Ο δρ Eυάγγελος Καραμανές (Διευθυντής Ερευνών, Διευθύνων το Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών) παρουσιάζει την έκδοση: Κύπρος Κουρτελλάρης, Κυπρίων Παροιμίες. Τριλογία. Τόμος Ι. Ο Άνθρωπος στον κυπριακό παροιμιακό λόγο (336 σελ.), ISBN 978-9925-7733-4-3, Τόμος ΙΙ. Τα ζώα στον κυπριακό παροιμιακό λόγο (352 σελ.), ISBN 978-9925-7733-5-0, Τόμος ΙΙΙ. Τα φυτά στον κυπριακό παροιμιακό λόγο (272 σελ.), ISBN 978-9925-7733-6-7. Έκδοση: Ίδρυμα Λαογραφίας και Αγροτικής Ζωής «Χρίστος Κουρτελλάρης», Λευκωσία 2024:

«Ο Κύπρος Κουρτελλάρης έχει διαγράψει μια μακρά, συνεπή και εξαιρετικά αξιόλογη συγγραφική πορεία στον τομέα της κυπριακής παροιμιολογίας. Εργάστηκε επί σειρά ετών ως οικονομολόγος-δημοσιογράφος, βοηθός διευθυντής και οικονομικός διευθυντής της εφημερίδας “Χαραυγή” της Λευκωσίας αποκτώντας όπως είναι φυσικό μεγάλη εμπειρία στον τομέα του γραπτού λόγου και των εντύπων, ιδιαιτέρως εκείνων που απευθύνονται στο ευρύ κοινό. Αρχικώς επιμελήθηκε και δημοσίευσε, το 1999, το βιβλίο του πατέρα του Χρίστου Κουρτελλάρη, Οι παροιμίες του λαού μας. Μια συμβολή στη διατήρηση της λαογραφίας του τόπου [σημ. 1]. Συνέχισε με αξιόλογες εκδόσεις κυπριακών παροιμιών όπως: Τα «μιλλωμένα» στον κυπριακό παροιμιακό λόγο. Συλλογή κυπριακών παροιμιών, Λευκωσία 2000, 162 σελ., Τα ζώα στον κυπριακό παροιμιακό λόγο. Συλλογή κυπριακών παροιμιών (Λευκωσία 2002, 418 σελ.), Παράθυρο στη Λαογραφία. Ψήγματα κυπριακού παροιμιακού λόγου (σειρά άρθρων στο περιοδικό “Περισκόπιο”), Ειδική έκδοση της εφημερίδας “Χαραυγή”, Λευκωσία 2004, 302 σελ., και το τρίτομο εικονογραφημένο έργο Ιστορίες τζιαι παροιμίαις του παππού (Λευκωσία 2011, τόμ. α’ 62 σελ., τόμ. β’ 58 σελ., τόμ. γ’ 54 σελ.), αντικείμενο του οποίου είναι οι παροιμιόμυθοι και το κοινό στο οποίο απευθύνεται είναι τα παιδιά, ιδιαιτέρως εκείνα τα παιδιά οι γονείς και οι παππούδες των οποίων είναι πρόθυμοι να τους διαβάσουν τους διδακτικούς κυπριακούς παροιμιόμυθους, να τους μιλήσουν για τα διδάγματά τους και να τους ξεναγήσουν στις εικόνες που συνοδεύουν τα κείμενα [σημ. 2].

