Με το τελευταίο τμήμα των τειχών, από τη Δυτική Πύλη έως τον Προμαχώνα Antonio Zeno, ολοκληρώνεται το έργο της αποκατάστασης και ανάδειξης των χερσαίων τειχών του μεσαιωνικού Κάστρου της Χίου. Στις συστηματικές εργασίες που υλοποιούνται και εκτελούνται από το Υπουργείο Πολιτισμού, διά της αρμόδιας Εφορείας Αρχαιοτήτων, τα τελευταία χρόνια στα τείχη, αρχικά από τον Προμαχώνα Α’ έως τον Προμαχώνα Γ’ και τελευταία από τον Προμαχώνα Γ’ έως τη Δυτική Πύλη, προστίθενται και οι επεμβάσεις στο βορειοδυτικό και τελευταίο τμήμα, που εκτείνεται από τη Δυτική Πύλη έως τον Προμαχώνα Antonio Zeno.
Η Υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη, δήλωσε: «Οι εργασίες συντήρησης και ανάδειξης που υλοποιούνται τα τελευταία χρόνια στο μεσαιωνικό Κάστρο της Χίου έχουν στόχο τη συνολική αποκατάσταση και ανάδειξη των χερσαίων τειχών του μνημείου, που ανά τους αιώνες έχουν υποστεί σοβαρές βλάβες. Η β’ φάση του έργου, η οποία είναι ήδη σε εξέλιξη, αφορά σε επεμβάσεις για την ανάδειξη του τελευταίου τμήματος των τειχών από τη Δυτική Πύλη έως τον Προμαχώνα Antonio Zeno. Το Υπουργείο Πολιτισμού, πέρα των επεμβάσεων στο Κάστρο της Χώρας, υλοποιεί στο νησί ένα πρόγραμμα έργων συνολικού προϋπολογισμού άνω των 20.000.000 ευρώ. Κυριότερα από αυτά είναι η επέκταση και ο εκσυγχρονισμός του Αρχαιολογικού Μουσείου, η αποκατάσταση και η συντήρηση σημαντικών βυζαντινών και μεταβυζαντινών μνημείων, με αξιόλογα δείγματα μνημειακής ζωγραφικής, στην ύπαιθρο της Χίου, οι εργασίες στερέωσης, συντήρησης και αποκατάστασης του οχυρωματικού περιβόλου και του αμυντικού πύργου του κτηριακού συγκροτήματος της Νέας Μονής Χίου. Το ιδιαίτερα πλούσιο πολιτιστικό απόθεμα του νησιού προστατεύεται, αναδεικνύεται, γίνεται προσβάσιμο και εύληπτο στους πολίτες και τους επισκέπτες του νησιού».
Η περιοχή επέμβασης αφορά στο υπόλοιπο τμήμα των χερσαίων βόρειων και βορειοδυτικών τειχών του Κάστρου της Χίου, η οποία περιλαμβάνει δύο Προμαχώνες, τον ημικυκλικό Προμαχώνα στη θέση Ζ’ και τον ημικυκλικό Προμαχώνα στη θέση Η’, και τρία Μεταπύργια διαστήματα. Οι επεμβάσεις έχουν ως στόχο τη στερέωση-αποκατάσταση του τμήματος ώστε να επανέλθει στην αρχική του γεωμετρία. Το Μεταπύργιο διάστημα μεταξύ του Προμαχώνα Ζ’ και του προμαχώνα Η’, είναι κατεστραμμένο στο ανώτερο τμήμα του, το cordone και το parapetto. Ο Προμαχώνας Η’ περιβάλλει προγενέστερο πύργο – τον επιπρομαχώνα Η’, που χρονολογείται στην εποχή της Γενουατοκρατίας (τέλη 14ου-15ος αι.). Ο Προμαχώνας Η’ έχει οικοδομηθεί σε τουλάχιστον τρεις κατασκευαστικές φάσεις. Μεγάλου εύρους ρηγματώσεις εμφανίζονται στο ανώτερο τμήμα της τοιχοποιίας του που θα μπορούσαν εν μέρει να οφείλονται σε γεωλογικά αίτια.
Το Μεταπύργιο διάστημα μεταξύ του Προμαχώνα Η’ και του Προμαχώνα Zeno αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση Μεταπύργιο των χερσαίων τειχών του Κάστρου. Η τοιχοποιία των Μεταπύργιων διαστημάτων και των Προμαχώνων σε γενικές γραμμές δεν παρουσιάζει αποκλίσεις από την κατακόρυφο ούτε εμφανείς καθιζήσεις, παρά μόνο βλάβες τοπικού χαρακτήρα που εκδηλώνονται με φθορές των υλικών δόμησης. Για το Μεταπύργιο διάστημα μεταξύ του Προμαχώνα Ζ’ και του Προμαχώνα Η’, η κυριότερη παθολογία που παρουσιάζει είναι η τοπική κατάρρευση στο επίπεδο της scarpa. Στο Μεταπύργιο διάστημα μεταξύ της Δυτικής Πύλης και του Προμαχώνα Ζ’, ο μεγαλύτερος βαθμός φθοράς της τοιχοποιίας εντοπίζεται γύρω από το τοξωτό άνοιγμα της Δυτικής Πύλης. Στον Προμαχώνα Ζ’ απουσιάζει μέρος της εξωτερικής του τοιχοποιίας. H Δυτική Πύλη, η επονομαζόμενη και «Επάνω Πορτέλο», αποτελεί τη δεύτερη πύλη του Κάστρου. Η κύρια πύλη εισόδου ήταν η Porta Maggiore όπου κατέληγε τοξωτή γέφυρα που διέσχιζε την τάφρο του οχυρού. Η περιοχή της Δυτικής Πύλης καταστράφηκε στα μέσα του 20ού αιώνα προκειμένου να δημιουργηθεί άνοιγμα πρόσβασης στο εσωτερικό του Κάστρου. Εσωτερικά, σώζεται το δίκτυο στοών της Δυτικής Πύλης σε πολύ καλή κατάσταση.
Η ίδρυση του Κάστρου της Χίου ανάγεται στα 1328. Διαθέτει ισχυρούς προμαχώνες από τους οποίους σήμερα διατηρούνται οι οκτώ. Στους πύργους τριών, υπάρχουν εντοιχισμένες πλάκες με το έμβλημα των Ιουστινιάνι (ένα κάστρο με τρεις πύργους και εστεμμένος αετός) μνημονεύοντας το έτος κατασκευής ή επισκευής του οχυρωματικού έργου, στους χρόνους της Γενουατοκρατίας. Το τείχος αυτό, που κατά πολλούς ταυτίζεται με το προτείχισμα του μεσαιωνικού κάστρου (14ος-15ος αι.), ανοικοδομήθηκε, καθ’ ύψος, με την προσθήκη ενός κεκλιμένου τείχους, διαμορφώνοντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, μία σχεδόν ενιαία επικλινή επιφάνεια η οποία εξυπηρετούσε τόσο στη στατικότητα του οικοδομήματος, όσο και στην αμυντική του ικανότητα. Το τείχος περιέτρεχε αρχικά ένυδρη τάφρος, η οποία επιχωματώθηκε, εν μέρει τον 17ο αιώνα και στη συνέχεια τον 19ο αιώνα, με αποτέλεσμα να είναι πλέον άνυδρη.