Ο βυζαντινός ναός της Παναγίας Σκριπούς αποτελεί κατά τους ερευνητές το παλαιότερο βυζαντινό μνημείο της Βοιωτίας και ένα από τα πιο σημαντικά στον ελληνικό χώρο, όχι μόνο λόγω της ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής του, αλλά και λόγω των ανάγλυφων διακοσμητικών στοιχείων, των επιγραφών και των τοιχογραφιών στο εσωτερικό και το εξωτερικό του, στα οποία συνδυάζεται αρχαίο υλικό σε β’ χρήση στην τοιχοποιία του [σημ. 1] με παραδοσιακά βυζαντινά και ανατολίτικα στοιχεία [σημ. 2].
Εκτός από τον πλούσιο γλυπτό διάκοσμο του ναού της Παναγίας, ο οποίος έχει μελετηθεί και παρουσιαστεί από τους ερευνητές, υπάρχει ένα αρχαίο έργο τέχνης που έχει κάπως παραμεληθεί. Πρόκειται για εντοιχισμένη ταφική στήλη από γαλαζωπό μάρμαρο με ανάγλυφη παράσταση στο πάνω μέρος της (ύψος 0,40 μ., πλάτος 0,48 μ.), η οποία βρίσκεται στο εσωτερικό τμήμα του αριστερού πυλώνα της αψίδας του νάρθηκα, ο οποίος οδηγεί στον κυρίως ναό της Παναγίας (εικ. 1, 2).
Στo Annali dell’Instituto di Corrispondenza Archeologica του Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Ρώμης παρουσιάστηκε, το 1861, μια πρώτη περιληπτική περιγραφή του αναγλύφου [σημ. 3], και το 1885 οι K. Friederichs και P. Wolters πρόσφεραν ορισμένα νέα στοιχεία [σημ. 4]. Πολύ αργότερα, το 2010, η Livia Bevilacqua παρουσίασε το ανάγλυφο εν συντομία σημειώνοντας [σημ. 5] ότι η ταφική στήλη τοποθετήθηκε στο συγκεκριμένο σημείο όρθια σε β’ χρήση κατά την ανέγερση της εκκλησίας τον 9ο αιώνα (874).
Σύμφωνα με τους προαναφερθέντες ερευνητές [σημ. 6], η ανάγλυφη παράσταση απεικονίζει μια σκηνή με έξι μορφές. Στο προσκήνιο διακρίνεται ένα ζευγάρι, άνδρας και γυναίκα, να κάθονται αντικριστά σε διαμορφωμένους δίφρους – το πόδι του καθίσματος του άνδρα είναι διαμορφωμένο σε πόδι λιονταριού [σημ. 7]. Ο άνδρας είναι αγένειος, η πλάτη και τα πόδια του καλύπτονται με τον μανδύα του, με το δεξί του χέρι κρατά ένα απροσδιόριστο αντικείμενο πάνω στα γόνατά του, το αριστερό το έχει απλωμένο προς τη γυναίκα του εκφράζοντας επιθυμία για επικοινωνία μαζί της. Η γυναίκα φέρει χιτώνα και τείνει το δεξί της χέρι προς τον άνδρα. Μπροστά της στέκεται ένα κοριτσάκι που με τα υψωμένα χέρια του ακουμπά με τρυφερότητα τα γόνατά της. Ανάμεσα στο ζευγάρι, στο βάθος, διακρίνεται μια θεραπαινίδα να κρατά στην αγκαλιά της μικρό παιδί, με το κεφάλι της ελαφρά γερμένο με αγάπη και ανησυχία προς αυτό, στραμμένη προς την πλευρά της γυναίκας. Ένα νεογέννητο βρέφος κείται τυλιγμένο στα σπάργανα μέσα στο λίκνο του δίπλα στο κάθισμα της γυναίκας. Στο κεφαλάκι του φοράει μυτερό βρεφικό σκουφάκι, όπως συνηθιζόταν στην αρχαιότητα για την προστασία του τρυφερού τμήματος της κεφαλής [σημ. 8].
Το εντοιχισμένο ταφικό ανάγλυφο είναι εντυπωσιακό, αν και αρκετά φθαρμένο από το πέρασμα του χρόνου, και ακολουθεί τον τύπο αναγλύφου που απαντά σε πολλές αττικές επιτύμβιες στήλες του 4ου αιώνα π.Χ., που συχνά ερμηνεύεται ως τυπική σκηνή του τελευταίου αποχαιρετισμού. Πρόκειται για ένα οικογενειακό επιτύμβιο με τους γονείς, τα παιδιά και την τροφό, που είναι έντονα φορτισμένο συναισθηματικά λόγω της απώλειας πολυαγαπημένου οικείου ατόμου και έχει ως σκοπό να τονίσει την αφοσίωση και την αγάπη που δένει τα μέλη μιας οικογένειας και τον πόνο τους για την απώλεια του νεκρού.