»Οι παροιμίες είναι, ως γνωστόν, σύντομες επιγραμματικές φράσεις, σε πεζό ή και έμμετρο λόγο, που παραδίδουν τη σοφία της εμπειρίας του λαού από γενιά σε γενιά. Η λαϊκή εμπειρία, όπως παραστατικά και συχνότατα μεταφορικά διατυπώνεται μέσα από τις παροιμίες, αποτελεί συμβουλή, γνώμη-άποψη, διαπίστωση, διδαχή, αλλά και δημόσιο έλεγχο. Συχνά πρόκειται για εκφράσεις με αρχαιότατη προέλευση. Ο όρος προέρχεται ετυμολογικά από το παρά (δίπλα) + οίμος (δρόμος), δηλ. πρόκειται για φράσεις που όπως έγραψε ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος “Ωνομάσθη δε παροιμία, επειδή παρά πάσης οδού εγράφησαν οι τοιούτοι λόγοι προς διόρθωσιν και διδασκαλίαν των εν ταις οδοίς πορευομένων” (ονομάστηκε παροιμία επειδή σε κάθε οδό γράφτηκαν αυτά τα λόγια για να διορθώνονται ή να διδάσκονται οι περιπατητές). Κατά τον αείμνηστο Δημήτριο Λουκάτο, τον διαπρεπέστερο Έλληνα παροιμιολόγο, “Παροιμία είναι ο μικρός έμμετρος ή πεζός λόγος που διατυπώνει παραστατικά και συχνότατα αλληγορικά μια σοφή γνώμη, μια διαπίστωση, μια συμβουλή, και που επαναλαμβάνεται στον καθημερινό λόγο, σαν επιχείρημα ή παράδειγμα” [σημ. 3]. Οι βάσεις της ελληνικής παροιμιολογίας δημιουργήθηκαν από τον ιδρυτή της Λαογραφίας Νικόλαο Πολίτη και το περιώνυμο έργο του για τις Παροιμίες (1899-1902). Σημειωτέον ότι το Αρχείο Παροιμιών που ξεκίνησε ο Ν.Γ. Πολίτης και αναπτύχθηκε στη συνέχεια, κυρίως από τον Δημήτριο Λουκάτο, στο Κέντρο Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, σήμερα είναι προσβάσιμο και μέσω του διαδικτύου σε ειδικό ψηφιακό αποθετήριο (kentrolaografias.gr, academyofathens.gr).

»Το παρόν τρίτομο πόνημα του Κύπρου Κουρτελλάρη αποτελεί μια πλούσια θεματική συλλογή παροιμιών-τριλογία, που αναφέρονται: α) στον άνθρωπο (τόμ. Ι), β) στα ζώα (τόμ. ΙΙ) και γ) στα φυτά (τόμ. III). Η έκδοση τιμά την μνήμη του πατρός του συγγραφέα αειμνήστου Χρίστου Κουρτελλάρη (1919-2018) ο οποίος τον εισήγαγε στην μελέτη της Κυπριακής λαογραφίας καθώς φέτος συμπληρώνονται 105 χρόνια από τη γέννησή του. Προς τιμήν του Χρίστου Κουρτελλάρη, η οικογένεια, οι φίλοι και οι συνεργάτες του συνέστησαν το Ίδρυμα Λαογραφίας και Αγροτικής Ζωής που φέρει το όνομά του τιμώντας την πολυσχιδή προσφορά του στην Κυπριακή κοινωνία, ως επιφανής συνεταιριστής, πολιτικός και βουλευτής επί είκοσι και πλέον έτη.

