Κατερίνα Συνοδινού, Για την έννοια της δουλείας στον Ευριπίδη, μτφρ.: Αθανάσιος Ν. Ζιάκας, Ινστιτούτο του Βιβλίου – Καρδαμίτσα, Αθήνα 2024, 200 σελ. ISBN: 978-960-354-584-2
Το έργο του Ευριπίδη αποτελεί πρωταρχική πηγή για τη μελέτη και την κατανόηση του θεσμού της δουλείας στην Αθήνα του 5ου αιώνα π.Χ.
Σύμφωνα με την κρατούσα αντίληψη της εποχής, οι δούλοι και οι βάρβαροι θεωρούνταν φύσει δούλοι και κατώτεροι, ενώ οι Έλληνες φύσει ελεύθεροι και ανώτεροι. Οι τραγωδίες του ποιητή παρέχουν στοιχεία τόσο για τις συμβατικές απόψεις για την κατωτερότητα των δούλων όσο κυρίως για την ανατροπή των απόψεων αυτών μέσα από τη δραματική πράξη.
Γενικά, στον Ευριπίδη απορρίπτεται η έννοια της φύσει δουλείας. Η ιδιότητα του δούλου ή του ελεύθερου δεν είναι προκαθορισμένη. Η δουλεία στον Ευριπίδη είναι το αποτέλεσμα τύχης ή βίας, καρπός κοινωνικής συμβατικότητας ή προκατάληψης κι επομένως δεν έχει σχέση με τον έμφυτο χαρακτήρα του υποδουλωμένου ατόμου. Πράγματι οι χαρακτηρισμοί της δουλείας στον Ευριπίδη είναι κακόν, βία και ἀνάγκη.
Από τη θέση αυτή, ο Ευριπίδης χειρίζεται με απροκάλυπτη ειρωνεία την παραδοσιακή διάκριση μεταξύ Ελλήνων και βαρβάρων, ελευθέρων και δούλων. Συνήθως αντιστρέφει τους στερεότυπους χαρακτηρισμούς, που αποδίδονται σ’ αυτές τις ομάδες. Αιχμάλωτες γυναίκες δρουν με λιγότερο καταναγκασμό από τους κυρίους τους, που παρουσιάζονται «δούλοι» στις αδυναμίες τους ή σε κοινωνικές συμβάσεις. Υπηρέτες δηλώνουν τη δυνατότητα να είναι «ευγενείς» ή καλύτεροι από τους ελεύθερους· και, αντίθετα με την υποτιθέμενη δουλικότητα των μη Ελλήνων, οι Έλληνες παρουσιάζονται ως η ενσάρκωση της δουλείας αυτή καθαυτή. Με λίγα λόγια, ο Ευριπίδης απορρίπτει τη διάκριση μεταξύ ελευθέρων και δούλων προς χάρη της εσωτερικής αξίας του ανθρώπου, ανεξάρτητα από την κοινωνική θέση του.
Κι αυτά πριν από τους Κυνικούς και τους Στωικούς.