδινών εκτάσεων μεταξύ τους διασφαλίζεται μέσω των κοιλάδων, των στενωπών και των ατραπών που έχουν δημιουργηθεί στα ορεινά συστήματα και οι οποίες διευκολύνουν την καταφυγή και τη διαφυγή ατόμων, ομάδων ή στρατιωτικών τμημάτων. Επιπλέον, τα βουνά φιλοξενούν εκατοντάδες σπήλαια και μάλιστα επάλληλα (συμπλέγματα σπηλαίων), όποτε τα τελευταία έχουν διανοιχθεί σε ρήγματα, σε φαράγγια, στον δρόμο των νερών. Κάποια από τα σπηλιαράκια (φυσικά ή τεχνητά) είναι οριζόντια, συχνά μικρού βάθους, ικανά να φιλοξενήσουν μικρές σε αριθμό ομάδες ανθρώπων ή λίγα οικόσιτα ζώα. Δίοδοι και σπήλαια καταγράφηκαν στην ατομική και συλλογική μνήμη των οδιτών ώστε να χρησιμοποιούνται όταν παρίσταται ανάγκη».

Το τεύχος 145 ολοκληρώνεται με έναν περιηγητικό οδηγό για το Σπήλαιο των Λιμνών που υπογράφει η δρ Στέλλα Κατσαρού. Πρόκειται για «ένα φυσικό τοπίο μοναδικής ομορφιάς με μεγάλες αίθουσες διακοσμημένες με εντυπωσιακούς σταλαγμιτικούς σχηματισμούς και λίμνες σε κλιμακωτά επίπεδα, απ’ όπου και το όνομα του σπηλαίου σήμερα» αναφέρει χαρακτηριστικά.