»Στην αρχή κάθε τόμου παρατίθενται τα περιεχόμενα (δηλ. η ταξινόμηση της παροιμιακής ύλης) και διαφωτιστικοί πρόλογοι, ενώ στο τέλος τους η σχετική βιβλιογραφία. Στον α’ τόμο, μετά το προλογικό σημείωμα του συγγραφέα και τον πρόλογο του Ευαγγέλου Καραμανέ, περιλαμβάνεται εκτενές “Εισαγωγικό σημείωμα” του συγγραφέα που αναφέρεται στη λειτουργία των παροιμιών ως είδους λαϊκού λόγου και στις απόψεις των κυριότερων Ελλήνων λαογράφων, Ελλαδιτών και Κυπρίων (Ν.Γ. Πολίτης, Στίλπων Κυριακίδης, Δημήτριος Λουκάτος, Μιχάλης Μερακλής, Παύλος Ξιούτας κ.ά.) για τις επιμέρους κατηγορίες τους αλλά και τα εν γένει χαρακτηριστικά του παροιμιακού λόγου. Η κοινωνιολογική και κριτική διάσταση του παροιμιακού λόγου, όπως αναδεικνύεται στα κείμενα του Δημητρίου Λουκάτου και κυρίως του Μιχάλη Μερακλή με τον οποίο ο συγγραφέας διατηρεί μακρά πνευματική σχέση και συνεργασία, απασχολεί ιδιαιτέρως τον κ. Κουρτελλάρη. Ο συγγραφέας αναφέρεται ειδικότερα στο σκεπτικό που τον οδήγησε στην επιλογή της συγκεκριμένης οργάνωσης του υλικού της “τριλογίας” του, δηλ. να ταξινομήσει το πλούσιο υλικό της με κεντρικούς άξονες τον Άνθρωπο, τα Ζώα και τα Φυτά. Ο συγγραφέας παρατηρεί ότι στην παραδοσιακή κοινωνία ο άνθρωπος είναι στενά συνδεδεμένος με τον χώρο που τον περιβάλλει (το περιβάλλον), τα ζώα και τα φυτά. Οι παροιμίες ως είδος του προφορικού λόγου αποκαλύπτουν στοιχεία για όλες ανεξαιρέτως τις επιμέρους πτυχές του λαϊκού βίου (υλικός πολιτισμός, καθημερινές ασχολίες και επαγγέλματα, κοινωνική οργάνωση και ιεραρχίες, σχέσεις των φύλων, κοινωνικές ανισότητες κ.λπ.) όπως προκύπτει και από τα σχόλια του συγγραφέα σε κάθε επιμέρους παροιμία του έργου. Ακολουθεί εκτενέστερο υποκεφάλαιο για την “παροιμία στην ζωή των Κυπρίων” όπου ο συγγραφέας σχολιάζει με βάση το παροιμιολογικό υλικό στοιχεία της δομής της Κυπριακής κοινωνίας και οικογένειας (τις πατριαρχικές αντιλήψεις, τη θέση της γυναίκας, τις σχέσεις των φύλων κ.ά.) ανατρέχοντας και στα παλαιότερα σχετικά βιβλία και εργασίες του. Ειδική αναφορά γίνεται στα “μιλλωμένα”, δηλ. τις λεγόμενες “άσεμνες” παροιμίες που έχουν απασχολήσει τον συγγραφέα και σε παλαιότερη ειδική έκδοση. Επίσης αναφέρεται στη θέση του κλήρου στον κυπριακό παροιμιακό λόγο αναδεικνύοντας τόσο τη μεγάλη σημασία της Εκκλησίας στην παραδοσιακή ζωή όσο και την κριτική διάσταση του λαϊκού λόγου απέναντι στην εκκλησιαστική αλλά και κοσμική εξουσία. Ο λαϊκός λόγος, όπως έχουν επισημάνει πολύ λαογράφοι (ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στις αναλύσεις του καθηγητή Μιχάλη Μερακλή), είναι άμεσος, ευθύς και χαρακτηρίζεται από οξύ κριτικό και ανατρεπτικό πνεύμα καθώς δεν έχει υποστεί την “επεξεργασία” της αστικής ηθικής και ευπρέπειας. Το εν λόγω μέρος του βιβλίου αποτελεί επίσης έναν προσωπικό ερευνητικό απολογισμό και αναστοχασμό του συγγραφέα τόσο για την παρούσα έκδοση όσο και για το προηγούμενο έργο του. Παρατίθενται επίσης στατιστικά στοιχεία για το παροιμιολογικό υλικό των τριών τόμων (αναφέρω ενδεικτικά ότι ο Α’ τόμος περιλαμβάνει 1.327 παροιμίες, ο Β’ 1.709 και ο Γ’ 1.042 και εν συνόλω το έργο 4.078 παροιμίες) που διευκολύνουν τον αναγνώστη να πλοηγηθεί στο εκτενές υλικό. Σημειωτέον τέλος ότι ο συγγραφέας επεξηγεί τον τρόπο γραφής της κυπριακής διαλέκτου τον οποίο επέλεξε προκειμένου να ανταποκριθεί με επιστημονική πληρότητα στις ιδιομορφίες και τους φωνητικούς ιδιωματισμούς της. Παρόμοια επεξηγηματικά κείμενα για τη γραφή της Κυπριακής υπάρχουν και στους άλλους δύο τόμους του έργου. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι παροιμίες αποτελούν στοιχεία του προφορικού λόγου και η μεταφορά τους σε γραπτό κείμενο, η ταξινόμηση και ο σχολιασμός τους αποτελούν μια μεγάλη πρόκληση για όποιον το επιχειρεί και ο κ. Κουρτελλάρης φαίνεται ότι έχει πλήρη επίγνωση της δυσκολίας του εγχειρήματος όπως προκύπτει από τον μακρόχρονο αγώνα του να “δαμάσει” το τεράστιο σε έκταση υλικό που είχε στη διάθεσή του. Στο κυρίως σώμα του Α’ τόμου που περιλαμβάνει τις παροιμίες που αναφέρονται στον άνθρωπο, τα επιμέρους κεφάλαια αναφέρονται: α) στην κοινωνική/πολιτιστική συγκρότηση των φύλων στην παραδοσιακή κυπριακή κοινωνία (άνδρας, γυναίκα, νοικοκύρης, νοικοκυρά, κυρά, χήρα), β) στον θεσμό της οικογένειας, τον γάμο και τους επιμέρους κοινωνικούς ρόλους (γαμπρός, νύφη, κουμπάρος) και τις συγγενικές σχέσεις δηλ. γονείς, πατέρας, μητέρα, πεθερός, παιδιά, εγγόνια, αδέλφια, γιος, κόρη, ορφανό, παππούς και γιαγιά, συγγενείς, θείοι, συμπέθεροι κ.λπ., γ) στις ηλικίες στον κύκλο της ζωής του ανθρώπου (classes d’âges), δηλ. μεγάλοι, μικροί, νέα, νιός, γέρος, γριά κ.λπ., και δ) στον κόσμο, τα “πλάσματα”, τους γείτονες και τους φίλους και τέλος τους ιερωμένους που αποτελούν σημείο αναφοράς (και κριτικής) για την κυπριακή παραδοσιακή κοινωνία, όπως ήδη αναφέρθηκε.