Το πρόβλημα που προκύπτει στη συγκεκριμένη περίπτωση του ταφικού ανάγλυφου στην Παναγία Σκριπού, κυρίως λόγω της φθοράς την οποία έχει υποστεί, είναι η δυσκολία ταυτοποίησης του τιμώμενου νεκρού – είναι η μητέρα, ο πατέρας, κάποιο από τα παιδιά ή περισσότερα του ενός πρόσωπα; Με έντονες επιφυλάξεις θα μπορούσε να θεωρηθεί, κατ’ αρχάς, πως πρόκειται για τον αποχαιρετισμό της νεκρής νεαρής μητέρας προς τους πολυαγαπημένους της, τον σύζυγο και τα παιδιά της, τα οποία αφήνει στη φροντίδα της τροφού και του πατέρα. Στο ανάγλυφο η καθισμένη γυναίκα περιστοιχίζεται από τα αγαπημένα της πρόσωπα που στην πλειονότητά τους είναι στραμμένα προς αυτή. Το μικρότερο, το νεογέννητο, βρίσκεται μέσα στην κούνια του, ακουμπισμένο καταγής στα αριστερά της. Ο σύζυγος κάθεται ακριβώς απέναντί της, την κοιτάζει και έχει απλωμένο προς το μέρος της το αριστερό του χέρι σαν να θέλει να συνομιλήσει μαζί της, ενώ η γυναίκα τού τείνει σε αποχαιρετισμό το δεξί της χέρι. Η κίνησή τους αυτή προβάλλει με εμφατικό τρόπο την αγάπη και την αφοσίωση που συνδέει το ζεύγος των συζύγων, και σε δεύτερο πλάνο τον ύστατο χαιρετισμό. Στην περίπτωση, βέβαια, αυτή είθισται τα δύο πρόσωπα να απλώνουν ο ένας στον άλλο το δεξί τους χέρι («δεξίωση»). Εδώ ο αποχαιρετισμός με το δεξί χέρι πραγματοποιείται από τη μητέρα. Είναι πιθανό, λοιπόν, να πρόκειται για μια νεαρή μητέρα που πέθανε κατά τον τοκετό ή στη λοχεία, μια θλιβερή πραγματικότητα πολύ συνηθισμένη στην αρχαιότητα.
Προβληματισμό προκαλεί, επίσης, το νεογέννητο που βρίσκεται στο λίκνο του, στα αριστερά της μητέρας. Θα μπορούσε, ενδεχομένως, να διατυπωθεί η υπόθεση ότι και αυτό δεν βρίσκεται στη ζωή. Αυτό ενισχύεται από την τοποθέτηση του μωρού επί του εδάφους, γεγονός που καθιστά έντονη την αίσθηση της εγκατάλειψής του, ενώ λόγω της πολύ τρυφερής ηλικίας του θα ανέμενε κανείς, αν ήταν ζωντανό, να βρίσκεται προστατευμένο με αγάπη στη θαλπωρή της αγκαλιάς κάποιου οικείου προσώπου, όπως παριστάνεται το αδελφάκι του στην αγκαλιά της τροφού του.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η θέση στην οποία είναι εντοιχισμένο το ταφικό ανάγλυφο, σε εμφανέστατο και κεντρικό μέρος, στον αριστερό πυλώνα του νάρθηκα που οδηγεί στον κυρίως ναό. Σύμφωνα με τις τέσσερις κτητορικές επιγραφές του ναού (β’ μισό του 9ου αι.) [σημ. 9], κτήτωρ είναι ο Λέων, πρωτοσπαθάριος της αυτοκρατορικής φρουράς, επίτροπος και διαχειριστής της βασιλικής περιουσίας, στον οποίο ο αυτοκράτορας Βασίλειος Α’ παραχώρησε ως κτήμα τον Ορχομενό (9ος αι.) [σημ. 10]. Πιθανολογείται ότι έκτισε τον ναό ως ταφικό μνημείο για τον ίδιο και την οικογένειά του [σημ. 11]. Με αυτό το δεδομένο είναι εύλογος ο συσχετισμός με το οικογενειακό επιτύμβιο.
Πάρις Βαρβαρούσης
Συνταξιούχος Πανεπιστημιακός, ΕΚΠΑ