»Ο Β’ τόμος του έργου, ο οποίος είναι αφιερωμένος στα ζώα στον κυπριακό παροιμιακό λόγο, έχει κυκλοφορήσει και αυτοτελώς πριν από 20 και πλέον χρόνια (2002). Στο πλαίσιο της έκδοσης της “Τριλογίας” έχει εμπλουτισθεί με επιπλέον παροιμίες και αναμορφωθεί. Όπως αναφέρει στον πρόλογό του ο καθηγητής Μιχάλης Μερακλής, τα ζώα συμπορεύτηκαν με τον άνθρωπο μέσα στην ιστορία του πολιτισμού. Η εξημέρωση των ζώων, στην ουσία, συνδιαμόρφωσε τον πολιτισμό του ανθρώπου. Ο αρχέγονος και ο παραδοσιακός άνθρωπος συμβιώνει με τα ζώα (όπως και με τα φυτά), τα παρατηρεί, τα μελετά και καταλήγει να εκφράζει και τις σκέψεις του με βάση τη συμπεριφορά των ζώων και τα χαρακτηριστικά των φυτών, όπως έχει δείξει και ο διαπρεπής Γάλλος ανθρωπολόγος Claude Levi-Strauss στις περιώνυμες μελέτες του. Τα ζώα αποτελούσαν συστατικά στοιχεία της Κυπριακής παραδοσιακής κοινωνίας και η σημασία τους έχει καταγραφεί στις εμβληματικές εργασίες του Άνθιμου Πανάρετου Κυπριακή γεωργική Λαογραφία και του Παύλου Ξιούτα Κυπριακή Λαογραφία των ζώων και Παροιμίες του Κυπριακού λαού, τις οποίες ο κ. Κουρτελλάρης μνημονεύει δεόντως όπως και τις Παροιμίες του πατέρα της Ελληνικής Λαογραφίας Νικολάου Πολίτου. Ο κατάλογος των ζώων τα οποία αναφέρονται σε κυπριακές παροιμίες είναι εκτεταμένος και περιλαμβάνει: α) τα εξημερωμένα, οικόσιτα γαλακτοπαραγωγά, αροτραία και μεταφορικά ζώα, (αιγοπρόβατα, χοίροι, γαϊδούρια, άλογα, μουλάρια, βόδια, καμήλες κ.ά.) όπως και τα άγρια (αρκούδα, λύκος, αλεπού, ποντικός κ.ά.), β) πτηνά, οικιακά (όρνιθες) και άγρια (αετός, γεράκι, γλάρος, κόρακας, χελιδόνι, κούκος, τρυγόνι κ.ά.), γ) έντομα (μέλισσα, σφήκα, κουνούπια, ψείρες κ.ά.), δ) ερπετά (σαύρες, φίδια κ.ά.) και ε) υδρόβια και αμφίβια ζώα (αστακός, κάβουρας, βάτραχος, ψάρια κ.ά.).

»Ο Γ’ τόμος του έργου είναι αφιερωμένος στα φυτά στον κυπριακό παροιμιακό λόγο αλλά και στα παράγωγά τους προϊόντα. Συγκεκριμένα, όσον αφορά τις βασικές καλλιέργειες του σίτου, της ελιάς, της αμπέλου αλλά και πολλών άλλων δέντρων, φυτών και λουλουδιών παρατίθενται οι παροιμίες που αφορούν το ψωμί, το αλεύρι, τα πίτουρα, το άχυρο, το λάδι, το κρασί κ.ο.κ. Στην αρχή του τόμου γίνεται μια χρήσιμη επισκόπηση του πληθυσμού της Κύπρου, της κατανομής του (σημειωτέον ότι το 1946 οι 334.306 κάτοικοι των αγροτικών περιοχών αποτελούσαν το 74,27 % του συνόλου των 450.114 κατοίκων της νήσου) και των αγροτικών ασχολιών του. Το α’ κεφάλαιο του τόμου περιλαμβάνει επιμέρους υποκεφάλαια που αναφέρονται στις παροιμίες γενικά για τα δέντρα και τα κύρια δέντρα του δάσους (λεύκα, πλάτανος, πεύκο), τα εσπεριδοειδή, και τα πολλά οπωροφόρα της Κυπριακής γης. Το β’ κεφάλαιο αναφέρεται στα δημητριακά, δηλ. τα σιτηρά και τα παράγωγά τους (έως και το κύριο τελικό προϊόν που είναι το ψωμί) και το ρύζι. Το γ’ μέρος αφορά τις παροιμίες για την αμπελοκαλλιέργεια, το αμπέλι και τα πολλά παράγωγά του προϊόντα (σταφύλια, σταφίδες, κρασί, ξύδι κ.λπ.). Το δ’ τα οπωροκηπευτικά, δηλ. τα λαχανοκηπευτικά και τα ψυχανθή. Το επόμενο, ε’ μέρος αναφέρεται στα κηπευτικά – καλλιέργειες και αυτοφυή (αρωματικά, μπαχαρικά, ινώδη, αυτοφυή. Το Στ’ και τελευταίο κεφάλαιο του τόμου αναφέρεται στα λουλούδια εν γένει αλλά και ειδικότερα σε εκείνα που κυρίως απασχόλησαν τον κυπριακό παροιμιακό λόγο (μαντζουράνα, γαρυφαλλιά, τριανταφυλλιά κ.ά.). Σημειώνω σε αυτό το σημείο πως ο τόμος αυτό είναι αφιερωμένος στον αείμνηστο Στέλιο Κουρτελλάρη που έφυγε πρόωρα από τη ζωή στην αρχή του τρέχοντος έτους.

»Η δημοσιογραφική ιδιότητα και εμπειρία του κ. Κουρτελλάρη, με την εξασκημένη γραφή στην πληροφόρηση ευρέων, διαφορετικών και όχι εξειδικευμένων ομάδων του κοινού, το γεγονός ότι γνώρισε ο ίδιος κατά τη νεότητά του την παραδοσιακή αγροτική και κοινοτική ζωή, οι πλούσιες οικογενειακές μνήμες και ιδιαιτέρως όσες αναφέρονται στην κοινωνική και πολιτική δράση του πατέρα του, αλλά και η ιδιότητα του ως οικογενειάρχη και παππού ο οποίος προσπαθεί να εξοικειώσει τα παιδιά και τα εγγόνια του που μεγαλώνουν στο σύγχρονο πλαίσιο με τον παραδοσιακό παροιμιακό λόγο, συμβάλλουν καθοριστικά στη διαμόρφωση του έργου του και εν προκειμένω στην επιτυχή έκβαση του εγχειρήματος της έκδοσης του παρόντος τρίτομου έργου. Τα τρία βιβλία διαβάζονται ευχάριστα, ως μια ενιαία κειμενική ενότητα, αλλά αποτελούν και εγχειρίδια γνώσης για επιμέρους θέματα. Ο αναγνώστης έχει τη δυνατότητα να ανατρέξει, χάρη στα αναλυτικά περιεχόμενα των τόμων, σε επιμέρους θέματα ενδιαφέροντός του όπως για παράδειγμα την πλούσια παροιμιολογία για τη γυναίκα, τις συγγενικές σχέσεις, τα στάδια του κύκλου της ζωής του ανθρώπου ή τη σχέση του παραδοσιακού ανθρώπου με τα φυτά και τα ζώα, εξημερωμένα αλλά και “άγρια”.

»Τόσο η συλλογή παροιμιών και η ταξινομική εργασία του κ. Κουρτελλάρη όσο και τα εκτενή σχόλιά του σε καθεμιά από αυτές είναι εξαιρετικά διαφωτιστικά για τον χαρακτήρα της παραδοσιακής αγροτικής Κυπριακής κοινωνίας. Θα ήθελα να τονίσω ότι ο συγγραφέας γνωρίζει και έχει άποψη, συχνά κριτική, για τα θέματα που αναλύει. Συνεπώς, ιδιαιτέρως ο μη εξοικειωμένος με τα κυπριακά πράγματα αναγνώστης, διαβάζοντας το έργο, θα έχει την ευκαιρία να κατανοήσει καλύτερα ζητήματα νοοτροπιών, ηθικής, αντίληψης της κοινωνίας και των φύλων, της σχέσης του ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον (κυρίως μέσω της σκληρής αγροτικής εργασίας) διότι οι παροιμίες ως είδος του λαϊκού λόγου αποτελούν, όπως ήδη αναφέρθηκε, ένα εξαιρετικά διδακτικό συμπύκνωμα της βιωμένης εμπειρίας του λαϊκού ανθρώπου.

»Δεν πρέπει όμως να μας διαφεύγει ότι η παροιμία παραμένει ως και τις μέρες μας, πιθανότατα, το πλέον λειτουργικό και ζωντανό είδος του λαϊκού λόγου. Πέρα από τη διδακτική αξία τους η χρήση των παροιμιών στην καθημερινότητα μάς βοηθά να καταστήσουμε το λόγο μας πιο παραστατικό και να εκφράσουμε με μεγαλύτερη ενάργεια αυτό που σκεφτόμαστε και μάλιστα μ’ έναν τρόπο ποιητικό. Αυτό οφείλεται στην απρόθετη χρήση της [σημ. 4], καθώς δεν απαιτούνται ειδικές περιστάσεις για την εκφορά της διότι προκύπτει αβίαστα και “εν τη ρύμη του λόγου”. Επίσης συμβάλλει σε αυτό το εικονοπλαστικό της περιεχόμενο. Ο Μιχάλης Μερακλής σημειώνει: “Για να έχουμε μια παροιμία είναι απαραίτητο να υπάρχουν δύο προϋποθέσεις: το νόημά της να αποδίδεται σε μια εικόνα· και το περιεχόμενο της εικόνας να μεταφέρεται από αυτό, στο οποίο φαίνεται ότι κυριολεκτείται, σε κάτι άλλο» (τόμ. Γ’, σ. 19). Αποτελεί ουσιαστικά μια παρακαταθήκη του παρελθόντος στην οποία ανατρέχει κανείς ώστε να ικανοποιήσει επικοινωνιακές ανάγκες του παρόντος με απώτερο σκοπό να πείσει για την ορθότητα των λεγομένων του/της. Αυτή η ρητορική διάσταση της παροιμίας οφείλεται σε δύο βασικά χαρακτηριστικά της, την παραδοσιακότητα και τη συλλογικότητα [σημ. 5]. Η παραδοσιακότητα αφενός σχετίζεται με τις παραδοσιακές αντιλήψεις που τα παροιμιακά κείμενα μπορεί να εκφράζουν, καθώς και με το ότι παραδίδονται από γενιά σε γενιά, και αφετέρου με το γεγονός ότι υπήρξαν “τρέχοντα” σε κάποια συγκεκριμένη χρονική περίοδο, εν προκειμένω κατά τη μακρά ιστορική περίοδο που η αγροτική Κυπριακή κοινωνία και η λαϊκή ζωή λειτουργούσε “ζώσα και σφριγώσα”. Επομένως, ο όρος σχετίζεται τόσο με τη διαχρονική όσο και με τη συγχρονική προσέγγιση, μελέτη και ενδεχομένως διδασκαλία των παροιμιών.

»Η συλλογικότητα της παροιμίας έχει να κάνει με το ότι είναι ευρέως γνωστή και κυρίως με το ότι είναι γενικά αποδεκτή αποτελώντας κατά κάποιον τρόπο έναν “κοινό τόπο” που επίσης συμβάλλει στην πειθώ του παροιμιακού λόγου. Ως γενικά αποδεκτή η παροιμία δεν αποτελεί προσωπική άποψη (“Εγώ λέω”), αλλά συλλογική (“Αυτοί λένε”), γεγονός που επιτρέπει την έκφραση απόψεων χωρίς να απειλείται η κοινωνική συνοχή. Όλα τα παραπάνω εξηγούν τη χρήση του παροιμιακού λόγου στο εκάστοτε παρόν, με τη συχνή χρήση να είναι αποτέλεσμα της πολυλειτουργικότητας και πολυσημίας που διέπει τις παροιμίες, καθώς ναι μεν μπορεί να αναφέρονται σε επαναλαμβανόμενες καταστάσεις, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι πάντα εμφανίζεται η ίδια κατάσταση.

»Τα πολλαπλά περιβάλλοντα χρήσης μιας παροιμίας είναι αυτά που αναδεικνύουν τη σημασία που αυτή μπορεί να λαμβάνει σε κάθε περίσταση χρήσης, ενώ η μεταφορά ως βασικό ειδολογικό της χαρακτηριστικό οδηγεί επίσης σε διαφορετικές σημασίες. Όλα τα παραπάνω σχετίζονται με το ότι οι παροιμίες εκφράζουν σχετικές κι όχι απόλυτες αλήθειες, με την “αλήθεια” της εκάστοτε παροιμίας να είναι ευθέως εξαρτώμενη από το πλαίσιο χρήσης της.  Συνεπώς, ενώ μια παροιμία μπορεί να θεωρηθεί κατάλληλη σε μια δεδομένη χρονική στιγμή, σε μια άλλη περίπτωση μπορεί να είναι ακατάλληλη. Επομένως, η σημασία μιας παροιμίας εξαρτάται και από την περίσταση χρήσης και οι παροιμίες δεν αποτελούν απόλυτες αλήθειες ακριβώς επειδή χρησιμοποιούνται σε πληθώρα περιστάσεων οι οποίες είναι κοινωνικά προσδιορισμένες.

»Ακριβώς λόγω της χρήσης τους σε κοινωνικά προσδιορισμένες καταστάσεις οι παροιμίες αποτελούν απρόσωπες στρατηγικές επικοινωνίας, η χρήση των οποίων δεν επιφέρει κοινωνικό κόστος καθώς η κρίση που εκφράζουν, μολονότι αξιολογική, αποδίδεται στον “λαό”, στη συλλογική εμπειρία. Την ίδια στιγμή εντάσσουν μια συγκεκριμένη κατάσταση σε μια πιο γενική, επαναλαμβανόμενη κατάσταση και είναι επιτυχημένες ακριβώς επειδή ο δέκτης θα αντιληφθεί τη συμβουλή, τη διδαχή, το μήνυμα που κρύβεται στην παροιμία, ικανοποιώντας συγκεκριμένες κάθε φορά επικοινωνιακές ανάγκες [σημ. 6].

»Όλα τα παραπάνω αναδεικνύουν την πολυπλοκότητα των παροιμιών σε ό,τι αφορά στην ανάλυσή τους αν και ανήκουν στα σύντομα είδη του λαϊκού λόγου, αντικατοπτρίζοντας ουσιαστικά την ίδια την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης ζωής. Εκτιμώ ότι θα τα διαπιστώσει και ο αναγνώστης του παρόντος έργου μελετώντας τα κείμενα των παροιμιών αλλά και των σχολίων τα οποία έχουν διάσταση τεκμηριωτική και επεξηγηματική, στηριζόμενα σε έγκριτα κυπρολογικά λαογραφικά έργα (κυρίως τις εργασίες του Παύλου Ξιούτα), αλλά και πολιτική, ιδιαιτέρως όσον αφορά στην ανάλυση της σύγχρονης κυπριακής ζωής μετά την οικονομική κρίση και τα δυσμενή κοινωνικά συνεπακόλουθά της. Από την άποψη αυτή το παροιμιολογικό έργο του κ. Κουρτελλάρη έχει και χαρακτήρα πολιτικής παρέμβασης και κριτικής στη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα όντας πολλαπλά χρήσιμο. Εύχομαι να είναι καλοτάξιδο, να διαβαστεί από παλαιότερους και νεότερους και να προβληματίσει τους αναγνώστες του!»